Με εύλογο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια διπλωματική σκηνή, αλλά χωρίς τον κίνδυνο ενδεχόμενων μεγάλων «ανατροπών» στις διμερείς σχέσεις ή στο τρίγωνο Αθηνών – Αγκυρας – Ουάσιγκτον, αναμένει η κυβέρνηση την έκβαση της επικείμενης μάχης μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις για την προεδρία των ΗΠΑ.
Κατά την προηγούμενη τετραετία, όπως είναι αυτονόητο, και ορθώς για τα ελληνικά συμφέροντα, οικοδομήθηκαν πολυεπίπεδοι δεσμοί με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, εξέλιξη που δεν αποκλείεται να έχει καταγραφεί «αρνητικά» από τους Ρεπουμπλικανούς και το στρατόπεδο Τραμπ. Ομως η Αθήνα αισθάνεται «ασφαλής», ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος της αναμέτρησης της Τρίτης στις ΗΠΑ, για τέσσερις λόγους:
Πρώτον, έχουν, όπως λέγεται, δημιουργηθεί ήδη ισχυροί δίαυλοι επικοινωνίας με πρόσωπα-κλειδιά στα στενά επιτελεία και των δύο «μονομάχων». Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία γνωρίζει άριστα, λόγω της θητείας της στην πρεσβεία μας στις ΗΠΑ, την ανθρωπογεωγραφία της Ουάσιγκτον.
Δεύτερον, η Ελλάδα διαθέτει το ισχυρό χαρτί ότι από την 1η Ιανουαρίου και για τα επόμενα δύο χρόνια αναλαμβάνει θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η παρουσία της θα είναι σημαντική εκ των πραγμάτων για τις ΗΠΑ, καθώς δεν ανακύπτει σε «ουδέτερο» χρόνο, αλλά σε μια περίοδο κατά την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη πολεμικές επιχειρήσεις τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή.
Τρίτον, η σημασία της βάσης της Σούδας, αλλά και της Αλεξανδρούπολης ως στρατηγικού κόμβου, εκτιμάται πως δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υποβαθμιστεί για την Ουάσιγκτον είτε επικρατήσει ο Ντόναλντ Τραμπ είτε η Κάμαλα Χάρις.
Τέταρτον, στο μέτωπο των εξοπλιστικών δεν υφίστανται σοβαρές εκκρεμότητες, μια και η προμήθεια των F-35 από την Ελλάδα έχει δρομολογηθεί.
Μόνη «επιφύλαξη», ως εκ τούτου, για την Αθήνα συνιστά, στην περίπτωση κατά την οποία οι Δημοκρατικοί ηττηθούν στη μεθαυριανή αναμέτρηση, ο «αντίκτυπος» που θα έχει στο σκηνικό στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις η πολύ καλή προσωπική χημεία που δεδομένα έχουν αποκτήσει ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ταγίπ Ερντογάν. Από την Αθήνα αναγνωρίζεται πως στην περίπτωση της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, είναι πιθανόν να υπάρξουν εξελίξεις σε θετική για την Αγκυρα κατεύθυνση αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών F-16, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί η επιστροφή της στο πρόγραμμα προμήθειας των F-35. Ακόμη και με την επικράτηση του Τραμπ, πάντως, ο κοινός βηματισμός ΗΠΑ – Τουρκίας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος, καθώς για την Ουάσιγκτον συνιστά μεγάλη περιπλοκή η στάση που τηρεί ο Ερντογάν έναντι του Ισραήλ.
Σενάρια νέου δικομματισμού
Ισχυρό θεωρείται πλέον, όχι μόνο από τη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το ενδεχόμενο το ΠΑΣΟΚ να σταθεροποιηθεί σε ποσοστά στην περιοχή του 20%, με ανοδική τάση, και η χώρα να επιστρέψει στον αστερισμό του δικομματισμού μετά το διάλειμμα των μηνών που ακολούθησαν τις εθνικές εκλογές του 2023. Βεβαίως, ορισμένοι θεωρούν την εκτίμηση πρόωρη: υπενθυμίζουν πως το ΠΑΣΟΚ είχε καταγράψει δημοσκοπική άνοδο και το 2021, μετά την πρώτη εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία, αλλά στη συνέχεια τα ποσοστά του υποχώρησαν. Τώρα όμως τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Οπως επισημαίνεται, με τη στροφή των πολιτών προς τα δεξιά, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, την τελευταία διετία καταγράφονται αθροιστικά στην περιοχή του 27%-30%. Αλλά η πλήρης απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων μηνών –είτε παραμείνει ενιαίος είτε, το πιθανότερο, οδηγηθεί σε διάσπαση– δύσκολα θα οδηγήσει τις όποιες «εκφράσεις» του σε ποσοστά άνω του 10%. Ως εκ τούτου, το σχεδόν 20% που δίνουν τώρα στο ΠΑΣΟΚ (19,2% στην εκτίμηση ψήφου σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Marc για τον AΝΤ1) οι δημοσκοπήσεις πιθανότατα θα αποτελεί εφεξής «κεκτημένο» και ενδεχομένως αφετηρία περαιτέρω ανόδου για τη Χαριλάου Τρικούπη. Ωστόσο, παρότι η επιστροφή του δικομματισμού είναι, όπως προαναφέρθηκε, ορατή στον ορίζοντα, ερώτημα αποτελεί η μορφή που αυτός θα προσλάβει. Κατά πόσον, δηλαδή, θα είναι ισχυρός, με τον νικητή να περνάει τον πήχυ της αυτοδυναμίας με τον υφιστάμενο ή έναν νέο, ευνοϊκότερο για το εκάστοτε πρώτο κόμμα, εκλογικό νόμο, όπως συνέβη τον Ιούνιο του 2019, όταν η Ν.Δ. επικράτησε με 39,8%, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε 31,9%. Ή εάν θα είναι ασθενής όπως τον Ιούνιο του 2012, όταν η Ν.Δ. ήταν πρώτο κόμμα, αλλά με μόλις 29,6%, και ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερος με 26,8%. Είναι προφανές πως στη δεύτερη περίπτωση, του ασθενούς δικομματισμού, η χώρα θα εισέλθει και πάλι σε περίοδο κυβερνήσεων συνεργασίας, όπως από το 2012 έως το 2019.
Η πράσινη νηνεμία και το κρας τεστ
Σε «ήρεμα νερά» διαρκείας και απουσία εσωκομματικών εντάσεων οδεύει το ΠΑΣΟΚ στον απόηχο της άνετης επανεκλογής Ανδρουλάκη στην ηγεσία. Παρότι οι προσωπικές φιλοδοξίες –και στρατηγικές– δεν απουσιάζουν από τη Χαριλάου Τρικούπη, όπως και από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, είναι δεδομένο πως άπαντες το επόμενο διάστημα θα τηρήσουν στάση αναμονής. Η ανανέωση της εντολής στον Ν. Ανδρουλάκη είναι νωπή και τυχόν διαφοροποιήσεις στελεχών θα ήταν εύκολο γίνουν αντιληπτές ως προσπάθειες υπονόμευσης, ενώ εάν εκδηλωθούν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο σε απόλυτη θέση ισχύος. Επίσης, το ΠΑΣΟΚ κινείται ανοδικά σε όλες τις δημοσκοπήσεις, εξέλιξη αποτρεπτική για την όποια κριτική. Τέλος, όσοι στο παρασκήνιο διατηρούν ηγετικές φιλοδοξίες παρά τη νωπή επανεκλογή του προέδρου του κόμματος, αντιλαμβάνονται ότι στο υφιστάμενο σκηνικό τυχόν «υποχώρηση» του Ν. Ανδρουλάκη θα είχε ως ωφελημένο αποκλειστικά τον Π. Γερουλάνο, ο οποίος παρότι στις εσωκομματικές εκλογές δεν πέρασε στον β΄ γύρο, σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης καταγράφηκε ως ο «Νο 2» του κόμματος. Ως εκ τούτου, μόνο κρας τεστ για τη Χαριλάου Τρικούπη είναι να κινηθεί συντεταγμένα εάν και όταν η Ν.Δ. προωθήσει πρωτοβουλίες που μπορεί να αναβιώσουν τον διαχρονικό «διχασμό» μεταξύ παραδοσιακού και μεταρρυθμιστικού ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι, εξάλλου, πολύ μακρινές οι αναταράξεις που προκλήθηκαν στη Χαριλάου Τρικούπη από θέματα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Πηγή: kathimerini.gr