Η διανομή του εισοδήματος που παράγεται σε οποιαδήποτε χώρα, επηρεάζει άμεσα το εύρος της κοινωνικής της συνοχής αλλά και τις κοινωνικές ανισότητες και, κατά συνέπεια, επηρεάζει το μέγεθος της ευημερίας των πολιτών της. Επομένως, η διανομή του εισοδήματος εκφράζει την ποιοτική διάσταση του επιπέδου ζωής και ευημερίας της κοινωνίας στο σύνολό της. Έτσι, όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο που λαμβάνει το τμήμα του πληθυσμού με υψηλό εισόδημα, έναντι του αντίστοιχου τμήματος του πληθυσμού με χαμηλότερο εισόδημα, τόσο διευρύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες.
Η πραγματική κατανομή του εισοδήματος σε οποιαδήποτε χώρα, παγκοσμίως, υπολογίζεται με βάση την Καμπύλη Lorenz (Λόρεντζ), που παρουσιάζεται στο σχετικό γράφημα.
Στον κάθετο άξονα του σχετικού γραφήματος που παραθέτουμε, απεικονίζεται το σωρευτικό ποσοστό των εισοδημάτων και στον οριζόντιο άξονα απεικονίζεται το σωρευτικό ποσοστό των νοικοκυριών. Έτσι, σε μία ιδανική-τέλεια κοινωνία το 30% π.χ. των νοικοκυριών θα είχε το 30% των συνολικών εισοδημάτων, το 60% των νοικοκυριών θα είχε το 60% των εισοδημάτων, κοκ. Στην πραγματικότητα όμως σε όλες τις χώρες, σε άλλες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο, αυτό δεν ισχύει, με αποτέλεσμα να επικρατούν εισοδηματικές ανισότητες. Το πόσο είναι το εύρος της εισοδηματικής ανισότητας σε μία χώρα προσδιορίζεται από τον συντελεστή Gini.
Ο συντελεστής Gini, που είναι ο δημοφιλέστερος δείκτης και χρησιμοποιείται συνήθως από τις περισσότερες στατιστικές υπηρεσίες, αντανακλά την εισοδηματική ανισότητα και, επομένως, χρησιμοποιείται ως μέτρο εισοδηματικών ανισοτήτων. Ο συντελεστής, δηλαδή, Gini, εκφράζει την άνιση κατανομή εισοδήματος και μπορεί να πάρει τιμές από το 0, όπου όλοι οι πολίτες έχουν το ίδιο εισόδημα και είναι η ιδανική περίπτωση, έως το 100 που είναι η χειρότερη-ακραία μορφή ανισότητας, όπου λίγα π.χ. άτομα κατέχουν όλο το εισόδημα, ενώ οι υπόλοιποι πολίτες έχουν μηδενικό εισόδημα.
Ο δείκτης της ανισοκατανομής εισοδήματος μετριέται με το λόγο του συνολικού εισοδήματος που λαμβάνει το 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, προς εκείνο που λαμβάνει το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Δηλαδή, ο δείκτης αυτός μας δείχνει το πόσες φορές το μερίδιο εισοδήματος του «πλουσιότερου» 20% του πληθυσμού είναι υψηλότερο του «φτωχότερου» 20%.
Όταν π.χ. ο δείκτης αυτός λαμβάνει μία τιμή π.χ. 5,28 – που ήταν η τιμή του 2023 στη χώρα μας – , τότε συμπεραίνουμε ότι το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού μας ήταν 5,28 φορές υψηλότερο από το μερίδιο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Αντίθετα, όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη, τόσο μικρότερη είναι η ψαλίδα μεταξύ του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Ο δείκτης αυτός αποτελεί διεθνώς ένα από τα βασικά κριτήρια για τη διαπίστωση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και των κοινωνικών ανισοτήτων σε μία χώρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας, η τιμή του δείκτη ήταν 5,28 και το 2020, χωρίς να παρουσιάσει περαιτέρω βελτίωση, ωστόσο μειώθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες η οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα από το 2015, σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ το 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022.
