Η κατάθεση ενός τοξικοεξαρτημένου ατόμου, φίλου των δύο κατηγορούμενων για τον φόνο της 61χρονης Ευαγγελίας (Αντζελας) Ιεροβασίλη του Γεωργίου, το απόγευμα της 19ης Ιουνίου 2012, στο σπίτι της, στο Γεννάδι, διαφωτίζει ορισμένες πτυχές της υπόθεσης, που συγκλονίζει τη Ρόδο.
Πρόκειται για έναν φίλο του 26χρονου δολοφόνου Νικολάου Μπατζακάκη του Ιωάννη, γιου της Ιεροβασίλη και της 36χρονης πρώην συντρόφου του Ιakouleva Irini του Οleg, ο οποίος ήταν πρίν και μετά το φόνο μαζί τους και έκανε χρήση.
«Μετά από αυτά που είδα στην τηλεόραση σχετικά με την υπόθεση, μετά από αυτά που άκουσα να λένε, ότι ο Νίκος δηλαδή μπορεί να έχει σκοτώσει τη μάνα του, κάθισα και σκέφτηκα κάποια πράγματα που είχαν συμβεί και δεν είχα δώσει σημασία, αλλά τώρα που τα σκέφτομαι μπορεί να είναι σημαντικά» κατέθεσε εισαγωγικά ο μάρτυρας, προσθέτοντας τα ακόλουθα:
«Την ημέρα εκείνη, ξύπνησα στις 08:00′ για να πάω στην δουλειά μου, όπως έκανα κάθε μέρα. Εκείνη την εποχή δούλευα στο συνεργείο (…). Όλο το πρωί δούλευα στο συνεργείο και δεν πήγα πουθενά. Το μεσημέρι σχόλασα στις 16:00′, όπως πάντα και μετά την δουλειά πήγα κατευθείαν στο σπίτι του Νίκου. Η δουλειά είναι πολύ κοντά στο σπίτι του Νίκου, οπότε ακόμη και να καθυστέρησα λίγο στην δουλειά πρέπει να ήμουν εκεί πριν τις 16:15′. Με τον Νίκο δεν ήμασταν ποτέ πολύ φίλοι και σχέσεις αποκτήσαμε εκείνες τις μέρες γιατί του είχα δώσει σαράντα (40) ευρώ για να μου δώσει υπογλώσσια, αλλά αυτός μου τα έφαγε και από τότε πήγαινα κάθε μέρα σπίτι του και την «πίναμε» μαζί, χωρίς να του δίνω λεφτά, μέχρι να μου ξεπληρώσει αυτά που μου χρωστούσε. Έτσι και εκείνη την μέρα πήγα σπίτι του μετά την δουλειά, όπως σας είπα. Στο σπίτι ήταν ο Νίκος, η Ειρήνη και τα παιδιά της Ειρήνης, τα οποία παίζανε έξω, αν θυμάμαι καλά. Εκεί ο Νίκος μου είπε ότι αυτός και η Ειρήνη ήξεραν μια καβάτζα με ηρωίνη, που είχε κάποιος στο Παραδείσι και πως ήθελαν να πάνε να του κλέψουν τα ναρκωτικά.
Αυτή η καβάτζα ήταν δίπλα στο σπίτι του, αλλά δεν ρώτησα ποιανού, γιατί θεώρησα πως αν ήταν κάποιου που ήξερα θα μου έλεγε το όνομά του από μόνος του ο Νίκος. Επειδή όμως δεν είχαν μεταφορικό μέσο, μου ζήτησε να του δώσω το μηχανάκι που είχα και να τον περίμενω σπίτι. Εγώ τότε κυκλοφορούσα με ένα HONDA τύπου CHOPPER, του μαγαζιού, το οποίο το είχαμε για τις δουλειές και είναι η ίδια μηχανή που χρησιμοποιήσαμε και την επόμενη ημέρα και σας είπα στις προηγούμενες καταθέσεις μου.
