Με αποφάσεις που εξέδωσε χθες το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απορρίφθηκαν οι εφέσεις που ασκήθηκαν για την ακύρωση 8 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Ρόδου με τις οποίες έγιναν δεκτές ανακοπές κατά των εξώσεων που άσκησαν οι εμφανιζόμενοι ως «καταληψίες» δημοσίων ακινήτων, που έχουν ήδη παραχωρηθεί στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, προς χρήση, στην περιοχή της Καζέρμα Ρεγγίνα και συγκεκριμένα στο κτηριακό συγκρότημα «Υπατεία».
Το Ειρηνοδικείο Ρόδου έκρινε πως τμήματα από το συγκρότημα «Υπατεία» είχαν δοθεί περί τα τέλη της δεκαετίας του 1940 από τις τότε αρμόδιες αρχές στους πρόσφυγες προκειμένου να στεγαστούν αυτοί και οι οικογένειές τους.
Τα ακίνητα ήταν στάβλοι της παλιάς Σχολής Χωροφυλακής και προκειμένου να καταστούν λειτουργικά και κατοικήσιμα οι πρόσφυγες προέβησαν σταδιακά με δικά τους έξοδα στην επισκευή και συντήρηση καθώς και στην ηλεκτροδότησή τους.
Μάλιστα, μεταξύ των κατοικιών και των υπόλοιπων κτηρίων υπάρχει ανεγερμένος τοίχος από πολλών ετών που τα διαχωρίζει. Ακόμη προέκυψε σύμφωνα με την απόφαση ότι το Πανεπιστήμιο Αιγαίου γνώριζε ήδη περί αυτού τουλάχιστον από το 1986.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι καταληψίες είναι άτομα χαμηλής οικονομικής στάθμης, ενώ στα ακίνητα έχουν εγκατασταθεί επί δεκαετίες οικείοι τους.
Ελεγκτές της ΚΥΔ προχώρησαν συγκεκριμένα σε αυτοψία στον χώρο και διαπίστωσαν ότι 16 ημεδαποί, με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων κατοχής και κυριότητας, προέβησαν προ ετών, παρανόμως, στην αυθαίρετη κατάληψη τμήματος κατοικιών εκ του κτηριακού συγκροτήματος «Υπατεία» (κτίσμα που στέγαζε παλαιότερα τη Σχολή Χωροφυλακής και σήμερα είναι παραχωρημένο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου), ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου ευρισκόμενο στην πόλη της Ρόδου, με στοιχεία KM V 17 Οικοδομών Ρόδου με ΒΚ 144 Ρόδου.
Όπως τονίζεται στις ανακοπές, οι χώροι στους οποίους αναφέρονται τα προσβαλλόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής είναι οι οικίες τους από το έτος 1945 που παραχωρήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο στους παππούδες και στις γιαγιάδες τους, όταν έφτασαν στο νησί το 1945 ως πρόσφυγες από τη Λέρο μετά τον βομβαρδισμό του νησιού.
Οι χώροι αυτοί δεν ήταν ποτέ κοινόχρηστοι και οι πρόγονοί τους τους δώρισαν ατύπως.
Η εκ μέρους τους χρήση των κατοικιών που τυπικά ανήκουν στο Δημόσιο δεν υπήρξε αυθαίρετη και παράνομη, αλλά κατόπιν παραχώρησης από το Ελληνικό Δημόσιο το 1945.
Οι προκάτοχοί τους έχουν ηλεκτροδοτήσει τα ακίνητα, τα έχουν διαμορφώσει και τα φροντίζουν έκτοτε ως δικά τους.
Το γεγονός αυτό το συνομολογεί και το αντίδικο Δημόσιο ενώ μέχρι τώρα ουδέποτε οχλήθηκαν από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, ούτε και υπήρξε επί 73 έτη αμφισβήτηση της κυριότητας νομής και κατοχής τους.
Τονίζουν παραπέρα, ότι τα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής είναι αόριστα και δεν περιλαμβάνουν την περιγραφή των κτημάτων ή της έκτασης από την οποία διατάσσεται η αποβολή, οροθεσία, έκταση, αξία του καταληφθέντος, κλπ.
Δεν περιλαμβάνουν ακόμη τη σημερινή κατάσταση των ακινήτων εάν δηλαδή είναι ενιαίοι χώροι, εάν έχουν κατασκευαστεί άλλοι χώροι, μπάνια κ.λπ., αν έχουν πραγματοποιηθεί επωφελείς δαπάνες εκ μέρους τους και ποιο ήταν το εικαζόμενο ύψος των δαπανών αυτών.
Μάλιστα η μη ακριβής αναγραφή των φερόμενων ως καταληφθέντων χώρων, έχει ως συνέπεια να μην προσδιορίζεται αν σε αυτούς περιλαμβάνεται και κοινόχρηστος χώρος.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Άκης Δημητριάδης.