Αυξήσεις κατώτατου μισθού της τάξης του 2,5% με 3% περίπου προκύπτουν με βάση τη νέα φόρμουλα του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας που θα εφαρμοστεί μετά το 2028, σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών. Οι εκτιμήσεις βασίζονται στα ιστορικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας για την παραγωγικότητα. Αν αυτή επιταχυνθεί σημαντικά, θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερο αποτέλεσμα.
Οι ίδιοι υπολογίζουν, εξάλλου, ότι αν είχε εφαρμοστεί ο μαθηματικός τύπος που προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας από το 2019, οι αυξήσεις που θα είχαν δοθεί δεν θα διέφεραν σωρευτικά από αυτές που δόθηκαν στην πράξη.
Το νομοσχέδιο προκάλεσε πολλές συζητήσεις σχετικά με το αν είναι σωστό ή όχι να αποφασίζονται με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με έναν μαθηματικό τύπο, οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών στο μέλλον. Πριν από αυτό το ερώτημα, όμως, έχει ενδιαφέρον να απαντηθεί σε ποιες αυξήσεις καταλήγει ο μαθηματικός τύπος που επέλεξε η κυβέρνηση. Με βάση αυτόν, η αύξηση θα είναι ίση με τον πληθωρισμό των νοικοκυριών που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής, συν το ήμισυ της μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών.
Η κεντρική ιδέα είναι ότι με αυτόν τον τρόπο οι αυξήσεις θα καλύπτουν τον πληθωρισμό, και μάλιστα αυτόν που αφορά τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού, ο οποίος είναι κατά κανόνα υψηλότερος, και επιπλέον θα μοιράζουν ένα «μέρισμα» από την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας. Αυτή αποτυπώνεται στη μεταβολή της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών.
Σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου για τον κατώτατο μισθό
Τι προκύπτει λοιπόν από την εφαρμογή του μαθηματικού τύπου; Ακόμη δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, γιατί δεν έχει καταρτισθεί από την ΕΛΣΤΑΤ ο σχετικός δείκτης τιμών καταναλωτή για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής, ενώ ο δείκτης μισθών της ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να τροποποιηθεί, επίσης. Ωστόσο, κάποιοι κατά προσέγγιση υπολογισμοί μπορούν να γίνουν. Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας (επικεφαλής οικονομολόγος Νίκος Μαγγίνας) επιχείρησε έναν τέτοιο απλοποιημένο υπολογισμό, χρησιμοποιώντας τον δείκτη μισθών της ΕΛΣΤΑΤ και τον απλό πληθωρισμό (όχι των φτωχών), και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σωρευτική αύξηση μισθών από το 2019 θα έπρεπε να είναι 27%. Τόση περίπου ήταν και στην πράξη, με το υφιστάμενο σύστημα, με βάση το οποίο αποφασίζει ουσιαστικά η κυβέρνηση, κατόπιν εισηγήσεων των φορέων. Μάλιστα, οι υπολογισμοί της τράπεζας αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός των φτωχών (με βάση ένα χαλαρό όριο, για εισοδήματα κάτω των 1.000 ευρώ τον μήνα) ήταν υψηλότερος κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες μόνο το 2022, με την ενεργειακή κρίση, ενώ τα υπόλοιπα χρόνια η διαφορά με τον απλό πληθωρισμό ήταν της τάξης του 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση των οικονομολόγων της Εθνικής, αν εφαρμοζόταν ο συγκεκριμένος τύπος στο παρελθόν (με τον απλό πληθωρισμό και τον υφιστάμενο δείκτη μισθών της ΕΛΣΤΑΤ) θα οδηγούσε σε αυξήσεις 1,6% το 2019 και το 2020, 0,1% το 2021, 6,1% το 2022, 10,9% το 2023 και 6,5% το 2024.
