Σε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στη «δ» ο επίτιμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Κωνσταντίνος Ζιαζιάς μιλάει για τα εθνικά θέματα, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το πρόσφατο μέτρο της χορήγησης ειδικής βίζας σε Τούρκους πολίτες σε 10 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, την επίσκεψη του Έντι Ράμα στην Αθήνα και τη στάση της νέας ηγεσίας στη Βόρεια Μακεδονία.
Ο Α/ΓΕΣ τονίζει ότι το γεωπολιτικό αφήγημα της Τουρκίας για αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και γκριζάρισμα συγκεκριμένων θαλάσσιων περιοχών, όχι μόνο δεν έχει κοπάσει, αλλά εμπλουτίζεται συνεχώς. Το νέο «εργαλείο» που έρχεται να προστεθεί στην αναθεωρητική ατζέντα της Άγκυρας, είναι τα θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Κύριε αρχηγέ πώς αποτιμάτε την πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο;
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι συνομιλίες μεταξύ των γειτονικών κρατών είναι επιβεβλημένες για τη σταθερότητα στην περιοχή και την ευημερία των λαών.
Όμως, οι συνομιλίες πρέπει να στηρίζονται πάνω σε μια συγκεκριμένη ατζέντα θεμάτων, να διέπονται από τις βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου, να διέπονται από την αρχή του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και βέβαια όχι με την απειλή του Casus Belli, πράγμα που δεν συμβαίνει με τη γείτονα χώρα. Η Τουρκία με το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», έχει θέσει απέναντι στην Ελλάδα ένα ανελαστικό πρόβλημα που δεν μπορεί ούτε καν να συζητήσει, όχι να διαπραγματευτεί η χώρα μας. Δηλαδή υπάρχει περίπτωση να πάει ελληνική κυβέρνηση και να διαπραγματευτεί ότι το μισό Αιγαίο ανήκει στην Τουρκία; Φυσικά και όχι.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η δεύτερη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μέσα σε πέντε μήνες, στην Άγκυρα αυτή τη φορά, σφραγίστηκε από τη διάθεση και από τις δύο πλευρές να σταθούν στη θετική ατζέντα, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και οι σημαντικές διαφωνίες, τις οποίες δεν θέλησαν, ούτε προσπάθησαν να κρύψουν ή να επιμείνουν σε αυτές, για τις μειονότητες, τη Μονή της Χώρας, το Κυπριακό, αλλά και τη Χαμάς. Το μήνυμα πέρασε και οι δύο πλευρές, απέδειξαν πως όταν υπάρχει πολιτική βούληση είναι σε θέση να συμφωνούν ότι διαφωνούν και να το διαχειρίζονται με έναν τρόπο «πολιτισμένο» και χωρίς την ένταση στο πεδίο ή τις ακρότητες της πολεμικής ρητορικής που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Σίγουρα πάντως Ελλάδα και Τουρκία δεν είναι έτοιμες να βγουν στην αναζήτηση μίας λύσης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Αντί αυτού προτιμούν να συνεχίσουν να πλέουν στα «ήρεμα νερά» της συνεργασίας στο μεταναστευτικό, την πολιτική προστασία και την αντιμετώπιση των καταστροφών αλλά και την υγεία. Σημαντικό κεφάλαιο οι εμπορικές συναλλαγές και η δυνατότητα ανάπτυξης των επιχειρηματικών σχέσεων και βέβαια στον τουρισμό. Όμως κρισιμότερες θεωρούνται και από τις δύο πλευρές οι επόμενες ευκαιρίες συνάντησης, τον Ιούλιο στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον και τον Σεπτέμβριο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Εκεί θα φανεί από την πλευρά της Τουρκίας αν θέλει πραγματικά βήματα προσέγγισης με τις ΗΠΑ (και την Ε.Ε.) και κατ’ επέκταση περαιτέρω εξομάλυνση στις σχέσεις με την Ελλάδα. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος γίνεται υπό την πίεση του συμμαχικού παράγοντα, που επιδιώκει την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ώστε να παραμείνει αρραγής η ΝΑ Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, απολύτως αναγκαίο λόγω του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου και των αιματηρών γεγονότων στην Λωρίδα της Γάζας.
