Ειδήσεις

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός – Μύθοι και αλήθειες

Νέο ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό αποτελεί πλέον το 2023. Μια χρονιά που ξεπεράσαμε τα 32 εκατ. αφίξεις ξένων τουριστών, φτάνοντας τα 20,5 δισ. εσόδων, συντρίβοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 18,2 δισ. από το 2019. Οι αριθμοί ευημερούν, το ΑΕΠ της χώρας ενισχύεται, το ίδιο και τα φορολογικά έσοδα, άλλες τοπικές κοινωνίες πανηγυρίζουν, άλλες μελαγχολούν βλέποντας πως δεν συμμετέχουν στο ξέφρενο πάρτι του τουρισμού και ενίοτε, ένθεν κακείθεν, ακούγονται φωνές για υπερτουρισμό, εξάντληση της φέρουσας ικανότητας προορισμών και ανεπάρκειας υποδομών.

Αν δούμε τι γίνεται στην ευρύτερη περιοχή μας θα καταλάβουμε πόσο σοβαρό μπορεί να γίνει το πρόβλημα της αλόγιστης και άναρχης τουριστικής ανάπτυξης και πόσο αυτή μπορεί να επηρεαστεί από τη διάρρηξη των σχέσεων του τομέα και των απασχολουμένων στον τουρισμό, με την ευρύτερη κοινωνία. Στην Τενερίφη κάτοικοι διαδηλώνουν εναντίον του τουρισμού και των επιπτώσεών του στο νησί, ενώ στη Βενετία, παρά τις διαδοχικές επεμβάσεις των τοπικών αρχών με οικονομικές επιβαρύνσεις για όσους μπαίνουν στην πόλη, είτε από στεριά είτε από θάλασσα, το αντιτουριστικό ρεύμα φουντώνει ολοένα και περισσότερο.

Τι έχει συμβεί όμως στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Από το 2009 έως το 2023, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ενώ ο αριθμός των ξενοδοχείων της χώρας έχει αυξηθεί μόλις κατά 5%, ο αριθμός των δωματίων αυξήθηκε 16%. Κάτι που σημαίνει ότι κατά κύριο λόγο έχουν προστεθεί μονάδες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Επίσης, ενώ το 2009 το άθροισμα των ξενοδοχείων 4 και 5 αστέρων ήταν το 15% του συνόλου, το 2023 το ποσοστό έχει ανέβει στο 26%, κάτι που υποδηλώνει ποιοτική βελτίωση προϊόντος και επισκεπτών. Την ίδια περίοδο έχει υπάρξει έκρηξη του φαινομένου της βραχυχρόνιας μίσθωσης, το οποίο εσκεμμένα για πολλά χρόνια αφέθηκε παντελώς αρρύθμιστο ή προσχηματικά ρυθμισμένο, με την πρώτη ουσιαστική παρέμβαση να γίνεται το φθινόπωρο του 2023. Επίσης, οι οδικές αφίξεις έφτασαν έως και το 1/3 του συνολικού εισερχόμενου τουρισμού, όταν το 2009 δεν απασχολούσε κανέναν ο αριθμός τους. Αν σκεφτούμε ότι από τις περίπου 12 εκατ. αφίξεις και τα 11 δισ. έσοδα το 2009 έχουμε φτάσει σήμερα σε πάνω από 32 εκατ. αφίξεις και 20,5 δισ. έσοδα, με μόλις 5% αύξηση στον αριθμό των ξενοδοχείων, εύλογα κάποιος αναρωτιέται πού μένει όλος αυτός ο κόσμος, πώς απορροφάται η επιβάρυνση που δημιουργεί και εν τέλει αν το όφελος είναι σημαντικότερο του κόστους, ειδικά σήμερα που ολοένα και περισσότερος κόσμος μιλάει για την αναγκαιότητα βιώσιμης ανάπτυξης.

Τον τελευταίο καιρό ακούμε αγωνιώδεις δηλώσεις νεοεκλεγέντων τοπικών αρχόντων, για το πώς οι περιοχές τους έχουν κορεστεί και για το πώς η ποιότητα ζωής των κατοίκων απειλείται από τον τουρισμό. Καταθέτουν μάλιστα και αυθαίρετες προτάσεις αύξησης φορολογικών επιβαρύνσεων, κυρίως στα ξενοδοχεία, που διαχρονικά αποτελούν αγαπημένα φορολογικά υποζύγια του ευρύτερου πολιτικού φάσματος, χωρίς όμως κανένα σχέδιο αξιοποίησης των επιπλέον χρημάτων που θα προκύψουν, λες και το ακριβότερο προϊόν θα αποτρέψει την επιλογή της χώρας μας ως προορισμό, τη στιγμή που αδιαλείπτως τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγεται στα πέντε ισχυρότερα τουριστικά brands παγκοσμίως.