Για το μέλλον, και συγκεκριμένα από το 2028, οι αναλυτές αναφέρουν ότι εφόσον ο πληθωρισμός υποχωρήσει κοντά στον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 2% και η παραγωγικότητα κινηθεί στον ιστορικό της μέσο όρο, περίπου 1,5%, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι περίπου 2,5%-3%. Αν η παραγωγικότητα αυξηθεί, όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση, θα είναι λίγο υψηλότερη.
Αν ο μαθηματικός τύπος είχε εφαρμοστεί από το 2019, οι αυξήσεις που θα είχαν δοθεί δεν θα διέφεραν σωρευτικά από αυτές που δόθηκαν.
Αυτά θα συμβούν αφού φθάσει ο κατώτατος μισθός στα 950 ευρώ το 2027, όπως είναι ο στόχος της κυβέρνησης, από 830 ευρώ σήμερα.
Οι διαφωνίες
Πέρα από τους αριθμούς υπάρχει βεβαίως και η πολιτική. Στην κυβέρνηση υποστηρίζουν πως το σύστημα που προτείνουν είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων, χωρίς να θίγεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και εξασφαλίζει προβλεψιμότητα. Αλλά στην αντιπολίτευση υπάρχουν απόψεις υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως βασικού εργαλείου.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ η υπεύθυνη πολιτικού σχεδιασμού του ΠΑΣΟΚ Αννα Διαμαντοπούλου υποστήριξε ότι ο αλγόριθμος μπορεί να είναι ένα εργαλείο για διαμόρφωση σεναρίων, όμως οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις. «Πουθενά ο μισθός δεν καθορίζεται μόνο από έναν αλγόριθμο», είπε.
Η ευρωπαϊκή οδηγία, στην οποία βασίζεται άλλωστε και το νομοσχέδιο, ορίζει ότι το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων πρέπει να φθάσει τουλάχιστον στο 80%, και αν είναι πιο χαμηλό να καταρτισθούν σχέδια δράσης για την αύξησή του. Στην Ελλάδα, λέει η κ. Διαμαντοπούλου, η κάλυψη βρίσκεται στο 16%.
Σε σχέση με την παραγωγικότητα τονίζει ότι είναι πολύ χαμηλή στην Ελλάδα. Επικαλείται μάλιστα, μιλώντας στην «Κ», το στοιχείο από το βιβλίο των Μάνου Ματσαγγάνη και Αντον Χέμερικ (Who’s afraid of the welfare state now?), σύμφωνα με το οποίο η παραγωγικότητα είναι τριπλάσια στην Ολλανδία σε σχέση με την Ελλάδα και γενικά τείνει να είναι πολύ υψηλότερη σε χώρες όπου οι εργαζόμενοι εργάζονται λιγότερες ώρες.
Αντίθετα, η κυβερνητική άποψη, όπως τη διατυπώνει μιλώντας στην «Κ» ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Μιχάλης Αργυρού, αναφέρει ότι οι κοινωνικοί εταίροι δεν εκπροσωπούν το σύνολο της κοινωνίας (ανέργους, νέα γενιά) και συνεπώς οι διμερείς διαπραγματεύσεις δεν είναι αντιπροσωπευτικές. Επίσης δεν έχουν αναπτύξει καμία κουλτούρα συναίνεσης.
Κατά την άποψη του κ. Αργυρού, η φόρμουλα που προτείνεται προστατεύει την οικονομία από λάθη, όπως αυτά που έγιναν στο παρελθόν και στοίχισαν σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, αλλά και από ενδεχόμενες καταχρήσεις της κυβέρνησης. «Το ελληνικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης πριν από την κρίση απέτυχε παταγωδώς να προστατεύσει την οικονομία. Υπήρξε αλόγιστη αύξηση μισθών, με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι εργαζόμενοι όταν η φούσκα έσκασε», λέει. Μιλάει επίσης για την προβλεψιμότητα που εξασφαλίζεται, ενώ εκτιμά ότι στο μέλλον η παραγωγικότητα θα αυξάνεται και επομένως θα ενισχύονται και οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών.
Πηγή: kathimerini.gr