• Το κλίμα αυτό, όπως έχει διαμορφωθεί με τη γειτονική χώρα, αποτελεί διαβεβαίωση για “ήρεμα νερά” στο Αιγαίο; Μειώθηκαν αρχικά οι αερομαχίες στο Αιγαίο. Εδώ στα νησιά μας έχουμε πλέον και σε ισχύ το μέτρο της express visa στους Τούρκους πολίτες για 7ήμερη παραμονή. Από την άλλη, η Τουρκία επιμένει στην προκλητική ρητορική της, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της δημιουργίας θαλάσσιων πάρκων.
Το αφήγημα της «γαλάζιας πατρίδας», το οποίο έχουν θέσει σε εφαρμογή οι Τούρκοι και το υποστηρίζουν με ζέση τόσο διπλωματικά και λεκτικά με δηλώσεις αξιωματούχων, όσο και στρατιωτικά με τις εκδόσεις παράνομων ΝΑΥΤΕΧ στο μέσον του Αιγαίου, με τη διεξαγωγή διακλαδικών ασκήσεων και με σενάρια κατάληψης νήσου, δεν αφήνει περιθώρια να δημιουργηθούν συνθήκες «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο. Όμως οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να μείνουν ανοικτοί και τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι προς όφελος της χώρας μας για τους γνωστούς λόγους.
Η Τουρκία είχε συγκεκριμένους λόγους, που αποφάσισε να σταματήσει – να μειώσει στο ελάχιστο τις παραβιάσεις του Εθνικού μας Εναέριου Χώρου και να επαναπροσεγγίσει την Ελλάδα. Επιθυμούσε να ανοίξει ο δρόμος για να προμηθευτεί τα F-16 Viber από τις ΗΠΑ, να εκσυγχρονίσει τα παλαιά, και να σταματήσει το εμπάργκο ανταλλακτικών για τα αμερικανικά οπλικά συστήματα που διαθέτουν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Η Ελλάδα με τον εκσυγχρονισμό των F-16 και την απόκτηση των Rafal, είχε πλέον τον απόλυτο έλεγχο στο Αιγαίο και η Τουρκία την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, έπαψε να προκαλεί στο Αιγαίο.
Επίσης οι Τούρκοι αφαίρεσαν το επιχείρημα του ελληνικού λόμπι στις ΗΠΑ και όσων επιχειρηματολογούσαν να μην δοθούν τα υπόψη αεροσκάφη στην Τουρκία, επειδή παραβίαζε τον Ελληνικό Εναέριο Χώρο και επιχειρούσε υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά. Η επανεργοποίηση των επαφών και των διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία τους τελευταίους μήνες έχει ήδη και μετρήσιμα θετικά αποτελέσματα όπως η χορήγηση ειδικής βίζας για Τούρκους πολίτες σε 10 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με θετικά αποτελέσματα στα οικονομικά των νησιών και με προβλήματα βέβαια στην ασφάλεια αυτών αν στην όλη διαδικασία χορήγησης της βίζας δεν τηρηθούν αυστηροί κανόνες. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Τούρκος πρόεδρος ζητάει από την Ε.Ε. άνευ όρων απελευθέρωση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί εκατομμύρια Τούρκοι να θελήσουν να μετακομίσουν μόνιμα σε χώρες της ΕΕ.
Αυτό ακριβώς φοβούνται στις Βρυξέλλες και για αυτό ουδέποτε θα προχωρήσουν σε απελευθέρωση της χορήγησης βίζας σε Τούρκους…
Βέβαια η Τουρκία δεν ξέχασε τις παλιές της συνήθειες και συνεχίζει να επιμένει στην προκλητική της ρητορική. Το γεωπολιτικό αφήγημα της Τουρκίας για αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και γκριζάρισμα συγκεκριμένων θαλάσσιων περιοχών, όχι μόνο δεν έχει κοπάσει αλλά εμπλουτίζεται συνεχώς. Το νέο «εργαλείο» που έρχεται να προστεθεί στην αναθεωρητική ατζέντα της Άγκυρας, είναι τα θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο.
Η χώρα μας κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδίασε χωροθέτηση θαλάσσιων πάρκων σεβόμενη το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως το Δίκαιο της θάλασσας και με σταθερό έρεισμα στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα και έντονα στον ελληνικό σχεδιασμό των θαλάσσιων πάρκων και ήδη έχει προειδοποιήσει την χώρα μας ότι δεν θα αποδεχθεί τετελεσμένα, ενώ το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών έχει με ανακοίνωσή του κάνει λόγο για τετελεσμένα «σε νησιά αδιευκρίνιστης κυριαρχίας ή που δεν έχει αποδοθεί η κυριαρχία τους με Διεθνείς Συνθήκες στην Ελλάδα», επαναφέροντας έτσι την θεωρία των «γκρίζων ζωνών».
Το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας είχε κάνει λόγο ακόμη και για ανάληψη δράσης προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην «Γαλάζια Πατρίδα».
Επί της ουσίας η Τουρκία θα επιχειρήσει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ελλάδας στη μονομερή χαρτογράφηση και «κατοχύρωση» των θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο.
Η Τουρκία προφανώς απειλώντας και εκβιάζοντας με τετελεσμένα ακόμη και σε περιοχές δυτικά των Δωδεκανήσων, θέλει είτε να ακυρώσει το ελληνικό σχέδιο, είτε να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει συνδιαχείριση του περιβαλλοντικού αυτού προγράμματος, το οποίο όμως αφορά περιοχές ελληνικής κυριαρχίας την οποία αμφισβητεί η Τουρκία.
Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία τέτοιου είδους όπως την εννοεί η τουρκική πλευρά, όσο υπάρχει αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και ελληνικής κυριαρχίας.
Μια νέα πρόκληση, μια νέα διεκδίκηση της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας ετέθη στο πακέτο των ήδη παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδος. Μια διεκδίκηση που δρα και αυτή υποστηρικτικά στον μείζονα στρατηγικό στόχο της Τουρκίας που είναι το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το επιχείρημα περί «ήρεμου κλίματος» είναι έωλο, όταν το τίμημα γι’ αυτό είναι να μπαίνουν στο τραπέζι της πολιτικής διαπραγμάτευσης όλες οι απαιτήσεις της Τουρκίας, σε θέματα ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό εκτιμώ ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο απώτερο μέλλον θα πηγαίνουν από διάλογο σε κρίση και από κρίση σε διάλογο.
• O Ταγίπ Eρντογάν ξαναχτύπησε κατά της Ορθοδοξίας αφού μετά την Αγιά Σοφιά εγκαινίασε τη λειτουργία ως τζαμιού και της ιστορικής Μονής της Χώρας. Πιστεύετε ότι είναι χλιαρές οι αντιδράσεις τόσο οι δικές μας, όσο και των Ευρωπαίων απέναντι σε τέτοιες προκλήσεις της Τουρκίας; Ποια πρέπει να είναι η στάση της Ευρώπης;
O Eρντογάν ολοκλήρωσε το κακούργημα κατά της Ορθοδοξίας αφού μετά την Αγιά Σοφιά εγκαινίασε τη λειτουργία ως τζαμιού και της Μονής της Χώρας. Πρόκειται για το μνημείο με τα πλέον περίτεχνα βυζαντινά ψηφιδωτά, που διασώζεται στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με την Αγία Σοφία και τη Μονή της Παμμακάριστου, η οποία επίσης λειτουργεί ως τζαμί. Αυτή η απόφαση των Τουρκικών Αρχών, συνιστά πρόκληση για τη διεθνή κοινότητα καθώς αλλοιώνει και προσβάλλει τον χαρακτήρα της ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO ανήκον στην ανθρωπότητα.
Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε μουσουλμανικό τέμενος είναι μέγιστη προσβολή της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και μάλιστα εγκαινιάζοντας το λίγο πριν από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα. Ήταν μια παράβαση των συμφωνηθέντων με την Διακήρυξη των Αθηνών. Ήταν μία κίνηση προσβλητική γιατί προσβάλλει ένα πολιτιστικό μνημείο, ένα μνημείο της Βυζαντινής κληρονομιάς ιδιαίτερης σημασίας για την Ορθοδοξία. Και καθίσταται υπόλογος στην Ιστορία, διότι χρησιμοποιεί ένα τέτοιο μνημείο για μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Μπορεί ο Ερντογάν να το αποφάσισε έχοντας κατά νου να καταδείξει τον ισλαμιστικό προσανατολισμό και ταυτότητα του ίδιου και του κόμματός του, εντός και εκτός Τουρκίας. Να καταδείξει τα αντανακλαστικά της ισλαμικής πολιτικής του, όμως το έπραξε επί ζημία του στοιχείου της παγκόσμιας κληρονομιάς και της ιστορικής μνήμης. Το ενδιαφέρον της Ελλάδος για τη Μονή είναι διεθνούς χαρακτήρα, δεν είναι διμερές ζήτημα και καλώς ο Έλληνας πρωθυπουργός έθεσε το θέμα στον Ερντογάν κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα.
Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, είχε αποφασισθεί από τον Ερντογάν από τις αρχές του 2020, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε άμεσα ως λατρευτικός χώρος, λόγω ανακαίνισης του ναού. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ουδεμία αντίδραση υπήρξε τόσο από ελληνικής πλευράς, όσο και της ευρωπαϊκής, αλλά και από την UNESCO. Η αντίδραση του πολιτισμένου κόσμου και γενικότερα της Δύσης και του Χριστιανικού κόσμου σε αυτή τη σοβαρότατη πρόκληση της Τουρκίας είναι πολύ χαλαρή μέχρι στιγμής και δείχνει έλλειψη ευαισθησιών, αντανακλαστικών και ηγεσίας στη Δύση και στους σχετικούς οργανισμούς. Η Μονή της Χώρας όπως και η Αγία Σοφιά ανήκουν σε όλο τον κόσμο. Η τύχη της δεν είναι απλά θέμα, όπως επιμένει αμυντικά ο Ερντογάν, της τουρκικής κυριαρχίας.
Η Ευρώπη με τα αρμόδια όργανά της όφειλε να ασκήσει ισχυρές πιέσεις προς την Τουρκία, για να μην μετατραπεί και η Μονή της Χώρας σε τζαμί, όπως και η Αγιά Σοφιά, χρησιμοποιώντας ακόμη και απειλές διακοπής της χρηματοδότησης με κοινοτικά κονδύλια. Δυστυχώς έχουν εκλείψει από χρόνια αυτές οι ευαισθησίες τόσο από την χώρα μας, όσο και από την Ευρώπη…
• Η επίσκεψη του Έντι Ράμα, χαρακτηρίστηκε ως πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Νομίζω ότι η επίσκεψη του Έντι Ράμα στην Αθήνα και η πραγματοποίηση “προεκλογικής φιέστας” στην Αθήνα για τις αλβανικές εκλογές που θα διεξαχθούν το 2025 και λίγες ημέρες πριν τις ευρωεκλογές στην χώρα μας και μάλιστα ανήμερα της συμπλήρωσης ενός έτους από τη σύλληψη του Φρέντη Μπελέρη, και την παραμονή της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στην Άγκυρα, αποτελεί προκλητική κίνηση με προφανείς συμβολισμούς και σαφή μηνύματα τόσο για την υπόθεση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας και τη συμπερίληψή του σε ευρωψηφοδέλτιο κόμματος, όσο και για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στο σύνολό τους.