Για χάριν της συζήτησης έχει αξία εδώ να αναφερθούν κάποια ενδεικτικά νούμερα: η Πράγα του 1,3 εκατ. κατοίκων δέχεται περίπου 8 εκατ. τουρίστες τον χρόνο, το Αμστερνταμ των 900.000 κατοίκων δέχεται πάνω από 20 εκατ. τουρίστες τον χρόνο, η Βαρκελώνη του 1,6 εκατ. κατοίκων δέχεται ετησίως 27 εκατ. τουρίστες, ενώ η Φλωρεντία των 380.000 κατοίκων δέχεται πάνω από 5,2 εκατ. τουρίστες τον χρόνο. Την ίδια στιγμή η Αθήνα, όχι με τη στενή διοικητική έννοια του δήμου, αλλά η ευρύτερη περιοχή της Αττικής των 4 εκατ. κατοίκων, δέχτηκε το 2023 6,5-7 εκατ. τουρίστες και οι κραυγές πανικού έχουν ήδη αρχίσει να ακούγονται από κάποιους, φτάνοντας δυστυχώς και εκτός συνόρων.

Χωρίς στρατηγική στόχευση και χωρίς ενιαία ομπρέλα θα καταλήξουμε σε πραγματικά φαινόμενα υπερτουρισμού, που θα είναι κακέκτυπα αυτών που ήδη έχουν υποστεί οι ανταγωνιστές μας.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω πως τα χρόνια της θητείας μου στην προεδρία του ΣΕΤΕ χρησιμοποιούσα μια έκφραση δηλωτική των πεποιθήσεών μου για την προϋπόθεση συνύπαρξης τουριστών και ντόπιων κατοίκων: δεν μπορεί να υπάρξει ευχαριστημένος τουρίστας αν πρώτα ο κάτοικος δεν είναι ευχαριστημένος από τον τόπο που ζει. Και δυστυχώς στη χώρα μας, που έζησε τη χρεοκοπία της δεκαετίας 2010-2019, οι κάτοικοί της έχουν πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένοι. Σχεδόν μηδενισμός του ΠΔΕ για πολλά χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, υπερφορολόγηση, ραγδαία μείωση της ποιότητας ζωής. Τα χρόνια αυτά όμως που η Ελλάδα απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της, ήρθαν στη χώρα πάνω από 150 δισ. εσόδων και 200 εκατ. επισκέπτες, δίνοντας τεράστια ανάσα σε νησιά και πόλεις. Προφανώς, όταν αυξάνονται οι ροές με τέτοιο ρυθμό και από την άλλη δεν δημιουργούνται νέες βαριές υποδομές ούτε συντηρούνται οι υφιστάμενες, δεν βελτιώνονται τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, δεν δημιουργούνται σύγχρονες εγκαταστάσεις διαχείρισης απορριμμάτων και κάποιες που δημιουργούνται πυρπολούνται από διαμαρτυρόμενους κατοίκους (Λευκίμμη Κέρκυρας), μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί η λέξη «υπερτουρισμός» επαναλαμβάνεται τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια. Τελικά, υπάρχει υπερτουρισμός σε περιοχές της χώρας μας και σε κάθε περίπτωση, μήπως θα πρέπει να δούμε την έννοια αυτή όχι ως απειλή, αλλά ως μια τεράστια ευκαιρία αποφυγής λαθών των ανταγωνιστών μας και πραγματικής βιώσιμης ανάπτυξης;

Η απάντηση και η τεκμηρίωση
Ως επιχειρηματίας του τουρισμού και εκφραστής μιας διαφορετικής –θέλω να πιστεύω– μορφής συνδικαλισμού για 24 χρόνια, σαφέστατα και υποστηρίζω τη δεύτερη εκδοχή. Θα ήθελα όμως και να την τεκμηριώσω. Οι τουριστικά προηγμένοι ανταγωνιστές μας –Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία– δεν πρόλαβαν μέσα στη δίνη της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης της δεκαετίας 2010-2019, να διαγνώσουν το πρόβλημα έγκαιρα και να ενεργήσουν προληπτικά, παίρνοντας κυρίως πυροσβεστικά μέτρα εκ των υστέρων. Τα πήραν όμως και τα εξέλιξαν. Και προσπαθούν να διαχειριστούν τους επιβαρυμένους προορισμούς τους με τρόπο που δεν θα πλήξουν το brand της χώρας τους. Εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη βιώσει το φαινόμενο στο σύνολό του. Προφανώς σημειακά και κάποια συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου μπορεί να εμφανίζεται. Στην Καλντέρα της Σαντορίνης όταν καταπλέουν τα κρουαζιερόπλοια, στο λιμάνι της Νάξου που μπορεί να δέσει ένα μόνο μεγάλο πλοίο τη φορά και τον Αύγουστο φθάνουν πάνω από 20 την ημέρα, ή στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και στον λόφο της Ακρόπολης, όταν συγκεκριμένες ημέρες του καλοκαιριού δημιουργούνται ουρές εκατοντάδων μέτρων στην είσοδο του μνημείου και τα πούλμαν κατακλύζουν τις κεντρικές λεωφόρους της πόλης, γιατί ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί κανονικός χώρος στάθμευσης. Ολα αυτά, όμως, δεν γίνονται γιατί έχει εξαντληθεί η φέρουσα ικανότητα των παραπάνω σημείων, γίνονται γιατί δεν έχει μετρηθεί ποτέ και γιατί δεν έχουμε σοβαρά ασχοληθεί με τη βελτίωση των υποδομών που διασφαλίζουν σωστή διαχείριση των προορισμών.

Ξεκάθαρη, συμφωνημένη και με κεντρικό διευθυντήριο στρατηγική, ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό, για να μπορέσει επιτέλους να ελεγχθεί και να μετρηθεί η φέρουσα ικανότητα.
Ο ΣΕΤΕ το 2021 εκπόνησε ένα πλέγμα στρατηγικής για όλη τη χώρα, μέσω του ΙΝΣΕΤΕ, το οποίο ονόμασε «Τουρισμός 2030 – Σχέδια δράσης». Ενα πλήρες στρατηγικό σχέδιο, με μελέτη και ανάλυση πολλών προορισμών, ανάλυση υφιστάμενων αγορών και προϊόντων και προτάσεις για άνοιγμα και δημιουργία νέων, παρουσίασης σύγχρονων μεθόδων προώθησης, αλλά κι έναν τεράστιο κατάλογο με έργα υποδομής ανά την Ελλάδα, ανάλογα με τον βαθμό ωριμότητάς τους, τα οποία δεν θα βοηθήσουν μονάχα τον τουρισμό, αλλά και την οικονομία στο σύνολό της. Το πόνημα, το οποίο εξήντλησε πολλούς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, παρουσιάστηκε στο σύνολο της πολιτικής ηγεσίας – από τον πρωθυπουργό, τους περιφερειάρχες, έως και τον τελευταίο δήμαρχο. Τους τελευταίους 18 μήνες της θητείας μου στον ΣΕΤΕ γυρίσαμε όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξηγήσουμε ότι η βιώσιμη ανάπτυξη περνάει μέσα από πολιτικές –πολλές φορές με κόστος– διαχείρισης προορισμών, βελτίωσης υποδομών και άρα αύξησης της φέρουσας ικανότητας, προϊοντικής ενδυνάμωσης και εξέλιξης, αλλαγής τρόπων επικοινωνίας προς τα έξω, λήψης γενναίων αποφάσεων αλλαγής κατεστημένων που σίγουρα θα δυσαρεστήσουν, συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όπου ο δημόσιος θα πρέπει να μάθει να λειτουργεί με όρους αγοράς και ο ιδιωτικός να αναλαμβάνει ουσιαστική ευθύνη και να «βάζει το χέρι στην τσέπη», πέρα από το απλά να ασκεί κριτική – και πολλά άλλα. Με λύπη μου διαπιστώνω πως η ευημερία του τουρισμού των τελευταίων ετών καθησυχάζει, κοιμίζει και επιβεβαιώνει τους θιασώτες της αυθόρμητης ανάπτυξης. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι, χωρίς στρατηγική στόχευση και χωρίς ενιαία ομπρέλα, τότε θα καταλήξουμε σε πραγματικά φαινόμενα υπερτουρισμού και σε κοινωνικούς αυτοματισμούς, που όπως συμβαίνει συνήθως στη χώρα μας θα είναι κακέκτυπα αυτών που ήδη έχουν υποστεί οι ανταγωνιστές μας.

