Η Πάτμος έσπασε χθες το αρνητικό ρεκόρ με την ακριβότερη τιμή καυσίμων σε όλη την Ελλάδα, όπου η αμόλυβδη έφτασε τα 2,389 ευρώ/λίτρο, φέρνοντας έτσι πρώτα τα Δωδεκάνησα στη λίστα με πιο ακριβά καύσιμα στη χώρα.
Η ξέφρενη πορεία της τιμής των καυσίμων προκαλεί σοκ αφού στα Δωδεκάνησα παραμένει σταθερά πλέον πάνω από τα δύο ευρώ με την χαμηλότερη τιμή να διαμορφώνεται στα 2,010 στις Φάνες Ρόδου και την υψηλότερη στην Σκάλα Πάτμου στα 2,389 ευρώ το λίτρο.
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών Υγρών Καυσίμων του Υπουργείου Ανάπτυξης από τρία ευρώ και πάνω έφτασε η τιμή των καυσίμων σε Τήλο (2,300), Λειψούς (2,319), Φρυ Κάσου (2,350) και Σκάλα Πάτμου (2,389).
Στη δεύτερη θέση με την ακριβότερη τιμή καυσίμων βρίσκονται οι Κυκλάδες όπου η μέγιστη τιμή της αμόλυβδης έφτασε τα 2,375 ευρώ.
Τα Δωδεκάνησα και οι Κυκλάδες παραμένουν σταθερά στις δύο πρώτες θέσεις του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων του Υπουργείου Ανάπτυξης με τις ακριβότερες τιμές στην Ελλάδα, με τους κατοίκους των μικρότερων νησιών να είναι εκείνοι που πληρώνουν… το μάρμαρο αφού καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Είναι άξιο απορίας πάντως, πως σε κεντρικό επίπεδο οι τιμές καυσίμων στην Αττική όπου η τιμή της αμόλυβδης «πλησιάζει» τα δύο ευρώ βρίσκεται στα πρώτα θέματα των μέσων ενημέρωσης πανελλαδικής εμβέλειας, ενώ την ίδια στιγμή που τα αρνητικά ρεκόρ στην τιμή της βενζίνης στα νησιά μας -που παραμένει σταθερά πάνω από τα δύο ευρώ- σπάει το ένα μετά το άλλο, δεν γίνεται καμία αναφορά που να καταδεικνύει το τεράστιο μέγεθος του προβλήματος.
Όπως έγραψε ξανά η «δημοκρατική», που έχει αναδείξει το θέμα και τις επιπτώσεις του στην καθημερινότητα των Δωδεκανησίων, η ανησυχία μεγαλώνει ακόμα περισσότερο αφού το βάρος των ανατιμήσεων σχεδόν πάντα μετακυλίεται στους καταναλωτές και ενόψει της εορτής του Πάσχα, ο προβληματισμός εντείνεται ακόμα περισσότερο για το κόστος του πασχαλινού τραπεζιού αλλά και των μετακινήσεων των ταξιδιωτών.
Το γεγονός πως είθισται τις περιόδους των εορτών, όπως είναι το Πάσχα, η τιμή των καυσίμων λόγω της αυξημένης ζήτησης να ανεβαίνει σε συνδυασμό με τους δύο ενεργούς πολέμους να προοιωνίζουν δυσάρεστες εξελίξεις, με τα νησιά της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου να είναι πάντα αυτά που «σέρνουν» πρώτα τον χορό των ανατιμήσεων στη βενζίνη.
Η κατάσταση αυτή με τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες να έχουν την υψηλότερη τιμή καυσίμων πανελλαδικά, τείνει πλέον να παγιωθεί οδηγώντας σε μια βίαιη ανακατανομή των εσόδων-εξόδων των κατοίκων των νησιών οι οποίοι αδυνατούν να διαχειριστούν τη λαίλαπα των συνεχόμενων ανατιμήσεων που έχει βγάλει εκτός προϋπολογισμού τα νοικοκυριά.
Οι σημαντικότερες ανατιμήσεις παρουσιάζονται στα λαχανικά, στα φρούτα, στα έλαια και ακολουθούν το κρέας και τα ζωικά παράγωγα, όπως επίσης σημαντικές ανατιμήσεις καταγράφονται και στην παροχή υπηρεσιών.
Η αύξηση του μεταφορικού κόστους έχει αυξηθεί σημαντικά και σε ένα μεγάλο βαθμό μετακυλίεται στον καταναλωτή αφού είναι σχεδόν αδύνατον να απορροφήσει ο έμπορος ή η επιχείρηση τη διαφορά του κόστους. Ακόμα μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα στα μικρά νησιά, που πρέπει να επιβαρυνθούν και το κόστος της μεταφόρτωσης από την Αθήνα στη Ρόδο και από τη Ρόδο στα υπόλοιπα νησιά.
Πλέον πολλοί εργαζόμενοι, μεταβαίνουν στην εργασία τους με τα πόδια όπου το επιτρέπουν οι αποστάσεις, περπατώντας ακόμα και για παραπάνω από μισή ώρα ενώ η βενζίνη… ρεφενέ για ομαδικές μεταβάσεις με τη χρήση οχημάτων εκ περιτροπής σε πιο μακρινές αποστάσεις είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, ανάμεσα στους εργαζόμενους για να μπορέσουν να περιορίσουν το κόστος των καυσίμων.
Η κατάσταση στα νησιά καθίσταται εξόχως προβληματική με τους καταναλωτές να είναι απροστάτευτοι και με την Πολιτεία να καλείται να λάβει άμεσα μέτρα και να επιβάλλει την τάξη σε αυτό το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο.
To νέο ράλι τιμών της βενζίνης δημιουργεί αλυσιδωτές ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες με τους Δωδεκανήσιους να μην προλαβαίνουν τις αλλαγές στις τιμές που αναδιαμορφώνονται προς τα πάνω ανά εβδομάδα!
Για τα ευάλωτα νοικοκυριά τα πράγματα είναι ακόμα πολύ χειρότερα, αφού αναγκάζονται να κάνουν σημαντικές περικοπές τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα με τα περισσότερα από αυτά να πλησιάζουν όλο και περισσότερο τα όρια της φτώχειας.