Δέχτηκα να του δώσω τη μηχανή και αυτός έφυγε μαζί με την Ειρήνη. Απ’ όσο θυμάμαι δεν πρέπει να κρατούσαν κάτι όταν έφυγαν. Από την ώρα που έφτασα στο σπίτι, μέχρι την ώρα που έφυγαν με τη μηχανή, πρέπει να πέρασε από μισή έως μία ώρα το πολύ.
Όταν έφυγαν εγώ ξάπλωσα σε ένα καναπέ που είχαν και τους περίμενα. Δεν πίστευα ότι θα αργούσαν πολύ γιατί το Παραδείσι είναι το πολύ είκοσι λεπτά μακριά, με το μηχανάκι, οπότε σε καμία ώρα, το πολύ, έπρεπε να είχαν γυρίσει.
Όμως η ώρα περνούσε και δεν γυρνούσαν και άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να τους πάρω τηλέφωνο, αλλά δεν είχα κάρτα και δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι, για να βρω κάπου να τον πάρω τηλέφωνο γιατί όλο έλεγα «τώρα θα έρθουν» και περίμενα εκεί. Μετά από πολλή ώρα επέστρεψαν. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν γύρω στις 20:30′, γιατί έξω είχε σουρουπώσει.
Μόλις μπήκαν μέσα στο σπίτι, παρατήρησα ότι ο Νίκος κούτσαινε στο ένα πόδι και αμέσως τον ρώτησα, αν πέσανε με την μηχανή γιατί η μηχανή ήταν του μαγαζιού. Αυτός μου είπε ότι εκεί που ήταν η καβάτζα, είχε μαντρότοιχο και όταν τον πήδηξε στραμπούληξε το πόδι του. Ακόμη μου είπε ότι αυτός που του ανήκαν τα ναρκωτικά τα είχε πάρει από την καβάτζα και δεν βρήκαν κάτι. Εγώ τότε τον ρώτησα που ήταν τόση ώρα και αυτός μου είπε ότι στον δρόμο πέτυχαν μπλόκο της Αστυνομίας και περίμεναν μέχρι να φύγουν οι αστυνομικοί, για να περάσουν χωρίς να τους ελέγξουν. Tα ίδια έλεγε και η Ειρήνη. Εγώ δεν τους πίστεψα αλλά δεν έδωσα συνέχεια. Δεν θυμάμαι τι κάναμε μετά, μπορεί να πήραμε κανένα υπογλώσσιο, αλλά θυμάμαι ότι σπίτι μου γύρισα κατά τις 23:00′ αν δεν κάνω λάθος».
Αναφέρει και τα εξής ενδιαφέροντα:
«Εγώ ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Νίκος μπορεί να έχει σκοτώσει την μάνα του, γιατί δεν πιστεύω ότι ένα παιδί μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο στην ίδια του τη μάνα. ‘Ομως όταν είδα όλα αυτά στην τηλεόραση, θυμήθηκα ότι ο Νίκος βρήκε τα κοσμήματα, που δώσαμε στο ενεχυροδανειστήριο την ημέρα που δολοφονήθηκε η μητέρα του, ότι τις επόμενες μέρες ήταν πολύ χαλαρός και έκανε ακόμη και πλάκα, πράγμα που είναι πολύ περίεργο για κάποιον που του σκότωσαν την μάνα και όλα αυτά σε συνδυασμό με την αναιτιολόγητη απουσία τους εκείνη την μέρα με έβαλαν σε υποψίες.
Μάλιστα μια μέρα είπα τις υποψίες μου σε έναν κοινό μας φίλο, αλλά αυτός μου είπε ότι είναι βλακείες και να μην τα σκέφτομαι αυτά. Σήμερα όμως που με καλέσατε εδώ στην Υπηρεσία σας, θέλησα να σας τα πω, για να τα βγάλω και από μέσα μου».