Στα περισσότερα σπίτια των Ροδίων βρίσκονται πλέον σε περίοπτη θέση τα χριστουγεννιάτικα δέντρα τα οποία κοσμούν περίτεχνα στολίδια και φωτεινά λαμπιόνια.
Είναι αυτή η εικόνα με την οποία έχουμε συνδέσει την εορταστική περίοδο και οι νεότερες γενιές στα νησιά, δεν γνωρίζουν πως πρόκειται για ξενόφερτο έθιμο που αντικατέστησε το παραδοσιακό καραβάκι…
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήρθε στην Ελλάδα το 1834, πριν ακόμα διαδοθεί στην Αγγλία και στη Γαλλία, όταν στις 24 Δεκεμβρίου της χρονιάς εκείνης, στολίστηκε ένα έλατο στο σπίτι του βασιλιά Οθωνα στο Ναύπλιο. Δεν άργησαν οι ευκατάστατοι της εποχής, να μιμηθούν το ξενόφερτο έθιμο…
Την δεκαετία του 1930 κάποια αστικά σπίτια στην Ελλάδα άρχισαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ μεταπολεμικά το έθιμο διαδόθηκε ταχύτατα τόσο στις πόλεις όσο και στην περιφέρεια… Μέχρι το 1950, το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε επικρατήσει στα ελληνικά σπίτια. Η προσπάθεια να αντικατασταθεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ελληνοπρεπέστατο καραβάκι στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν ευοδώθηκε.
Το ελληνικό παραδοσιακό στολισμένο καραβάκι αποτελεί παράδοση παλαιότερων ετών και συμβόλιζε την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού.
Είναι ένα έθιμο που ξεθωριάζει πλέον, αλλά παραμένει βαθιά ταυτισμένο με την παράδοση της Ελλάδας. Το στόλισμα του καραβιού τα Χριστούγεννα, αποτελεί μέρος της ναυτικής μας παράδοσης, καθώς η χώρα μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα και τη ναυτοσύνη.
Το στολισμένο καραβάκι των Χριστουγέννων, το συναντούσαμε κυρίως στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία σε πολλά ελληνικά σπίτια καθώς και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα κρατώντας το στα χέρια τους στολισμένο με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά, το οποίο γέμιζε από γλυκά και χριστόψωμα από τους γείτονες. Αν και το έθιμο αυτό έχει ατονήσει, κρατάει ακόμα σε κάποια νησιά, από όπου και προέρχεται.
Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, που έφτανε μέχρι και τα τρία μέτρα μήκος και στο κατάρτι του είχε μια ελληνική σημαία. Τα τελευταία χρόνια, πολλοί Δήμοι, επανέφεραν το έθιμο, στολίζοντας στις πλατείες καράβια αντί για έλατα, αλλά στολισμένα καραβάκια βρίσκονται ακόμα σε κάποια σπίτια, κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα.
Σύμφωνα με την παράδοση, το καράβι στολιζόταν επειδή οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν δεσμούς με τη θάλασσα, ήδη από τα αρχαία χρόνια. Το καραβάκι συμβόλιζε, όχι μόνο την προσμονή των παιδιών για αντάμωση με τους συγγενείς τους, αλλά και τη δική τους αγάπη για τη θάλασσα. Παράλληλα, μικρά καραβάκια είχαν τον ρόλο και ενός τιμητικού καλωσορίσματος για τους Έλληνες θαλασσοπόρους που επέστρεφαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους, καθώς και τάματος για να είναι ασφαλείς στα άγρια κύματα.
Και όπως αργοσβήνει το έθιμο των στολισμένων καραβιών στα σπίτια, έτσι αργοσβήνει και ο πλούτος των ελληνικών παραδοσιακών σκαφών… Σήμερα από τα 13.500 και πλέον ελληνικά παραδοσιακά σκάφη διασώζονται περίπου 2.000 σε όλη την Ελλάδα που κι αυτά αργοσβήνουν ξεχασμένα τα περισσότερα στα καρνάγια ή παρατημένα στο πέρασμα του χρόνου…
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Παραδοσιακών Σκαφών έχει επιδοθεί σε αγώνα δρόμου για τη διάσωση εναπομεινάντων ξύλινων παραδοσιακών ελληνικών σκαφών, πολλά από τα οποία βρίσκονται στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες.
Πρόκειται για μια προσπάθεια που θα ευοδωθεί μόνο μέσα από τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, πριν μπει “ταφόπλακα” σε ένα μεγάλο κομμάτι της παράδοσης της Ελλάδας που αργοσβήνει.
Ηδη τον Οκτώβριο του 2018, ο περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου Γιώργος Χατζημάρκος, ξεκίνησε την καμπάνια #savekaikia ενώνοντας τη φωνή της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με όλους εκείνους που αγωνίζονται να σταματήσουν την καταστροφή των ξύλινων παραδοσιακών σκαφών και το έγκλημα που συντελείται σε βάρος της ναυτικής παράδοσης της χώρας.
Το «σπάσιμο» των ξύλινων αλιευτικών σκαφών ξεκίνησε από το 1996, οπότε τέθηκε σε ισχύ, με πρωτοβουλία της Ε.Ε., η νομοθεσία για τον περιορισμό της υπεραλίευσης, μέσω της επιδότησης της απόσυρσης της αλιευτικής αδείας . Από τότε, χιλιάδες αλιείς παρέδωσαν την άδειά τους και τα καΐκια τους καταστράφηκαν. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Ελλάδα έχασε το μεγαλύτερο μέρος του αλιευτικού της στόλου, που ήταν και ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη. Χιλιάδες σκούνες, περάματα, τρεχαντήρια, καΐκια, μπρίκια, γολέττες , βαρκαλάδες, τσερνίκια έχουν λιώσει κάτω από τους βραχίονες μιας μπουλντόζας.
Μαζί με τα παραδοσιακά σκαριά, χάνονται και οι έμπειροι καραβομαραγκοί των ταρσανάδων, το επάγγελμα των οποίων είναι μοναδικό και αναντικατάστατο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Συνδέσμου Παραδοσιακών Σκαφών, από τα περίπου 14.500 έχουν καταστραφεί τα 12.500 κατά τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο Σύνδεσμος, ιδρύθηκε το έτος 1999 με την επωνυμία «Φίλοι Παραδοσιακών Σκαφών» και έδρα τον Πειραιά από τους λάτρεις της παραδοσιακής ναυπηγικής και των καρνάγιων μία πρωτοβουλία του Γεωργίου Ανωμερίτη που ήταν και ο πρώτος πρόεδρός του και του Μανώλη Ψαρρού του μετέπειτα προέδρου.
Με βάση το καταστατικό, στους σκοπούς και τους στόχους είναι η διάσωση των ελληνικών ξύλινων παραδοσιακών σκαφών, η συντήρησή τους, η κατασκευή και η ναυπήγηση νέων, πάντοτε με τα σχέδια των καραβομαραγκών που δόξασαν το επάγγελμά τους με σκάφη τα οποία μπορούν να ταξιδεύουν ακόμα και όταν ο κυματισμός του Αιγαίου Πελάγους είναι υψηλός.
Ενώ υπήρξε η αποδοχή όλων για τη συνέχιση του έργου του Συνδέσμου το 2002 μεγιστοποιήθηκε το πρόβλημα της καταστροφής των αλιευτικών παραδοσιακών ξύλινων σκαφών με εντολή Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με σοβαρή οικονομική αποζημίωση των ιδιοκτητών των αλιευτικών σκαφών. Κάπως έτσι άρχισε ο αφανισμός του μεγαλύτερου αλιευτικού στόλου της Ευρώπης και μάλιστα ανορθόδοξα, αφού αντί να αρχίσουν από τα κατεστραμμένα σκαριά που βρίσκονται στους πυθμένες των ελληνικών θαλασσών και των συρόμενων αλιευτικών εργαλείων, η «επιχείρηση» ξεκίνησε από την καταστροφή κατά προτεραιότητα του παράκτιου στόλου με τελικό αποτέλεσμα να έχουν καταστραφεί περισσότερα από 13.500 αλιευτικά ξύλινα παραδοσιακά σκάφη! Σε λίγα χρόνια αν δεν υπάρξουν άμεσες λύσεις, τα τρεχαντήρια, τα καΐκια, οι γολέττες, θα υπάρχουν μόνο σε φωτογραφίες και σε μουσειακό υλικό.