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός ήλθε στην Αθήνα για να πει στους Αλβανούς ότι αυτός είναι ο προστάτης τους έναντι της ελληνικής πολιτείας. Στους δε Αλβανούς που έχουν λάβει την ελληνική υπηκοότητα τους είπε ότι «δεν είστε υπηρέτης των Ελλήνων, είστε περήφανοι Αλβανοί και εγώ είμαι ο εγγυητής της υπερηφάνειας σας». Επίσης με δηλώσεις του αναμείχθηκε άμεσα και έμμεσα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας μας, λίγο πριν τις ευρωεκλογές, λέγοντας «είναι πολύ περίεργο να ακούω τις δηλώσεις της ελληνικής αντιπολίτευσης, ενώ μπορώ να κατανοήσω πλήρως την προοπτική που μεταφέρει ο Έλληνας πρωθυπουργός. Η έντονη αντίθεση στις απόψεις για το ίδιο θέμα ρίχνει φως στο γιατί κάποιοι είναι στην αντιπολίτευση ενώ σε άλλους ανατίθεται η διακυβέρνηση από τον λαό»… Αλγεινή εντύπωση ακόμη προκάλεσε το γεγονός ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός, δεν αντέδρασε όταν ακούστηκαν κατά την ομιλία του αποδοκιμασίες κατά του Έλληνα πρωθυπουργού ή συνθήματα υπέρ της Μεγάλης Αλβανίας.
Σε μια ακόμη πρόκληση σε βάρος της χώρας μας ο Αλβανός πρωθυπουργός σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Ιταλία δήλωσε: «Εσείς οι Αλβανοί της Ιταλίας δεν αλλάξατε τα ονόματά σας, υποχρεωτικά και ευρέως όπως συνέβη τραγικά σε εκατοντάδες και χιλιάδες αδελφούς και αδελφές μας στην Ελλάδα, για έναν μόνο και έγκυρο λόγο, τον οποίο όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά».
Είναι φανερό ότι η χώρα μας ταπεινώνεται και θίγεται η αξιοπρέπειά της από χώρες απείρως ασθενέστερες από κάθε άποψη, ταπεινώθηκε από τα Σκόπια, ταπεινώνεται και από την Αλβανία, με την επίσκεψη με το «έτσι θέλω» του Αλβανού πρωθυπουργού, μια επίσκεψη που η ελληνική κυβέρνηση την χαρακτήρισε «άκαιρη» και «αχρείαστη».
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΗΓΕΤΗ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟ. Δυστυχώς, αυτό στη χώρα μας δεν έγινε με την επίσκεψη και τις ενέργειες του Ράμα, τις οποίες θα έπρεπε οι αρμόδιοι να είχαν προβλέψει, εκτός και εάν η επίσκεψη έγινε κατόπιν συνεννόησης «αρμοδίων παραγόντων»…
Έπρεπε η Ελληνική Κυβέρνηση να έχει το σθένος και την πολιτική βούληση, να μην επιτρέψει στον Αλβανό πρωθυπουργό να κάνει πολιτική εντός της χώρας μας, να αναμειγνύεται στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας, λίγες ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, όπως έπραξαν οι Γερμανοί στον Ερντογάν το 2017, όπως έπραξαν οι Ολλανδοί, οι οποίοι απέλασαν Τούρκο υπουργό εν ενεργεία, για τον ίδιο λόγο. Δεν είναι θέμα Δημοκρατίας, είναι θέμα Εθνικού Συμφέροντος και Εθνικής Αξιοπρέπειας.
