Ποινή κάθειρξης 18 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Κω σε έναν 62χρονο ημεδαπό, που κρίθηκε ένοχος για κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή και για τέλεση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή και δη κατά δύο αδελφών.
Την ενοχή του όπως κατηγορείται εισηγήθηκε στο δικαστήριο η Εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση της.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», ο 62χρονος βρέθηκε υπόλογος για τα ως άνω αδικήματα μετά από καταθέσεις δύο αδελφών, που τον κατήγγειλαν για σεξουαλικά αδικήματα.
Οι δύο αδελφές ηλικίας σήμερα 19 και 24 ετών, ισχυρίζονται ότι έπεσαν θύματα των αρρωστημένων σεξουαλικών ορέξεων συντοπίτη τους, σε δημοτική κοινότητα της ανατολικής πλευράς του νησιού, επί 6ετία.
Η πρώτη από ηλικία 9 έως 12 ετών και η δεύτερη από ηλικία 6 έως 12 ετών.
Ο μηνυόμενος, όπως ισχυρίζονται οι μηνύτριες, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη των γονέων τους, καθώς υπήρξε στενός οικογενειακός τους φίλος, τις έπαιρνε βόλτα με το αυτοκίνητό του, σε αγρόκτημά του, ακόμη και σε μια οικοδομή αλλά και στην οικία του και εκεί ασελγούσε εις βάρος τους.
Η μία διατείνεται ότι ξεκίνησε να την προσεγγίζει από ηλικία 6 ετών δήθεν με παιχνίδι και προχώρησε σταδιακά σε φρικαλέα σεξουαλικά αδικήματα εις βάρος της.
Φέρεται να δελέαζε τα παιδιά με δώρα, ενώ, όπως κατήγγειλαν, χρησιμοποίησε και τον γιο του σε σεξουαλικές ακρότητες, παρακολουθώντας τους.
Αποφάσισαν πλέον με την αδελφή της, όπως λένε, να τον καταγγείλουν, καθώς διαπίστωσαν και οι δύο ότι υπήρξαν θύματά του, διότι δεν είχαν εκμυστηρευθεί η μια στην άλλη τα πάθη τους.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδουν οι δύο αδελφές, διατείνεται ότι αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας τους και πιθανολογεί σφόδρα ότι τα κίνητρά τους είναι οικονομικά.
Απολογούμενος στο δικαστήριο αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι αντικειμενικά αυτά που του καταλογίζουν, όχι μόνο δεν μπορούσαν να γίνουν γιατί δεν ταιριάζουν οι χώροι και οι ημερομηνίες που τίθενται στις πράξεις, αλλά επιπλέον ότι οι ισχυρισμοί των καταγγελουσών δεν αντέχουν στην κοινή λογική.
Τα περισσότερα από τα μέρη στα οποία υποτίθεται ότι εγίνοντο οι ασελγείς πράξεις, όπως είπε ήταν μέρη με πλήρη θέαση από όλους τους γείτονες της περιοχής, οι δήθεν παθούσες ισχυρίστηκαν ότι τον συναντούσαν σχεδόν κάθε μέρα, πράγμα που δεν το αντέχει η κοινή λογική και το διέψευσε ο ίδιος τους ο πατέρας, ενώ επίσης η μία, ισχυρίστηκε πως διέψευσε την άλλη αφού κατέθεσε ότι στο χρονικό διάστημα που η μία ήταν θύμα των πράξεων του δεν την είχε δει ποτέ μαζί του.
Εξέθεσε ότι η μητέρα του γνώριζε την οικογένεια των καταγγελλουσών και τους βοηθούσε καθώς βρίσκονταν σε κακή οικονομική κατάσταση αγοράζοντάς τους διάφορα τρόφιμα.
Στις αρχές του θέρους του 2001 ξεκίνησαν να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις και κουμπαριά, ενώ τους επισκεπτόταν στο εξοχικό τους.
Κατά τα έτη 2010 – 2011 η μητέρα των καταγγελλουσών καθώς και τα αδέλφια της είχαν κατηγορηθεί σε ποινική υπόθεση κι εκείνος και η σύζυγός του, αποφάσισαν, όπως διατείνεται, να αποστασιοποιηθούν χωρίς ωστόσο να σταματήσουν εντελώς οι επαφές τους, που περιορίστηκαν σε τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο.
Ο καταγγελλόμενος κατέθεσε ότι είναι αδύνατον να συμβαίνουν τα όσα αναφέρουν οι φερόμενες ως παθούσες κατά τα έτη 2002 και 2009 και να αποφασίσουν να τα αναφέρουν για πρώτη φορά το 2021 αλλά και να μην αναφέρει τουλάχιστον η μία στην άλλη τι έχει συμβεί ή στην μητέρα τους.
Οι καταγγέλλουσες αναφέρουν, όπως επεσήμανε, ότι οι ασελγείς πράξεις έγιναν για την μεν πρώτη στην χρονική περίοδο από το 2002 έως το 2008 για την δε δεύτερη από το έτος 2011 έως το 2014, δεν αναφέρουν όμως τίποτα οι καταγγέλλουσες για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ούτε κάποιο λόγο, εξαιτίας του οποίου σταμάτησε.
Υποστήριξε ακόμη πως ψυχιατρικά αποδεικνύεται ότι δεν έχει τελέσει τις αποδιδόμενες σε αυτόν ασελγείς πράξεις.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής του παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Δήμος Μουτάφης και Στέλιος Αλεξανδρής.