Μία καλή χρονιά αναμένεται να αποτελέσει το 2024 για τον τουρισμό, με τα μέχρι τώρα δεδομένα να μαρτυρούν ότι το τρέχον έτος ο κλάδος θα επιτύχει νέα ρεκόρ, τουλάχιστον από άποψη αφίξεων. Την ίδια στιγμή βέβαια, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ενδέχεται να κινηθούν στα ίδια με τα περσινά επίπεδα, εξαιτίας κυρίως της μέσης δαπάνης που φάνηκε να ολισθαίνει καθόλη τη διάρκεια του έτους, κινούμενη χαμηλότερα από την χρονιά σταθμό του 2023 και, ανά περιπτώσεις, χαμηλότερα κι από την προπανδημική χρονιά του 2019.
Χρονιά με μεικτά πρόσημα
Το γεγονός ότι δεν μιλάμε, σε καμία περίπτωση, για μια απογοητευτική χρονιά υπογραμμίζουν περίτρανα οι αφίξεις ξένων τουριστών στην χώρα. Όπως προκύπτει από την συγκριτική θεώρηση των μηνιαίων ταξιδιωτικών αφίξεων του 2019, του 2023 αλλά και του 2024, η οποία παρουσιάζεται στο παρακάτω γράφημα, από τον Ιανουάριο έως και τον Αύγουστο (σ.σ. μέχρι τότε υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία από την ΤτΕ) οι φετινές αφίξεις κινήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι η ανοδική αυτή πορεία παρατηρήθηκε ακόμα και τους πρώτους μήνες του έτους, οι οποίοι παραδοσιακά εμφανίζουν ασθενέστερες επιδόσεις, οδηγώντας παράγοντες του κλάδου να κάνουν λόγο για μερική επέκταση της σεζόν.Παρότι μάλιστα δεν έχουν προς ώρας δημοσιευτεί τα στοιχεία της ΤτΕ για τους επόμενους μήνες (Σεπτέμβριο – Οκτώβριο) τα στοιχεία από τις πτήσεις μαρτυρούν ότι το θετικό πρόσημο στις αφίξεις θα συνεχιστεί. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κάθε μήνα, από την αρχή της χρονιάς μέχρι και τον Οκτώβριο, το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας υποδέχεται αισθητά περισσότερους επιβάτες σε σχέση με την χρυσή χρονιά του 2023. Γεγονός που αποτυπώνεται στο παρακάτω γράφημα.
Τα μελανά σημεία
Σε επίπεδο ταξιδιωτικών εισπράξεων βέβαια, η εικόνα δεν είναι το ίδιο ενθαρρυντική και αυτό γιατί τους δύο πιο δυνατούς μήνες της χρονιάς (Ιούλιο και Αύγουστο) τα έσοδα φάνηκαν να αποκλίνουν από τις περσινές υψηλές επιδόσεις. Ακόμα και έτσι όμως και με την ελπίδα ότι η πορεία των μηνών που ακολουθούν θα είναι αντίστοιχη του 2023, το πρόσημο στο τέλος του έτους αναμένεται ουδέτερο, αν όχι ελαφρώς θετικό. Απόρροια των πρώτων μηνών της χρονιάς όπου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κινήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα.
Τροχοπέδη στη ισοσκελισμένη αύξηση εσόδων και αφίξεων αποτελεί η μέση δαπάνη των τουριστών, η οποία λόγω και των ευρύτερων πιέσεων στη διεθνή οικονομία, φέτος παρατηρείται χαμηλότερη. Με μια συγκριτική θεώρηση παρατηρεί κανείς ότι την πλειονότητα των μηνών του 2024 η μέση δαπάνη κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα όχι μόνο από το 2023 αλλά και από την προ πανδημική χρονιά του 2019. Συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2024 η μέση δαπάνη έφθανε τα 401 € έναντι 420 € και 414 € το 2023 και το 2019 αντίστοιχα. Τον Μάρτιο κινήθηκε σχεδόν στα ίδια επίπεδα με τον αντίστοιχο μήνα των προαναφερθέντων ετών, ενώ Απρίλιο, Μάιο και Ιούλιο ήταν αισθητά περιορισμένη. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιούνιος και ο Αύγουστος όπου η μέση δαπάνη ήταν υψηλότερη από τον αντίστοιχο μήνα του 2019, παρέμεινε όμως χαμηλότερη από τους ίδιους μήνες του 2023.
Οι εκτιμήσεις των φορέων
Το γεγονός ότι το 2014 θα αποτελέσει μια ακόμα καλή χρονιά έχουν επισημάνει και παράγοντες του κλάδου, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν μπορεί ο κλάδος κάθε χρόνο να ξεπερνά τον εαυτό του και πως το στοίχημα θα πρέπει να μεταφερθεί στο να διατηρηθεί η υπάρχουσα δυναμική και τα επόμενα χρόνια μέσα από ένα μοντέλο value for money. «Εφέτος πάμε καλύτερα με άνοδο κατά 11% σε αφίξεις και μικρότερη άνοδο στα έσοδα», δήλωνε προσφάτως ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης από το βήμα του συνεδρίου Reimagine Tourism. Προσέθεσε όμως ότι αυτό που ζούσαμε και θεωρούσαμε αυτονόητο μετά την πανδημία, ότι κάθε έτος θα είναι και καλύτερο, δεν είναι δεδομένο. «Το 2024 θα είναι νέο έτος-ορόσημο για τον τουρισμό, με αύξηση σε αφίξεις και έσοδα, αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο για τη συνέχεια» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Πρόεδρος της ΠΟΞ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων), Γιάννης Χατζής σε πρόσφατες δηλώσεις του από την Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι το 2024 επικράτησαν μεικτά πρόσημα στον τουρισμό. Επισήμανε ωστόσο ενώ τα έσοδα δείχνουν μια κάποια αύξηση, δεν έχουν ξεπεράσει ακόμη σε πραγματικούς όρους, δηλαδή αποπληθωρισμένα τα επίπεδα του 2019.
Πηγή: insider,gr