• Σοβαρά ερωτήματα για τον ρόλο της ακτοφυλακής και τις συνθήκες του δραματικού συμβάντος
Το σοκαριστικό ναυάγιο που σημειώθηκε ανοιχτά της Ρόδου στις 20 Δεκεμβρίου 2024, με τον θάνατο οκτώ ανθρώπων, έχει πλέον περάσει στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας.
Μετά από κοινοβουλευτική παρέμβαση βουλευτών της αντιπολίτευσης, το ζήτημα λαμβάνει νέες διαστάσεις, προκαλώντας έντονο δημόσιο διάλογο και προβληματισμό για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη η τραγωδία.
Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων που δημοσιοποιήθηκαν από το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων, ένα σκάφος που μετέφερε 27 άτομα, κυρίως πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, φέρεται να εμβολίστηκε βίαια από σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Οι τραγικές συνέπειες ήταν ο θάνατος οκτώ ατόμων – τριών γυναικών, τεσσάρων ανδρών και ενός αγοριού μόλις 13 ετών. Ένα τετράχρονο κοριτσάκι εξακολουθεί να αγνοείται, βυθίζοντας την οικογένειά του σε απόγνωση.
Οι επιζώντες περιέγραψαν με φρικιαστικές λεπτομέρειες το περιστατικό: «Το σκάφος μας ξεκίνησε από το Μπόντρουμ της Τουρκίας. Ήταν μία ήρεμη ημέρα. Όταν πλησιάσαμε τη Ρόδο, δύο σκάφη του Λιμενικού μας περικύκλωσαν. Το ένα πλησίασε από αριστερά με μεγάλη ταχύτητα και μας εμβόλισε χωρίς καμία προειδοποίηση. Μέσα σε δευτερόλεπτα, είδαμε ανθρώπους να επιπλέουν νεκροί, ενώ κάποιοι είχαν υποστεί τρομακτικούς τραυματισμούς.»
Η τραγωδία αυτή προκάλεσε άμεση πολιτική αντίδραση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή, απαιτώντας απαντήσεις για:
-Τα μέτρα για τον εντοπισμό του αγνοούμενου παιδιού: Ποια είναι η πρόοδος στις έρευνες και ποια υποστήριξη παρέχεται στους τραυματισμένους γονείς;
-Την ανεξάρτητη έρευνα: Υπάρχει διαφάνεια στις διαδικασίες διερεύνησης; Έχουν αναλυθεί τα δεδομένα από τις κάμερες των σκαφών της Ακτοφυλακής;
-Τη μεταχείριση των επιζώντων: Έχουν επιτραπεί στους συγγενείς να αναγνωρίσουν τις σορούς και να προχωρήσουν στον επαναπατρισμό;
Οι βουλευτές τονίζουν την ανάγκη για διερεύνηση της υπόθεσης με σεβασμό στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.
Το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων χαρακτηρίζει το περιστατικό «ούτε ατύχημα ούτε δυστύχημα, αλλά στυγερό έγκλημα».
Ζητούν:
-Άμεση διάσωση του αγνοούμενου κοριτσιού.
-Ανεξάρτητη και διαφανή έρευνα με πλήρη πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία.
-Διευκόλυνση των συγγενών για την αναγνώριση και τον επαναπατρισμό των σορών.
Το ναυάγιο αυτό έρχεται σχεδόν δύο χρόνια μετά την τραγωδία της Πύλου, επαναφέροντας την ανησυχία για τις πρακτικές της Ακτοφυλακής και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο Αιγαίο. Το περιστατικό αυτό δεν αποτελεί μόνο μια ανθρωπιστική κρίση, αλλά και μια δοκιμασία για τις δημοκρατικές αξίες της χώρας και την τήρηση του κράτους δικαίου.
Καθώς οι έρευνες συνεχίζονται, η κοινωνία παρακολουθεί με αγωνία, απαιτώντας διαφάνεια και δικαιοσύνη.
Το ναυάγιο της Ρόδου αποτελεί μία θλιβερή υπενθύμιση της ανθρώπινης τραγωδίας που συνοδεύει την προσφυγική κρίση και της ευθύνης που φέρουν οι κρατικοί μηχανισμοί στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων.
Καταδίκη της Ελλάδας για τον θανάσιμο τραυματισμό Σύρου μετανάστη από πυρά Λιμενικού στην Ψέριμο
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε απόφασή του στην υπόθεση D.A. και λοιποί κατά Ελλάδας (προσφυγή αριθ. 3566/16), καταδικάζοντας την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή.