Ευκαιρία με αυστηρές προϋποθέσεις
Εχουμε μπροστά μας μια τεράστια ευκαιρία. Η μικρή Ελλάδα των 10 εκατ. κατοίκων συγκαταλέγεται στις πέντε μεγαλύτερες παγκόσμιες τουριστικές δυνάμεις. Μπορεί ακόμη ψηλότερα. Με αυστηρές όμως προϋποθέσεις. Ξεκάθαρη, συμφωνημένη και με κεντρικό διευθυντήριο στρατηγική, ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό (ένα από τα διαχρονικότερα ανέκδοτα του τομέα), για να μπορέσει επιτέλους να ελεγχθεί και να μετρηθεί η φέρουσα ικανότητα. Επενδύσεις σε υποδομές, όχι μόνο σε δρόμους και αεροδρόμια, αλλά και σε λιμάνια, μαρίνες, δίκτυα κοινής ωφέλειας, διαχείριση απορριμμάτων, πράσινες μορφές ενέργειας. Πρακτικές ελέγχου τουριστικών ροών σε σημεία και περιόδους αιχμής. Πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε ότι ο επισκέπτης της μιας ή των δύο ημερών της Ρώμης, δεν θεωρεί δεδομένο ότι θα επισκεφθεί το Κολοσσαίο αν δεν έχει φροντίσει να βρει εγκαίρως εισιτήριο στα προβλεπόμενα slots. Γιατί λοιπόν να θεωρούμε φυσιολογικό και επιβεβλημένο ο επισκέπτης της Ακρόπολης να περιμένει δύο ώρες σε μια ουρά τον Ιούλιο στους 40 βαθμούς για να μπει; Και γιατί είναι λογικό και δεν χρήζει καμιάς επέμβασης, ο επιβάτης κρουαζιέρας στη Σαντορίνη να επιβαρύνει τις υποδομές που προσπαθεί την ίδια στιγμή να απολαύσει ο επισκέπτης που πληρώνει 600 και 700 ευρώ τη βραδιά, με μόνο όφελος για το νησί ένα πλαστικό μπουκάλι νερό που θα αγοράσει και το οποίο θα πετάξει και στα σκουπίδια του νησιού πριν επιστρέψει στο πλοίο του;

Αυτά και άλλα πολλά πρέπει να γίνουν. Για να γίνουν όμως χρειάζεται οι κεντρικοί και τοπικοί άρχοντες να κάνουν τη δουλειά τους, αυτό δηλαδή για το οποίο εξελέγησαν. Να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν πολιτικές. Και οι πολίτες που τους εξέλεξαν να ξεβολευτούν, να εγκαταλείψουν την ιδέα της «αρπαχτής» και να κατανοήσουν πως για να κερδίσεις πρέπει να επενδύσεις. Να αποφύγουν όλοι μαζί εύκολους λαϊκισμούς και τσιτάτα άλλων δεκαετιών και μέσα από συνέργειες και με ξεκάθαρη στρατηγική να προχωρήσουμε στην επόμενη μέρα. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος. Αποθαρρύνομαι προσωρινά όταν ακούω για παράδειγμα από επίσημα χείλη πως η λύση στο πρόβλημα είναι ο τετραπλασιασμός του τέλους παρεπιδημούντων, χωρίς καν να αναλύεται το πρόβλημα και να παρουσιάζεται σχέδιο απορρόφησης των επιπλέον πόρων που θα προκύψουν, ανακτώ όμως σύντομα την αισιοδοξία μου σκεπτόμενος πως ο τουρισμός άντεξε και αναπτύχθηκε τα χρόνια της χρεοκοπίας, γύρισε στο μηδέν το 2020 και τρία χρόνια μετά όχι απλώς επανήλθε, αλλά έκανε κι ένα νέο ιστορικό ρεκόρ. Με αυτή την αισιοδοξία αναμένω το θαύμα της λογικής, που θα μετατρέψει την όλη συζήτηση περί υπερτουρισμού, από απειλή, σε μοναδική ευκαιρία μακρόχρονης και βιώσιμης ανάπτυξης.

*Ο κ. Γιάννης Ρέτσος είναι CEO των Electra Hotels & Resorts και πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).

Πηγή kathimerini.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου