Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι το ποσό της συνολικής αξίας της παραγωγής μιας οικονομίας και ορίζεται ως «η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός της επικράτειας της χώρας, σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, συνήθως σε ένα χρόνο».
Ο όρος “Ακαθάριστο” σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνονται κατά τη μέτρησή του και οι αποσβέσεις. Αν από το ακαθάριστο αυτό μέγεθος αφαιρέσουμε τις αποσβέσεις, τότε προκύπτει το καθαρό μέγεθος, δηλαδή το καθαρό εγχώριο προϊόν.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αποτελεί διεθνώς το κυριότερο μακροοικονομικό μέγεθος μιας χώρας, και αποτελεί τον δείκτη μέτρησης της οικονομικής δραστηριότητάς.
Αν διαιρέσουμε το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ενός έτους με τον πληθυσμό της χώρας του ίδιου έτους, τότε προκύπτει το κατά κεφαλήν εγχώριο Προϊόν.
Το ΑΕΠ ανά κάτοικο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αποτελεί το κυριότερο μέτρο επίδοσης της οικονομίας μιας χώρας, από τη μία χρονική περίοδο στην άλλη.
Κατά συνέπεια, η μέτρηση του ΑΕΠ είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον παραγόμενο διαχρονικά πλούτο μιας χώρας και τον βαθμό ευημερίας των πολιτών της, καθώς και για τη σύγκριση οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των χωρών, χωρίς ωστόσο η μέτρηση αυτή να αποτελεί το ιδεώδες και άριστο εργαλείο, κατά τη διαδικασία παραγωγής του πλούτου.
Και αυτό, γιατί το ΑΕΠ εκφράζει την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων και όχι την ποιότητα τους. Δηλαδή, κατά τη μέτρηση του, αγνοεί τη σύνθεση των παραγόμενων προϊόντων, εάν π.χ. αυτά είναι χρήσιμα καταναλωτικά προϊόντα και μάλιστα απαραίτητα στους πολίτες και την κοινωνία ή είναι αυτά προϊόντα π.χ. πολεμικού υλικού.
Ακόμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν μετρά και, επομένως, δεν εκφράζει την κατανομή του εισοδήματος, ανάμεσα στα άτομα της κοινωνίας, Αν, δηλαδή, κατα τη μεγέθυνσή του ωφελούνται όλοι οι πολίτες της χώρας ή αν η μεγέθυνση αυτή οδηγεί σε ανισότητες.
Συνοπτικά, και σε γενικές γραμμές, όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η οικονομική δραστηριότητα της χώρας μας σε μακροοικονομικό επίπεδο, αναπτύχθηκε με ικανοποιητικό ρυθμό το 2024, με ανάπτυξη κοντά στο 2,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), αρκετά υψηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης (τα οριστικά στοιχεία θα δημοσιευτούν τον Μάρτιο του 2025).
Βασική συνιστώσα της ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση, προερχόμενη κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και από τις επενδύσεις. Η άνοδος της κατανάλωσης υποστηρίχθηκε από την αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και τη μείωση της ανεργίας, καθώς η απασχόληση συνέχισε να κινείται ανοδικά και μαζί τους οι ονομαστικοί μισθοί.
Θετικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουριστικού κλάδου, ενώ καταγράφηκε σημαντική άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός το 2024 αποκλιμακώθηκε σε σύγκριση με το 2023 και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 3,0%, από το 4,2%.
Το δε ποσό του Δημοσίου Χρέους της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε σε απόλυτους αριθμούς στα 365 δισ. ευρώ από τα 369 δισ. του 2023, αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά στο 154%, από το 164% του ΑΕΠ του 2023.
Στον πίνακα παρατηρούμε ότι στις πρώτες θέσεις του κατα κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκονται το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία με ποσά 131.380 και 106.060 αντίστοιχα, ενώ στις τελευταίες θέσεις, με πολύ μεγάλη διαφορά, βρίσκονται η Βουλγαρία με 16.940 και η Ρουμανία με 19.950 ευρώ.
Η χώρα μας βρίσκεται και αυτή στις χαμηλές θέσεις, αν αναλογιστούμε ότι πριν από την οικονομική κρίση βρισκόταν στις πρώτες 12 θέσεις.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε, ότι άλλη είναι η μέτρηση των οικονομικών στοιχείων των χωρών με βάση το μέσο μηνιαίο εισόδημα, άλλη είναι η μέτρηση με βάση το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα (προϊόν), άλλη είναι η μέτρηση με βάση τον μηνιαίο κατώτατο μισθό, και άλλη είναι η μέτρηση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ).
Με βάση τη μέτρηση της αγοραστικής δύναμης, η οποία χρησιμοποιείται τώρα τελευταία από την Eurostat – όπου η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις – , ο υπολογισμός γίνεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), και διαφέρει από την εδώ μέτρηση του πίνακα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Για λόγους σύγκρισης, η μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) είναι μία τεχνητή νομισματική μονάδα, που βασίζεται στις διαφορές του επιπέδου τιμών μεταξύ των χωρών. Έτσι, με μία μονάδα ΜΑΔ μπορείς θεωρητικά να αγοράσεις την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα. Επομένως, η μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) είναι μία μονάδα, ένας δείκτης, που εξαλείφει τις διαφορές στα επίπεδα των τιμών, και χρησιμοποιείται για να συγκριθεί το βιοτικό επίπεδο δύο ή περισσοτέρων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στις αμοιβές και τις διαφορές στο κόστος ζωής των νοικοκυριών.
Ωστόσο, συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, χώρες με υψηλότερο εισόδημα (προϊόν) να βρίσκονται σε χαμηλότερη θέση από τις αντίστοιχες, κατά τη μέτρησή τους, με βάση τη μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ)..
Πηγή: International Monetary Fund (Απρίλιος 2024)
Πίνακας
Τ ο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις χώρες της ΕΕ
Χώρα Τιμή (€) Χώρα Τιμή (€)