Συνεντεύξεις

Γιάννης Χατζηθεοδοσίου: «Υπάρχουν πολλά και σοβαρά προβλήματα που ασκούν αφόρητες πιέσεις στο επιχειρείν»

«Υπάρχουν πολλά και σοβαρά προβλήματα που ασκούν αφόρητες πιέσεις στο επιχειρείν». Αυτό δηλώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε προς τη ‘δημοκρατική’ ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος Ε.Ε.Α, επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. και Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιπλέον, αναφέρεται στο θέμα της επαγγελματικής στέγης, λέγοντας πως ‘θα μας απασχολήσει σίγουρα μέσα στο 2025’ και εξηγεί τα προβλήματα και τις παραμέτρους, ενώ, μιλάει για το κομμάτι του εμπορίου που έχει αλλάξει δραματικά στα τελευταία χρόνια καθώς και για την απόφαση της κυβέρνησης να βάλει «φρένο» στις παράλογες απαιτήσεις των τραπεζών
• Είδαμε ότι (επιτέλους) η κυβέρνηση μετά από τόσο καιρό θα βάλει «φρένο» στις παράλογες απαιτήσεις των τραπεζών. Γιατί άργησε τόσο πολύ αυτή η παρέμβαση και ποιες άλλες παρεμβάσεις θα μπορούσαν (και πρέπει) να γίνουν;
Το γιατί υπήρξε τόσο μεγάλη καθυστέρηση είναι και απορία δική μας η οποία δεν έχει απαντηθεί. Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών είχε φροντίσει εγκαίρως -εδώ και πολλούς μήνες- να αναδείξει το πρόβλημα ζητώντας την παρέμβαση της κυβέρνησης η οποία και τελικά αποφάσισε να δράσει πριν από μόλις λίγες εβδομάδες. Κανείς δεν την εμπόδιζε να λάβει νωρίτερα τα μέτρα που ανακοίνωσε πρόσφατα. Είχε -και συνεχίζει να έχει- όλα τα «εργαλεία» στα χέρια της για να βάλει μία τάξη σε αυτό το κομμάτι της αγοράς και κυρίως για να υποχρεώσει τις τράπεζες να αλλάξουν τακτική. Δεν είναι όμως μόνο το θέμα των υψηλών προμηθειών που απασχολεί σήμερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Είναι επίσης το χαμηλό ύψος των επιτοκίων για τις καταθέσεις, η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ να πάρουν ένα τραπεζικό δάνειο, η άρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, κάτι που αποτελεί και υποχρέωσή τους, η πρακτική που πολλές φορές ακολουθούν στο θέμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Αν σήμερα οι συστημικές τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν και να εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία, οφείλεται στις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης με χρήματα του ελληνικού λαού. Κάτι που φαίνεται ότι το έχουν ξεχάσει και οι τράπεζες και η κυβέρνηση.
• Με το νέο έτος, οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν σημαντική αύξηση των δαπανών. Πώς θα μπορούσε να βοηθηθεί η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας, εν μέσω ακρίβειας και άλλων παραγόντων που την ‘στραγγαλίζουν’;
Υπάρχουν πολλά και σοβαρά προβλήματα που ασκούν αφόρητες πιέσεις στο επιχειρείν. Ενδεικτικά αναφέρω την παρατεταμένη ακρίβεια στις πρώτες ύλες και τα μεταφορικά, κάτι που οδηγεί σε ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών ενώ δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και το υψηλό κόστος της ενέργειας. Πρόκειται για δύο παράγοντες που συνεχίζουν να εκτοξεύουν το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων και ειδικά των μικρομεσαίων οι οποίες -όπως ανέφερα και νωρίτερα- δεν έχουν και τα απαιτούμενα χρηματοδοτικά εργαλεία για να ανταποκριθούν με συνέπεια στις αυξημένες υποχρεώσεις τους. Οπότε σίγουρα χρειάζονται μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας, ουσιαστική πάταξη από την πολιτεία των κάθε είδους καρτέλ που έχουν σχηματίσει κυρίως οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, ένα αποτελεσματικό πλαίσιο στήριξης των ΜμΕ απέναντι στο υψηλό ενεργειακό κόστος όπως ισχύει και για του οικιακούς καταναλωτές ρεύματος, βελτιώσεις στο φορολογικό νόμο που πλήττει τους ελεύθερους επαγγελματίες και εφαρμογή στοχευμένων μέτρων για τη βιωσιμότητα και ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Δεν υπάρχουν ούτε μαγικές λύσεις ούτε και «σωτήρες». Μόνο με μία εκπόνηση ενός μακρόπνοου αναπτυξιακού σχεδιασμού μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες για το επιχειρείν.
• Είναι γνωστό ότι σε όλη την Ελλάδα, το μεγάλο θέμα παραμένει η εύρεση στέγης, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών ακινήτων, τα μισθωτήρια συμβόλαια των οποίων λήγουν. Πώς μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση κατά την άποψή σας;
Το θέμα της επαγγελματικής στέγης θα μας απασχολήσει σίγουρα μέσα στο 2025. Πάρα πολλά μισθωτήρια συμβόλαια λήγουν και οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών των ακινήτων είναι τέτοιες που σε ορισμένες περιπτώσεις καθίσταται απαγορευτική η συνέχιση της λειτουργίας λόγω του υψηλού ενοικίου. Οπότε θεωρώ επιβεβλημένη την κινητοποίηση όλων των αρμόδιων φορέων προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που έχει προκύψει. Σημασία έχει να επικρατήσει η λογική. Σαφώς και είμαστε μέλη μίας ελεύθερης οικονομίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιες υπερβολικές απαιτήσεις από ορισμένους ιδιοκτήτες ακινήτων. Σημαντικό ρόλο στο θέμα του στεγαστικού προβλήματος θα παίξει και η πολιτεία. Υπάρχουν πάρα πολλά ακίνητα του δημοσίου που παραμένουν κλειστά επί χρόνια. Αν αυτά ή έστω ένας μεγάλος αριθμός τους διατεθούν προς ενοικίαση, τότε μειώνονται οι πιέσεις, τόσο σε επιχειρήσεις αλλά και σε νοικοκυριά. Γιατί το στεγαστικό απασχολεί πολύ και τους πολίτες που βλέπουν ότι οι τιμές για ένα σπίτι έχουν ανέβει στα ύψη. Και από τη στιγμή που αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε συρρίκνωση του εισοδήματός τους, μοιραία απασχολεί και την επιχειρηματικότητα. Οπότε απαιτείται μία σύνθετη προσέγγιση και κυρίως ταχύτατη. Γιατί δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χαμένου χρόνου. Χρειάζονται αποτελεσματικές παρεμβάσεις εδώ και τώρα.
• Οι αριθμοί αναφέρουν ότι η εμπορική κίνηση ανέβηκε κατά την διάρκεια των εορτών. Οι ΜμΕ ωστόσο, δεν κατέγραψαν μεγάλο τζίρο αφού τη… ‘μερίδα του λέοντος’ κρατούν το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι μεγάλες αλυσίδες. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Το πρώτο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι το κομμάτι του εμπορίου έχει αλλάξει δραματικά στα τελευταία χρόνια. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πρόσβαση που πλέον έχουν όλοι σε μεγάλες πλατφόρμες έχουν αλλάξει γενικότερα την κουλτούρα του εμπορίου και έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα.
Τα οποία σε πολλές περιπτώσεις καθορίζονται από τις μεγάλες αλυσίδες που έχουν και την υλικοτεχνική υποδομή αλλά και τη δυνατότητα για περισσότερες προωθητικές ενέργειες ή ακόμα και προσφορές. Βλέπουμε δηλαδή να έχει μεγαλώσει η «ψαλίδα» μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών», γεγονός που σίγουρα ευνοεί τις πολυεθνικές και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Ο καταναλωτής ψάχνει πιο στοχευμένα, ειδικά μέσω διαδικτύου, και σε πολλές περιπτώσεις η όποια ευκαιρία που προσφέρει κάποια μικρή επιχείρηση ή ένα συνοικιακό κατάστημα δεν φτάνει σε γνώση του υποψήφιου πελάτη.
Αν συνυπολογίσουμε και τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των Ελλήνων, λόγω βέβαια του αυξημένου κόστους διαβίωσης, τότε εύκολα γίνεται κατανοητό γιατί και στις ημέρες των εορτών κινήθηκαν περισσότερο οι μεγάλες αλυσίδες. Μπορεί λοιπόν να είδαμε έναν σχετικά υψηλό τζίρο όλη αυτή την εορταστική περίοδο, όμως στην πραγματικότητα δεν αποτυπώθηκε στις εισπράξεις των μικρομεσαίων.
Οι περισσότεροι καταναλωτές επέλεξαν να καλύψουν τις ανάγκες που είχαν, κυρίως σε ηλεκτρονικά προϊόντα, οπότε στράφηκαν σε συγκεκριμένες αλυσίδες. Θεωρώ ότι οι εποχές που οι πολίτες συνδύαζαν τις αγορές τους για δώρα με κάποια βόλτα στη στολισμένη Αθήνα έχουν πλέον περάσει και δεν επιστρέφουν.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου