Ρεπορτάζ

Εξετάζονται οι εφέσεις στην αστική αντιδικία για το σκάνδαλο της κινητής μονάδας της Συνεταιριστικής Τράπεζας στην Κάσο

Για την 11η Οκτωβρίου 2024 έχει προσδιοριστεί μετά από αναβολές η εξέταση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου των εφέσεων που ασκήθηκαν για την ακύρωση της υπ΄αριθμ. 28/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία δικαιώθηκαν μερικώς οι θέσεις τής υπό εκκαθάριση πλέον Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για την πολύκροτη υπόθεση του σκανδάλου που εκτυλίχθηκε στην κινητή μονάδα της Κάσου.
Όπως απεκάλυψε η “δημοκρατική”, με την υπ’ αρίθμ. 1558/2018 απόφαση του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 162/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις που είχαν ασκηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετάσει κατ’ αντιµωλία τις αντίθετες αγωγές των δύο αντίδικων µερών και µε την απόφαση, που εξέδωσε, ετάχθη υπέρ των θέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας διατάσσοντας, 4μελή οικογένεια να της καταβάλει το ποσό των 317.489,02 ευρώ ως αποζηµίωση για τη βλάβη που προκλήθηκε στην τράπεζα.
Τα µέλη της οικογένειας εξέθεσαν ότι στο κινητό συνεργείο της τράπεζας στην Kάσο διατηρούσαν πέντε τραπεζικούς λογαριασµούς συνολικού ύψους 380.000 ευρώ.
Ότι στις 16.03.2006, όταν χορήγησαν έγγραφη εντολή για ανάληψη µετρητών από τους ως άνω λογαριασµούς τους στον ταµία, ο τελευταίος οµολόγησε σ’ αυτούς ότι είχε αφαιρέσει, χωρίς εντολή, το ποσό των 270.000 ευρώ και ότι τους υποσχέθηκε να το επιστρέψει εντός τεσσάρων ηµερών, υπογράφοντας µάλιστα προς τούτο και υπεύθυνη δήλωση µε θεωρηµένο το γνήσιο της υπογραφής του.
Εξέθεσαν ακόµη ότι είχαν οµόλογα της τράπεζας συνολικού ύψους 600.000 ευρώ, τα οποία όµως έπαψαν να ανανεώνονται από τον Iούλιο του έτους 2004 και ότι αυτά τελικά ρευστοποιήθηκαν παρανόµως και χωρίς σχετική εντολή τους από τον ταµία.
Κατήγγειλαν επιπλέον ότι η τράπεζα δεν τους επιστρέφει 16 επιταγές που εκδόθηκαν σε διαταγή τους από τρίτους για την αγορά µε προσύµφωνο 2 ακινήτων σε Κάρπαθο και Κάσο.
Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τράπεζα, ενώ στην αρχή τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα τους εξασφάλιζε µετά από έλεγχο που διενήργησε µε υπαλλήλους της και χωρίς την παρουσία επόπτη της Τράπεζας της Ελλάδος στην θυρίδα της Κάσου, έλεγχο τον οποίον αµφισβητεί για την ορθότητα και την αξιοπιστία του, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι τους όφειλε χρήµατα, αρνήθηκε να τους επιστρέψει τις επιταγές και τους είπε ότι είχαν αναλάβει τα οµόλογα, αν και αυτοί τα είχαν στα χέρια τους.
Με την αγωγή τους αξίωσαν αποζηµίωση συνολικού ύψους 1.124.500 ευρώ για ουσιαστικές βλάβες και 400.000 ευρώ για ηθικές βλάβες που, όπως υποστηρίζουν, υπέστησαν από την τράπεζα και τον υπάλληλό της.
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι ο πρώην υπάλληλός της ανελάµβανε διάφορα ποσά από τους λογαριασµούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ.
Καταγγέλλει ακόµη ότι χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών εξωτραπεζιτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους, εν αγνοία της τράπεζας και χωρίς παραστατικά της, ενεργώντας παράνοµες αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασµούς.
Υποστηρίζει ακόµη ότι διοχέτευσε το συνολικό ποσό των 317.489,02 ευρώ από τα χρήµατα που είχε υπεξαιρέσει στην οικογένεια. Η τράπεζα ισχυρίζεται ακόµη ότι µεταξύ του πρώην υπαλλήλου και των µελών της οικογένειας υπήρχε τέτοια στενή και ανεξήγητη σχέση, ώστε να εκτελεί τις παράνοµες εντολές τους κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της. Υποστηρίζει επιπλέον ότι η οικογένεια ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει καταθέσει σηµαντικά ποσά στην τράπεζα.
Την 23η Σεπτεμβρίου 2024 το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε σε δεύτερο βαθμό ένοχο τον καταζητούμενο ταμία, και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 7 ετών μειώνοντας την πρωτόδικη ποινή του κατά ένα έτος.
Το ίδιο δικαστήριο απέρριψε ως ανυποστήρικτες τις εφέσεις που άσκησαν οι δύο συγκατηγορούμενοί του, που δεν εμφανίστηκαν οι ίδιοι ή δια συνηγόρου στην δίκη.
Ειδικότερα ο δεύτερος κατηγορούμενος που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 9 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα φέρεται κατά το χρονικό διάστημα από την 11-3-2002 έως την 14-3-2006, με πειθώ και φορτικότητα να έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο αρχικά χρησιμοποιώντας παραινέσεις και στη συνέχεια απειλές ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του θα χρησιμοποιήσει τη θέση του ως σημαντικού καταθέτη και πελάτη της τράπεζας ώστε να προκαλέσει την απόλυσή του καθώς και με απειλές κατά της ασφάλειας συγγενικών του προσώπων να ιδιοποιηθεί παρανόμως χρηματικά ποσά.
Στη συνέχεια φέρεται να τον έπεισε να διοχετεύσει τα ποσά αυτά που είχε παρανόμως ιδιοποιηθεί σε 8 λογαριασμούς και να τον κατέπεισε να ιδιοποιηθεί το χρηματικό ποσό των 365.469,02 ευρώ.
Επιπλέον, του αποδίδεται ότι ενεργώντας από κοινού με τη σύζυγό του, που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, την 4η Απριλίου 2006 να κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 3 Απριλίου 2006 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά της τράπεζας με την οποία ζητούσαν να διαταχθεί να τους καταβάλει το ποσό των 200.000 €, πλέον τόκων και εξόδων, βάσει του από 17-6-2004 ομολόγου, παριστάνοντας ψευδώς στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ότι η τράπεζα δεν τους είχε αποδώσει και αρνείτο να τους αποδώσει το ανωτέρω ποσό και αποκρύπτοντας από τον Δικαστή ότι στην πραγματικότητα το ποσό αυτό είχε ήδη αποδοθεί από την τράπεζα σε εκείνους την 30-9-2004 με καταβολή του ποσού των 200.000 € σε τραπεζικό τους λογαριασμό, από τον οποίο στη συνέχεια ο πρώτος ανέλαβε αυτό με διαδοχικές μερικές αναλήψεις κατά το χρονικό διάστημα από την 30-9-2004 έως την 3-5-2005.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου