Οι ραγδαίες κοινοβουλευτικές ανακατατάξεις, μετά τα διαλυτικά φαινόμενα στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η πολιτική γεωγραφία της Βουλής, όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή με τα εννέα κόμματα να μοιράζονται τα έδρανά της, εντείνουν συνεχώς τις συζητήσεις γύρω από τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, αλλά και που αποτελούν -κατά πολλούς αναλυτές- προάγγελο και προβολή στο πολιτικό μέλλον της χώρας.
Μία εικόνα που δείχνει πως η αυτοδυναμία ενός κόμματος για τη συγκρότηση κυβέρνησης, απομακρύνεται όλο και περισσότερο, όσο διατηρούνται οι παρούσες πολιτικές αλλά και “νομοθετικές συνθήκες” που διέπουν την εκλογική διαδικασία. Και στις δημοσκοπήσεις όμως το κλίμα αυτό, του τέλους των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, αποτυπώνεται ξεκάθαρα, με τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων, στην μέτρηση της GPO για τα “Παραπολιτικά”, το 55,9% να θεωρούν πως μετά τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, θα προκύψουν κυβερνήσεις συνεργασίας. Μεταξύ αυτών και το 42,4% των ψηφοφόρων τού κυβερνώντος κόμματος ενώ μόλις το 33,5% πιστεύει ότι θα προκύψουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Το “αντίδοτο” έναντι του κλίματος που δημιουργείται, και της πολιτικής αστάθειας που μπορεί να εγκυμονεί ένας κατακερματισμός των δυνάμεων της Βουλής, είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου, η οποία μπορεί να μην έχει τεθεί επίσημα ως πρόταση ή ως σενάριο εργασίας στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά σίγουρα συζητείται όλο και πιο συχνά στις πολιτικές κουβέντες που ζυγίζουν το πολιτικό κλίμα και τις προοπτικές που προδιαγράφονται. Παρά δε, το ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός αλλά και κορυφαία αρμόδια κυβερνητικά στελέχη έχουν διαψεύσει κάθε σχετικό σενάριο αλλαγή τους εκλογικού νόμου, σχετικές εισηγήσεις πάντα υπάρχουν, με κεντρικό επιχείρημα τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας.
Οι υποστηρικτές αυτού του σεναρίου, προτείνουν μεταξύ άλλων, οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο να αφορούν την άνοδο του ποσοστού-ορίου εισόδου στη Βουλή, από το το 3% στο 5% και να δοθεί ένα έξτρα μπόνους εδρών ανάλογα με τη διαφορά που θα χωρίζει το πρώτο με το δεύτερο κόμμα. Ο Υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης έχει ταχθεί δημοσίως υπέρ των αλλαγών, δηλώνοντας ότι η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί από μια κυβέρνηση πολλών κομμάτων και κατά συνέπεια θα πρέπει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να υπάρχει ενισχυμένη πλειοψηφία.
Τον τελευταίο λόγο και τη δρομολόγηση ή μη μιας σχετική νομοθετικής πρωτοβουλίας την έχει πάντα ο πρωθυπουργός, ο οποίος παραμένει σταθερά απέναντι στο ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου και όπως είχε αρνηθεί κατηγορηματικά από το βήμα της ΔΕΘ, έτσι και στην τελευταία του ανάρτηση της περασμένης Κυριακής έβαλε εκ νέου τέλος στα σχετικά σενάρια εκλογολογίας και αλλαγών στον υπάρχοντα εκλογικό νόμο. Ερμηνεύοντας την αταλάντευτη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη, κυβερνητικοί παράγοντες τονίζουν πως “ο πρωθυπουργός λειτουργεί πολύ θεσμικά σε αυτό το κομμάτι και προφανώς η σταθερότητα της χώρας είναι πολύ σημαντική αλλά και ο σεβασμός στους θεσμούς είναι εξίσου σημαντικός. Άρα, δεν υπάρχει κανένα θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου, ούτε των ορίων” τονίζουν.
Με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο έχει διαψεύσει τα εν λόγω σενάρια, το τελευταίο διάστημα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, διαβεβαιώνοντας πως δεν υπάρχει τέτοιο θέμα και συζήτηση για τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ενώ σημείωσε πως όσοι αναφέρονται σε αυτό απλώς εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις τους.
Πάντως αν η κυβέρνηση αποφασίσει, στα επόμενα, περίπου δυόμιση χρόνια που απομένουν μέχρι τη λήξη της δεύτερης κυβερνητικής της θητείας να αλλάξει τον εκλογικό νόμο ή μέρος των διατάξεών του, αν δεν καταφέρει να συγκεντρώσει αυξημένη πλειοψηφία για την ψήφισή του, τότε οι αλλαγές θα ισχύσουν από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόµο, το όριο της αυτοδυναµίας είναι κοντά στο 38%, ποσοστό που καθιστά δύσκολο το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης µε τις πρώτες εθνικές εκλογές. Αν όμως – εν τέλει- αλλάξει και πέσει το όριο της αυτοδυναµίας, αυτό θα ισχύει για τις µεθεπόµενες εκλογές, κάνοντας έτσι πιθανώς πιο εύκολο τον σχηµατισµό κυβέρνησης, αλλά μετά από δεύτερες κάλπες, και πάλι.
Το μήνυμα που εκπέμπουν πάντως στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου είναι πως αν η κυβέρνηση υλοποιήσει το πρόγραμμα με το οποίο κέρδισε μια δεύτερη τετραετία, η ΝΔ μπορεί να επιτύχει εκ νέου ποσοστά αυτοδυναμίας και για μία τρίτη κυβερνητική θητεία.
Εξάλλου, μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές, του 2027, μεσολαβούν περίπου δυόμιση χρόνια κατά τα οποία εκτιμάται ότι το θετικό αποτύπωμα του κυβερνητικού έργου θα έχει γίνει αντιληπτό από τους πολίτες και οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα έχουν αντίκρισμα και στις τσέπες των πολιτών.
Πηγή: skai.gr