Είναι αυτονόητο ότι, οι εισοδηματικές ανισότητες ορίζουν και το όριο της φτώχειας των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δείκτης του βαθμού φτώχειας αναδεικνύει το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το «όριο της φτώχειας».
Το όριο της φτώχειας σε μία χώρα, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος του συνόλου των νοικοκυριών. Πρόκειται δηλαδή για το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Ο βαθμός φτώχειας υπολογίζεται με δύο αντιπροσωπευτικούς δείκτες και συγκεκριμένα, από:
α) τον λόγο ορίου φτώχειας πριν από τις κοινωνικές διανομές, ο οποίος αναδεικνύει τις ανισότητες που προκύπτουν από την αρχική διανομή του εισοδήματος και συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας, αν δεν υπάρξουν κοινωνικές δαπάνες και,
β) τον λόγο ορίου φτώχειας μετά τις κοινωνικές διανομές, που αναδεικνύει σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές διανομές περιορίζουν το ποσοστό φτώχειας, το οποίο προκύπτει από την αρχική διανομή του εισοδήματος.
Ένα από τα μέτρα, σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, για τη μείωση της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας, είναι η επιβολή φόρων στην περιουσία. Αυτό συνέβη και στη χώρα μας με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, μόνο που στη χώρα μας η αρχική επιβολή του μέτρου αυτού, ως μνημονιακού, έγινε σε όλα τα νοικοκυριά, χωρίς εξαιρέσεις και, μάλιστα, όχι για τη βελτίωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, αλλά για την αύξηση των εσόδων του κράτους.
Με την επιβολή των μνημονίων στη χώρα μας, καθώς και σε ορισμένα άλλα κράτη της Νότιας Ευρώπης, διευρύνθηκε αισθητά η ψαλίδα των εισοδηματικών ανισοτήτων και ο βαθμός φτώχειας, σε σύγκριση με τα περισσότερα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, όπου η ανισοκατανομή του εισοδήματος την περίοδο αυτή μειώθηκε.
Είναι φανερό, πλέον, ότι οι κοινωνικές ανισότητες τα τελευταία χρόνια, σε παγκόσμιο επίπεδο, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες, απειλούν σοβαρά την κοινωνική συνοχή. Η αύξηση της ανεργίας, ειδικότερα στους κόλπους των νέων, η άνιση πρόσβαση στις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, και η αύξηση του ποσοστού φτώχειας στον ευρωπαϊκό πληθυσμό, αποτελούν πραγματικότητα, με αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική ευημερία.
Το φαινόμενο αυτό, των κοινωνικών ανισοτήτων, εγείρει αμείλικτα ερωτήματα, σχετικά με τη δυνατότητα που έχουν οι κυβερνήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να μπορέσουν να περιορίσουν τις ανισότητες και να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, όπως προβλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο.
Καμπύλη Lorenz και Δείκτης GinI
Στο γράφημα παρατηρούμε ότι:
α) Η πραγματική κατανομή του εισοδήματος σε μία ιδανική κοινωνία, υπολογίζεται σε οποιοδήποτε σημείο πάνω στην καμπύλη Lorenz και καταδεικνύει την τέλεια ισότητα (ευθεία γραμμή Κ). Έτσι, π.χ. το 30% των νοικοκυριών (στον οριζόντιο άξονα ) θα έχει το 30% των συνολικών εισοδημάτων (στον κάθετο άξονα), το 60% θα έχει το 60% των εισοδημάτων, κοκ.
β) Αντίθετα, όσο πιο μεγάλος είναι ο χώρος της περιοχής Α, μεταξύ της ευθείας γραμμής (Κ) και της καμπύλης, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα στη κατανομή των εισοδημάτων και, επομένως, ο χώρος αυτός καταδεικνύει το χάσμα ανισότητας (Δείκτης Gini)