Στο συνέδριο του ΣΕΤΕ με τίτλο «Reframing Tourism» παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων ο υπουργός επικρατείας Άκης Σκέρτσος, η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου και ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, όπου συζήτησαν για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες, όσον αφορά τη βιωσιμότητα στον κλάδο του τουρισμού.
Ο κ. Σκέρτσος σημείωσε πως η φετινή σεζόν ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη, παρουσιάζοντας μία πολύ διαφορετική εικόνα σε σχέση με αυτό που ήταν πριν 10 χρόνια η Ελλάδα και σημειώνοντας έσοδα που ξεπερνούν τα €20 εκατομμύρια, με περισσότερους από 30 εκατομμύρια επισκέπτες. Τόνισε πως έχουμε ένα ποιοτικό τουριστικό προϊόν που προσφέρει στους επισκέπτες προστιθέμενη αξία, ωστόσο, πρέπει να αφήσουμε πίσω την εποχικότητα, επεκτείνοντας την τουριστική περίοδο.
Σε ερώτηση σχετικά με την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και το πώς αυτή επηρεάζεται από το κόστος της ενέργειας, την ακρίβεια και τους φόρους στην Ελλάδας, ο κ. Σκέρτσος τόνισε πως «η κυβέρνηση έχει αποδείξει πως δίνει βαρύτητα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας» με μειώσεις φόρων και μονιμοποίηση της μείωσης ΦΠΑ στις μεταφορές και υπογράμμισε πως θα ακολουθήσουν μεγάλες αλλαγές που θα κλείσουν οριστικά εκκρεμότητες του παρελθόντος.
Έως το 2027, όπως είπε ο κ. Σκέρτσος, θα έρθουν αλλαγές που αφορούν την χωροταξία, την πολεοδομία, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης στον τουριστικό κλάδο και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, καθώς στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα «χαμηλή ψηφιακή ωριμότητα.». Ως το τέλος της τετραετίας θα έχουν λυθεί, επίσης, εκκρεμότητες που αφορούν τη διαχείριση απορριμμάτων και την ανακύκλωση, ώστε να λήξει το ζήτημα με τις χωματερές και τα πρόστιμα από την ΕΕ.
Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη σειρά της, αναφερόμενη στην COP28 και την έλλειψη συμφωνίας μέχρι και σήμερα, την τελευταία μέρα της συνόδου, σημείωσε πως η πράσινη μετάβαση αποτελεί ένα περίπλοκο ζήτημα. Η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο από το 2019, σημείωσε, χωρίς να παρεκκλίνει από τους στόχους που είχαν τεθεί και έτσι θα συνεχίσει έως και το 2030. Σύμφωνα με την κα. Σδούκου, έχει μειωθεί σημαντικά η χρήση λιγνίτη και φυσικού αερίου, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της χώρας το διάστημα 2019-2023 διπλασιάστηκαν.
Όπως σημείωσε η υπουργός, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τουριστικές επιχειρήσεις, όσον αφορά την πράσινη μετάβαση, έχουν να κάνουν με δύο πράγματα, αντιμετωπίζουν «δύο εμπόδια», είπε χαρακτηριστικά, το κόστος της ενέργειας και ένα άκαμπτο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Στόχος είναι κάθε επιχείρηση να γίνει prosumer, δηλαδή και παραγωγός και καταναλωτής ενέργειας και αυτό θα είναι εφικτό μέσω χρηματοδοτικών και ρυθμιστικών εργαλείων που αναμένεται να ανακοινωθούν σύντομα. Για τις τουριστικές επιχειρήσεις, προβλέπεται πρόγραμμα χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους €100 εκατομμυρίων, με σκοπό τη χρηματοδότηση του 50% της ενεργειακής αναβάθμισης τουριστικών καταλυμάτων. Για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως κλάδου, θα ξεκινήσει, επίσης, πρόγραμμα χρηματοδότησης (ύψους €160 εκατομμυρίων) για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών και της σχετικής μπαταρίας.
Ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, εστίασε στον ρόλο του υπουργείου και την πρόσβαση των επιχειρήσεων στην απαραίτητη χρηματοδότηση για την πράσινη μετάβασή τους. Ο κ. Σκρέκας σημείωσε πως η ανάπτυξη ήρθε στην Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια, με αύξηση εξαγωγών, επενδύσεων και τουριστικής κίνησης, όμως πρέπει να διασφαλίσουμε πως οι τουρίστες θα συνεχίσουν να επιλέγουν την Ελλάδα και θα έχουμε «βιώσιμο» τουρισμό.
Το υπουργείο Ανάπτυξης «μεριμνά» για τον τουριστικό κλάδο και από εδώ και πέρα αναμένεται μία πλήρως αντικειμενική και ταχύτερη αξιολόγηση των επιχειρήσεων που κάνουν αίτηση σε οποιοδήποτε χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Θα ενισχυθεί η διαφάνεια και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα κάθε επιχείρησης θα της δίνει «μόρια», διευκολύνοντας έτσι τη διαχείριση του μεγάλου όγκου αιτήσεων. Μάλιστα ο κ. Σκρέκας είπε χαρακτηριστικά πως μπορούμε να περιμένουμε την εφαρμογή του νέου συστήματος αξιολόγησης «από το επόμενο πρόγραμμα», οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό.
Σήμερα, η αξιολόγηση και η πλήρης καταβολή της χρηματοδότησης μπορεί να πάρει από τρία έως δέκα χρόνια, όμως η απλοποίηση και η τυποποίηση των διαδικασιών θα επιτρέπει, από εδώ και πέρα, ταχύτερο έλεγχο, ευκολότερη αξιολόγηση του επενδυτικού πλάνου και τελικά, μείωση του διαστήματος που απαιτείται για την καταβολή του συνολικού ποσού, τόνισε ο υπουργός.
Πηγή: Reporter.gr