Στους δείκτες με τις «θλιβερές» πρωτιές, η Ελλάδα κατέκτησε ακόμα μία – την πρωτιά στην υποκειμενική φτώχεια. Στη χώρα μας το 67% των νοικοκυριών απαντάει ότι τα βγάζει πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία – απάντηση που το κατατάσσει στην κατηγορία των «υποκειμενικά φτωχών». Πρόκειται για ποσοστό υπετριπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ (18,4%) και διπλάσιο από ό,τι στην φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Βουλγαρία (33%).
Εκτός από την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα έχουμε άλλη μια πρωτοτυπία: Τα ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας είναι υπερδιπλάσια από τον πληθυσμό που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή και κοινωνικού αποκλεισμού, που ανήλθε το 2023 σε 26,1%. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας δεν αποκλίνει σημαντικά από τον κίνδυνο φτώχειας. Ίσα ίσα που τα νοικοκυριά που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα είναι ελαφρώς λιγότερα από όσα βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας ή αντιμετωπίζουν υλικές και κοινωνικές στερήσεις (21,4%).
Νιώθουμε ή είμαστε φτωχοί;
Σε τι οφείλεται η χαώδης διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική φτώχεια και το στατιστικό της «κατώφλι»; Μήπως υποφέρουμε ως έθνος από «ισοπεδωτικό μηδενισμό» όπως κατηγορεί η κυβέρνηση τους επικριτές της και δεν εκτιμάμε τα αναπτυξιακά βήματα προόδου; Ή μήπως η ανάπτυξη δεν είναι ισομερώς μοιρασμένη και δεν αρκεί για να βγάλει από την φτώχεια, υποκειμενική και αντικειμενική, πλατιά στρώματα του πληθυσμού;
Ρωτήσαμε την Αργυρώ Μπαμπούλα, εκπρόσωπο του Πανελλαδικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, να μας αναλύσει τα ποιοτικά στοιχεία που κρύβονται πίσω από τις στατιστικές. Το Δίκτυο υποβάλλει κάθε χρόνο επιστημονικές εκθέσεις για τους ανθρώπους που βιώνουν φτώχεια στην Ελλάδα, με στοιχεία που συγκεντρώνει από 33 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
«Η υποκειμενική φτώχεια είναι ένα σχετικά καινούργιο θέμα. Οι στατιστικές υπηρεσίες το μελετάνε πάνω από μια δεκαετία και συγκεντρώνουν στοιχεία με ερωτήσεις για το πώς αντιλαμβάνεται το κάθε νοικοκυριό την οικονομική του θέση. Όμως μόλις πρόσφατα άρχισαν να δίνουν στη δημοσιότητα εκθέσεις για την υποκειμενική φτώχεια», δηλώνει η κ. Μπαμπούλα
Κινούμενη άμμος
Μια πιθανή ερμηνεία για τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα υποκειμενικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι ο υψηλός βαθμός οικονομικής αλλά και πολιτικής αβεβαιότητας, μας λέει η εκπρόσωπος επικοινωνίας του Δικτύου.
«Ζούμε σε ένα περιβάλλον ασταθές με κάθε έννοια. Ακόμα και το φορολογικό σύστημα αλλάζει σχεδόν κάθε χρόνο – το είδαμε και πέρυσι με τις αλλαγές στο σύστημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν είναι διόλου εύκολο για ένα νοικοκυριό να υπολογίσει τον προϋπολογισμό του, με βάση τις ανάγκες των μελών»,
«Δεν σκέφτομαι για αύριο, να έχουμε σήμερα να φάμε κατάλαβες; Το αύριο το αφήνω…» – Μαρτυρία στο Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας
Η διαπίστωση του Δικτύου ταυτίζεται με τις έρευνες του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Τα ελληνικά νοικοκυριά εκτός του ότι είναι τα πλέον απαισιόδοξα της Ευρώπης, ζουν σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας. Τα ποσοστά των καταναλωτών που αδυνατούν να προβλέψουν την οικονομική τους κατάσταση στο εγγύς μέλλον κινούνται μεταξύ 66%-68% τους τελευταίους μήνες. Εξίσου υψηλά είναι τα ποσοστά όσων «μόλις τα βγάζουν πέρα» (66%) και ταυτίζονται σχεδόν με τον δείκτη υποκειμενικής φτώχειας.
Πηγή: in.gr