Η υπόθεση αφορά τον σοβαρό τραυματισμό και τελικά τον θάνατο του Σύρου υπηκόου Belal Tello κατά τη διάρκεια επιχείρησης αναχαίτισης σκάφους από το ελληνικό Λιμενικό κοντά στην Ψέριμο το 2014.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής εντόπισε το ταχύπλοο “IMREN 1”, το οποίο μετέφερε παράνομα μετανάστες από την Τουρκία στην Ελλάδα. Κατά την προσπάθεια ακινητοποίησης του σκάφους, οι ακτοφύλακες άνοιξαν πυρ, με αποτέλεσμα ο Belal Tello να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι.
Ο Tello παρέμεινε σε κώμα για μήνες και τελικά κατέληξε το 2015.
Το περιστατικό προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να καταγγέλλουν υπερβολική χρήση βίας και έλλειψη διαφάνειας στις έρευνες.
Οι θέσεις των διαδίκων
Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ακτοφύλακες ενήργησαν στο πλαίσιο νόμιμων διαδικασιών για την προστασία της ζωής τους, καθώς το ταχύπλοο επιχείρησε να εμβολίσει το σκάφος του Λιμενικού. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η χρήση πυροβόλων όπλων ήταν το έσχατο μέτρο για την αποτροπή άμεσου κινδύνου.
Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το Λιμενικό προέβη σε υπερβολική χρήση βίας, αγνοώντας την πιθανή παρουσία μεταναστών στο σκάφος. Επεσήμαναν επίσης ότι οι ακτοφύλακες είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν λιγότερο φονικά μέσα, όπως προειδοποιητικά πυρά ή ελιγμούς αποφυγής.
Οι μαρτυρίες και η διαδικασία
Οι καταθέσεις των επιβατών του “IMREN 1” και των ακτοφυλάκων αποκλίνουν σημαντικά. Οι επιβάτες ανέφεραν ότι ο πλοηγός δεν σταμάτησε παρά τις προειδοποιήσεις, γεγονός που οδήγησε στους πυροβολισμούς. Παράλληλα, κατήγγειλαν ότι οι ακτοφύλακες στόχευσαν απευθείας προς το σκάφος, παρά το γεγονός ότι ήταν εμφανής η παρουσία αμάχων.
Από την πλευρά τους, οι ακτοφύλακες δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν για την παρουσία επιβατών πέραν του πλοηγού. Υποστήριξαν ότι ενήργησαν υπό πίεση και σε συνθήκες αυξημένου κινδύνου, τονίζοντας ότι η απόφαση για χρήση πυρών ήταν αναγκαία.
Η απόφαση του Δικαστηρίου Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι:
-Η χρήση βίας από τους ακτοφύλακες δεν ήταν απολύτως αναγκαία, παραβιάζοντας το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Λιμενικό είχε άλλες επιλογές για την ακινητοποίηση του σκάφους χωρίς να διακινδυνεύσει ανθρώπινες ζωές.
-Η έρευνα για το περιστατικό ήταν ανεπαρκής, παραβιάζοντας το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 2. Διαπιστώθηκε ότι η έρευνα δεν ήταν ανεξάρτητη και δεν εξετάστηκαν επαρκώς κρίσιμες μαρτυρίες και αποδεικτικά στοιχεία.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το ελληνικό κράτος δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της απώλειας ανθρώπινης ζωής και δεν διεξήγαγε ενδελεχή και ανεξάρτητη έρευνα για το περιστατικό. Τόνισε επίσης την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες εμπλοκής και καλύτερη εκπαίδευση των δυνάμεων ασφαλείας.
Δίκαιη ικανοποίηση
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε συνολικά 80.000 ευρώ στους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη, αναγνωρίζοντας τον ψυχολογικό και συναισθηματικό αντίκτυπο που είχε το περιστατικό στις οικογένειες των θυμάτων. Το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα της παραβίασης και την ευθύνη του κράτους.
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική υπενθύμιση της ανάγκης για διαφάνεια και λογοδοσία σε επιχειρήσεις ασφαλείας, ιδίως όταν αυτές αφορούν ευάλωτες ομάδες όπως οι μετανάστες. Υπογραμμίζει την ευθύνη των κρατών να διασφαλίζουν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ενεργούν με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και σε συνθήκες κρίσης.
Το ελληνικό κράτος καλείται να αναθεωρήσει τις διαδικασίες του για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον, προωθώντας την εκπαίδευση σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία των ερευνών σε περιπτώσεις κρατικής βίας.