Ο Έντι Ράμα δηλώνει ότι σέβεται τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, αλλά οι μπουλντόζες στη Χειμάρρα κατεδαφίζουν ή καταπατούν ελληνικές περιουσίες με δική του εντολή ή με δική του εύγλωττη ανοχή. Δυστυχώς, επιχειρεί τη χειραγώγηση της ελληνικής μειονότητας πολιτικά, την καταπιέζει εθνικά και την εκφοβίζει κατά τρόπο που θυμίζει τα δύσκολα χρόνια του χοτζικού απολυταρχισμού.Επίσης, ο Αλβανός πρωθυπουργός δηλώνει σήμερα ότι είναι «περήφανος για τη στρατηγική σχέση της χώρας του με τον Ερντογάν» και δεν κρύβει ότι η χώρα του αποτελεί το μακρύ χέρι της Τουρκίας στα Βαλκάνια.
Για αυτό με την Αλβανία η χώρα μας οφείλει να πει πλέον κάποιες καθαρές και τολμηρές κουβέντες, όπως ότι δεν μπορεί να επιθυμεί την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτόχρονα να ερωτοτροπεί με την Τουρκία …Όσο της επιτρέπουμε τη διφορούμενη μέχρι και εχθρική της στάση απέναντι στη χώρα μας, χωρίς να της κρούουμε τον κίνδυνο να μείνει έξω από την Ευρώπη, τόσο θα συνεχίζει τις προκλήσεις έναντι της χώρας μας και κυρίως σε βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο μεγαλοϊδεατισμός της Αλβανίας, τέμνεται με τον αλυτρωτισμό των Σκοπιανών και σε συνδυασμό με την αγαστή συνεργασία Τιράνων-Σκοπίων και Άγκυρας, δημιουργεί ένα κύμα αναθεωρητισμού και μισελληνισμού στα βόρεια και ανατολικά σύνορά μας, τον οποίο θα «συναντήσουμε» πιο έντονα στα προσεχή έτη.
• Θα ήθελα το σχόλιό σας και για τη στάση της νέας ηγεσίας στη Βόρεια Μακεδονία; Πώς πρέπει να απαντήσει η χώρα μας, αλλά και η Ευρώπη;
Σήμερα δυστυχώς ως χώρα, θερίζουμε αυτά που σπείραμε πριν έξι περίπου χρόνια. Παραδώσαμε αμαχητί το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στους Σλάβους των Σκοπίων και τους επιτρέψαμε να οικειοποιούνται την ελληνική ιστορία μας, ενώ αυτοί έχουν αποποιηθεί τη σλαβική τους ιστορία και επαίρονται διεθνώς ότι αποτελούν χώρα με κατοίκους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Με τη συμφωνία αυτή, η προηγούμενη κυβέρνηση, φιλήκοος των ξένων και των στρατηγικών τους επιδιώξεων στα Βαλκάνια, ενέπλεξε τη χώρα σε μια ταπεινωτική κατάσταση, που δεν μπορεί, δυστυχώς, να βελτιωθεί, ούτε να εξυπηρετήσει, κατ’ ελάχιστον, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, γιατί διετήρησε ακέραιο τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η χονδροειδής πλαστογραφία του ιστορικού ονόματος της Μακεδονίας.
Με τις τελευταίες εκλογές στην γειτονική χώρα δημιουργήθηκε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον που θα κληθεί να διαχειριστεί η ελληνική κυβέρνηση, εν όψει της ευρωπαϊκής πορείας των Σκοπίων.
Η νεοεκλεγείσα ηγεσία τους αμφισβητεί την Συμφωνία των Πρεσπών και δεν αποδέχεται το συνταγματικό όνομα της χώρας τους ως «Βόρεια Μακεδονία».
Είναι γεγονός ότι τα Σκόπια σήμερα δεν τηρούν, δεν καταγγέλλουν, αλλά ούτε λένε τι θα πράξουν στο μέλλον με την Συμφωνία των Πρεσπών.
Η χώρα μας βέβαια δεν συγκρότησε τους προβλεπόμενους μηχανισμούς για τον έλεγχο τήρησης της Συμφωνίας, όπως προβλέπεται από την ίδια την Συμφωνία.
