Mε απόφαση που εξέδωσε χθες το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου έγινε δεκτή η έφεση που άσκησε ο Δήμος Ρόδου κατά 4 υπαλλήλων και ακυρώθηκε απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου με την οποία τους επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για επιδόματα.
Η απόφαση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και σε άλλες όμοιες διεκδικήσεις δημοτικών υπαλλήλων.
Το Ειρηνοδικείο δέχθηκε ειδικότερα ότι η αγωγή των εναγόντων ήδη εφεσίβλητων, ήταν νόμιμη, ενόψει του ό,τι η διάταξη της υποπαραγράφου Γ1 περ. 1 με τίτλο “Μ1ΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ” της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012 με την οποία καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που ελάμβαναν τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των διεθνών συνθηκών.
Ωστόσο, όπως κρίθηκε, η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενό της τυγχάνει, μη νόμιμη, και δεν ευσταθεί καμία από τις νομικές αιτιάσεις στις οποίες οι ενάγοντες επιχειρούν να στηρίξουν το ανίσχυρο της εν λόγω διάταξης.
Ειδικότερα, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο.
Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος.
Στις περιπτώσεις δε αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας εν γένει.
Εν προκειμένω, με την επίμαχη διάταξη του Ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπισή της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης.
Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Εξάλλου, το επίδικο μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της ρύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος.
Κατά τη λήψη δε του επίμαχου μέτρου της κατάργησης των εν λόγω επιδομάτων εορτών και αδείας, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων.
Περαιτέρω, όπως κρίθηκε η επίμαχη ρύθμιση, δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ούτε δε στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν αποτελούσε ένα αποσπασματικό και μεμονωμένο μέτρο, σε βάρος μιας κατηγορίας των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο τομέα, αλλά ένα μέτρο καθολικής εφαρμογής για όλους τους μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο.
Ο Δήμος Ρόδου εκπροσωπήθηκε από τον κ. Μιχάλη Καραγιάννη.