• Νέα προθήκη στον εκθεσιακό χώρο του Ενυδρείου • Συνεχίζεται η ανησυχία για τον λαγοκέφαλο
Ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου – Ενυδρείο του ΕΛΚΕΘΕ φιλοξενεί ένα όμορφο θαλάσσιο είδος, γνωστό και ως «μέδουσα του φεγγαριού» – φεγγαρομέδουσα.
Πρόκειται για μία νέα προθήκη στον εκθεσιακό χώρο του Ενυδρείου στη Ρόδο. Η αναβάθμιση του εκθεσιακού χώρου του Ενυδρείου συνεχίζεται με την ολοκλήρωση της δεξαμενής παρουσίασης των μεδουσών του είδους Aurelia aurita (φεγγαρομέδουσα).
Ο ειδικός black light φωτισμός που χρησιμοποιήθηκε στη δεξαμενή αναδεικνύει τις απαλές κολυμβητικές κινήσεις των φεγγαρομεδουσών και προσφέρει μία εμπειρία χαλάρωσης στους επισκέπτες. Στη σπειροειδή στεφάνη γύρω από τη δεξαμενή απεικονίζονται σχηματικά τα στάδια εξέλιξης της Aurelia aurita από τη στιγμή της γονιμοποίησης έως το ώριμο άτομο.
Σύμφωνα με τον κ. Γεράσιμο Κονδυλάτο, ιχθυολόγο στον υδροβιολογικό σταθμό Ρόδου ΕΛΚΕΘΕ που μίλησε στην “δ”:
«Οι φεγγαρομέδουσες είναι ένα από τα ακίνδυνα είδη και υπάρχουν στον χώρο της Μεσογείου. Φτάνουν μέχρι και τα 10 εκατοστά σε διάμετρο. Επειδή έχει μελετηθεί πλήρως ο κύκλος ζωής τους, και τις καλλιεργούμε στους χώρους του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου –όπως κάνουν και όλα τα μεγάλα ενυδρεία. Μπορεί κάποιος να τις δει στο Ενυδρείο αφού τις καλλιεργούμε εδώ, όλο το χρόνο. Βέβαια, έχουν έναν συγκεκριμένο κύκλο ζωής γι αυτό και η καλλιέργειά τους είναι συνεχόμενη. Ακόμη και η τροφή τους, είναι ζωντανή».
Σε ερώτηση εάν εμφανίσθηκαν και πάλι στη Ρόδο οι μωβ μέδουσες, που η επαφή με το ανθρώπινο δέρμα είναι τοξική, αφού το τσίμπημά τους είναι πάρα πολύ δυνατό και προκαλεί οξύ πόνο, ο κ. Κονδυλάτος απάντησε ότι δεν υπάρχουν τέτοια περιστατικά, ούτε και αυτή την περίοδο μιας και είναι πάρα πολλοί οι χειμερινοί κολυμβητές που προτιμούν τις παραλίες μας, όταν έχει καλοκαιρία.
Τα περιστατικά, σημείωσαν έξαρση και δημιούργησαν αναστάτωση πριν από δύο χρόνια, αλλά από πέρσι δεν καταγράφτηκε κάτι ανησυχητικό.
Σημειώνεται πως δεν υπάρχουν άλλες νέες προσθήκες ειδών στο Ενυδρείο Ρόδου, προς το παρόν πέραν όσων φιλοξενούνται όλο τον χρόνο.
ΟΙ ΛΑΓΟΚΕΦΑΛΟΙ
Την ίδια ώρα, παραμένει η ανησυχία και ο προβληματισμός για την εμφάνιση του λαγοκέφαλου. «Οι λαγοκέφαλοι και αυτά τα είδη, ήρθαν στις θάλασσές μας για να μείνουν. Και δυστυχώς, ήρθαν τα χειρότερα είδη. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά. Κάποιοι ‘ξενιστές’ που έχουν έρθει, δεν έχουν τοξίνη.
Ο λαγοκέφαλος, όμως, έχει τοξίνη, είναι επικίνδυνος και έχει αναπτύξει μεγάλους πληθυσμούς. Από εδώ και στο εξής, θα διερευνήσουμε σε ποιο επίπεδο έχει αναπτυχθεί ο μικρός λαγοκέφαλος (καφέ με κίτρινες βούλες) που ζει στην άμμο. Αυτός, δεν ψαρεύεται εύκολα και δεν έχουμε καθαρή εικόνα, μέχρι στιγμής. Υποπτευόμαστε πάντως, ότι και αυτός έχει αναπτύξει μεγάλους πληθυσμούς. Απαιτείται πιο βαθειά έρευνα.
Να φαγωθεί κάποιο τέτοιο ψάρι εσκεμμένα, δεν υπάρχει περίπτωση. Ο κίνδυνος είναι από τις ζημιές που δημιουργεί στα εργαλεία, στο αλίευμα και στο οικοσύστημα -γενικότερα» -λέει ο κ. Κονδυλάτος.
Σημειώνεται ότι οι λαγοκέφαλοι δεν καταναλώνονται γιατί είναι τοξικοί, δεν έχουν θηρευτές, δεν απειλούνται κι έτσι αυξάνονται δραματικά στο νερό της θάλασσας. Δωδεκάνησα, Κρήτη και Κυκλάδες αντιμετωπίζουν πλέον πολύ μεγάλο πρόβλημα με την παρουσία των λαγοκέφαλων, καθώς είναι ένα από τα είδη ψαριών που έχουν μεταναστεύσει στις ελληνικές θάλασσες και είναι επικίνδυνα τόσο για την τοπική πανίδα όσο και για τον άνθρωπο.
Το συγκεκριμένο είδος λαγοκέφαλου (lagocephalus sceleratus) προκαλεί μεγάλο προβληματισμό στην επιστημονική κοινότητα από το 2003, που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τους ερασιτέχνες ψαράδες, αφού πολλοί δεν υποψιάζονται το παραμικρό ή, ακόμα κι αν έχουν ακούσει για τον λαγοκέφαλο, δεν μπορούν να τον ξεχωρίσουν.
Ωστόσο, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, καθώς η τετροδοτοξίνη προκαλεί μυϊκή παράλυση, μπλοκάρει το νευρικό σύστημα και μπορεί να επιφέρει τον θάνατο. Η συγκεκριμένη τοξίνη συγκεντρώνεται κυρίως στο ήπαρ και στα γεννητικά όργανα του λαγοκέφαλου αλλά και στον μυϊκό ιστό, που τρώει ο άνθρωπος.
Ο λαγοκέφαλος είναι ένα από τα 90 είδη ψαριών και τα περίπου 1.000 είδη θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας που πέρασαν στη Μεσόγειο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Ολα αυτά τα είδη λέγονται «Λεσεψιανά», από το επώνυμο του Γάλλου μηχανικού Φερδινάνδου Λεσέψ, που κατασκεύασε τη διώρυγα.