Η χώρα μας με την διαμορφωθείσα κατάσταση, διπλωματικά, αλλά κυρίως νομικά έχει δύο επιλογές ή να ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ή ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.
Αν πάμε σε ένα Διεθνές Δικαστήριο, η απάντηση θα είναι κόλαφος για την χώρα μας, διότι στοιχειώδης αρχή του Διεθνούς Δικαίου είναι ότι η υποχρέωσή σου είναι αυτοτελής. Η χώρα μας ανέλαβε με την υπογραφή της Συμφωνίας ορισμένες υποχρεώσεις, οι οποίες δεν εξαρτώνται οι υποχρεώσεις μας αυτές από την συμπεριφορά των άλλων. Εμείς οφείλουμε να τις τηρούμε και αυτό σήμερα μας υπενθυμίζουν οι σύμμαχοί μας και κυρίως οι Αμερικανοί.
Άρα θα πρέπει να ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ. Όταν καταγγέλλεις μια Συμφωνία παύει να υφίσταται, διότι από νομικής άποψης, μια Συμφωνία διμερής συνάπτεται με την ελεύθερη δικαιοπρακτική βούληση των δύο μερών. Το άρθρο 60 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 καθορίζει «Διμερής Συμφωνία την οποία ουσιωδώς ένα μέρος δεν τηρεί, επιτρέπεται στο άλλο μέρος, να επικαλεσθεί την μη τήρηση και να την καταγγείλει εν όλω η εν μέρει».
Άρα ως χώρα οφείλουμε να καταγγείλουμε την Συμφωνία, όχι για να είμαστε με το γράμμα του νόμου, διότι η Συμφωνία αυτή προβλέπει υποχρεώσεις για την Ελλάδα, όπως μέσα στα Παραρτήματα της Συμφωνίας τα οποία η χώρα μας δεν έχει κυρώσει, αλλά και μέσα στο κείμενο της Συμφωνίας, όπου καθορίζεται ότι «Δεν θα αντιταχθούμε στην είσοδο αυτής της χώρας ούτε στο ΝΑΤΟ, ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικά σε οποιονδήποτε Διεθνή Οργανισμό» και με πρωτόκολλο αναλαμβάνουμε ακόμη και την υποχρέωση να τους εκπαιδεύσουμε για να εισέλθουν σε αυτούς τους οργανισμούς .
Άρα η χώρα μας πρέπει να καταστήσει γνωστό, με αποφασιστικότητα και πειστικότητα, σε συμμάχους και φίλους ότι όσο τα Σκόπια με την συμπεριφορά τους και την πολιτική τους προωθούν μια πολιτική επιβλαβή για τα Εθνικά μας Συμφέροντα, δεν θα έχει ευρωπαϊκή προοπτική.
Γενικά τα Σκόπια με αυτή την πολιτική που ασκούν σήμερα, με αυτή την εκπαίδευση και με την πρόθεση να θέσουν θέμα «μακεδονικής μειονότητας», διότι αυτό θα είναι το επόμενο βήμα, δεν θα έχει ποτέ την ελληνική συγκατάθεση για σύνδεση η εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό οφείλουν να αντιληφθούν έγκαιρα οι Σκοπιανοί.
Δυστυχώς όμως η άγνοια ή η υποτίμηση της Ιστορίας χαρακτηρίζει και ορισμένους ΠΡΟΘΥΜΟΥΣ εδώ στη χώρα μας, που μιλούν στο όνομα των «προοδευτικών» ιδεών ή του διεθνισμού ή ακόμη και της σταθερότητας. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η Συμφωνία είναι καλή και ότι πρέπει να στηρίξουμε τα Σκόπια παρά τη μη εφαρμογή της Συμφωνίας. Οφείλουν όμως να γνωρίζουν ότι καμία συμφωνία δε μπορεί να επιβιώσει και πολύ περισσότερο να φέρει αποτελέσματα όταν προσβάλλει το εθνικό φιλότιμο ενός λαού και όταν διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια.