• Ένοχος για 20 θύματα • Οι αγορεύσεις των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας και υπεράσπισης. • Το ιστορικό της πολύκροτης υπόθεσης που απεκάλυψε πρώτη και σε όλη της την έκταση η «δημοκρατική»
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου έκρινε χθες ένοχο τον 68χρονο γυναικολόγο-μαιευτήρα για τις κατηγορίες που αφορούν 20 από τις 21 γυναίκες που τον κατήγγειλαν, ενώ τον αθώωσε για μία περίπτωση, καθώς η καταγγέλλουσα δεν παρέστη στη δίκη και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.
Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία, καθώς μία εκ των ενόρκων εξέφρασε την άποψη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να αθωωθεί.
Παράλληλα, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου, παρά την άποψη δύο ενόρκων που έκριναν ότι θα έπρεπε να του χορηγηθεί.
Η Εισαγγελέας της έδρας πρότεινε να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης 7 ετών για τις δύο πρώτες κατηγορίες (βιασμός κατά συρροή και κατάχρηση σε γενετήσια πράξη προσώπου ανίκανου προς αντίσταση κατά συρροή), καθώς και 6 μηνών για την τρίτη (προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας), για κάθε ένα από τα 20 θύματα.
Επιπλέον, πρότεινε την απαγόρευση άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος.
Το δικαστήριο, κατά συγχώνευση, του επέβαλε ποινή κάθειρξης 73,5 ετών και 3 μηνών (εκτιτέα τα 20).
Δύο εκ των ενόρκων έκριναν ότι η ποινή έπρεπε να είναι 5 και όχι 7 έτη για κάθε πράξη. Η έφεση του καταδικασθέντος δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Το κατηγορητήριο και οι καταγγελίες των 21 ασθενών
Ο 68χρονος γυναικολόγος κατηγορείται για:
• Βιασμό κατά συρροή
• Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη προσώπου ανίκανου προς αντίσταση κατά συρροή
• Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
Ο ιατρός κατηγορείται για το ό,τι:
– Επιχείρησε γενετήσιες πράξεις σε βάρος 9 γυναικών εντός της Γυναικολογικής – Μαιευτικής Κλινικής, χωρίς τη συναίνεσή τους, με συγκεκριμένες μεθόδους που προσομοίαζαν σεξουαλικές πράξεις και ξεπερνούσαν τα όρια της ιατρικής εξέτασης.
Κατά τη διάρκεια της ψηλάφησης του κόλπου ασθενούς, χρησιμοποίησε τα δάχτυλά του με κινήσεις μέσα – έξω και ασκούσε πίεση στην κλειτορίδα, ρωτώντας την ασθενή για τις σεξουαλικές της προτιμήσεις.
Σε άλλη περίπτωση, θώπευε την κλειτορίδα και τα χείλη του αιδοίου γυναίκας με χρήση τζελ, ζητώντας της να σφίξει τους μύες του κόλπου της.
Εξέτασε ασθενή για ουρολοίμωξη με ανάρμοστες πρακτικές και δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι αναζητούσε πολύποδα.
Φίλησε ασθενή στον λαιμό μετά την εξέτασή της για πολυκυστικές ωοθήκες.
Θώπευσε την κοιλιά εγκύου στον 8ο μήνα κύησης, δίνοντας ανάρμοστα σχόλια για τα μωρά της και συνεχίζοντας σε πιο χαμηλές περιοχές.
Επιχείρησε πρωκτική ασέλγεια σε αλλοδαπή κατά τη διάρκεια γυναικολογικού ελέγχου.
Προσέβαλε με γενετήσιες πράξεις και προτάσεις τη γενετήσια αξιοπρέπεια επιπλέον μίας γυναίκας, με απρεπείς σχολιασμούς και ανάρμοστη συμπεριφορά, εκμεταλλευόμενος την επαγγελματική του θέση.
Η απολογία του κατηγορουμένου
Ο 68χρονος γιατρός αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μία «σκευωρία» εις βάρος του. Δήλωσε πως οι κατηγορίες έχουν καταστρέψει την επαγγελματική και οικογενειακή του ζωή και πως οι πρακτικές του ήταν πάντα σύμφωνες με την ιατρική δεοντολογία. Ειδικότερα, ανέφερε πως οι καταγγέλλουσες παραποιούν γεγονότα, ενώ τόνισε πως κάποιοι επιδιώκουν να τον βλάψουν για οικονομικούς και προσωπικούς λόγους.
Κατά την απολογία του, παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν σεβαστό επαγγελματία με πολυετή εμπειρία. «Ποτέ δεν υπήρξε καμία καταγγελία εναντίον μου όλα αυτά τα χρόνια», υποστήριξε, ενώ έκανε λόγο για «μαζική στοχοποίηση» από τα μέσα ενημέρωσης.
Η αγόρευση της Εισαγγελέως
Η Εισαγγελέας της έδρας ήταν κατηγορηματική: πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου για όλα τα αδικήματα που του αποδίδονται, εκτός από μία περίπτωση, όπου η καταγγέλλουσα δεν παρέστη στο δικαστήριο. «Δεν είναι δυνατόν 21 γυναίκες να συνωμοτήσουν εναντίον του», τόνισε, υπογραμμίζοντας την αξιοπιστία των θυμάτων και τη σοβαρότητα των μαρτυριών τους.
Στην αγόρευσή της, ανέλυσε τις νομικές παραμέτρους των αδικημάτων του βιασμού, της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη και της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας. «Η σιωπή του θύματος δεν συνιστά συναίνεση», επεσήμανε χαρακτηριστικά, ενώ περιέγραψε πώς ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε την ιατρική του ιδιότητα για να αποσπάσει την εμπιστοσύνη των ασθενών του και να προβεί στις πράξεις που του αποδίδονται.
Ειδική αναφορά έκανε στη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων, επισημαίνοντας πως ο φόβος και η αμηχανία τους τα εμπόδισαν από το να αντιδράσουν δυναμικά. Ανέλυσε λεπτομερώς τις καταθέσεις των γυναικών, οι οποίες περιέγραψαν με παρόμοιο τρόπο τις συνθήκες υπό τις οποίες δέχθηκαν τις επιθέσεις, ενισχύοντας την αξιοπιστία των ισχυρισμών τους.
Καταλήγοντας, η Εισαγγελέας ανέφερε: «Ο κατηγορούμενος παρέβη κάθε ιατρική δεοντολογία. Εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του παρείχαν οι ασθενείς του και τις μετέτρεψε σε αντικείμενα ηδονής. Οφείλουμε να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνονται ανεκτές».
Η κ. Εισαγγελέας είχε εισηγηθεί εξάλλου να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που αφορούν σε μια εκ των 21 ασθενών η οποία ούτε προσήλθε και ούτε δικαιολόγησε την απουσία της από το δικαστήριο.
Η αγόρευση των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας
Η αγόρευση των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας κ.κ. Εύης Αρνιθενού και Μύριαμ Τομαρά, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ήταν καταλυτική για την αποσαφήνιση των κρίσιμων ζητημάτων της υπόθεσης. Υιοθετώντας πλήρως την πρόταση της Εισαγγελέως, οι συνήγοροι ανέδειξαν στοιχεία που αναδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καταρρίπτοντας επιχειρήματα της υπεράσπισης.
– Η γνώση του κατηγορουμένου για τις κατηγορίες: Οι συνήγοροι επισήμαναν ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως έμαθε για την υπόθεση από τα δημοσιεύματα και ανέμενε να μάθει τα ονόματα των καταγγελουσών.
– Οι καταθέσεις των μαρτύρων: Τονίστηκε ότι ο αδελφός του κατηγορουμένου επιβεβαίωσε την ύπαρξη ραντεβού που κλείνονταν εκτός του επίσημου νοσοκομειακού πλαισίου, καταρρίπτοντας το επιχείρημα της «αδιάβλητης» λειτουργίας του νοσοκομείου. Αντίστοιχα, κατάθεση μάρτυρα, όπως είπαν, φάνηκε να περιέχει ανακρίβειες, ενώ ο ίδιος, παρότι έμπορος στην Αθήνα, υποστήριξε ότι είχε άριστη εικόνα του γιατρού στη Ρόδο.
– Η φύση του εγκλήματος και η ανικανότητα προς αντίσταση: Σημαντικό μέρος της αγόρευσης αφιερώθηκε στη διάκριση μεταξύ ιατρικής εξέτασης και εγκληματικής πράξης. Οι συνήγοροι επεσήμαναν ότι τα θύματα δεν ήταν σε θέση να αντιδράσουν καθώς η ιατρική διαδικασία περιλαμβάνει αγγίγματα που θεωρούνται αποδεκτά για λόγους υγείας. Μέχρι να αντιληφθούν τη μετάβαση από το επιτρεπτό στο εγκληματικό, η πράξη είχε ήδη τελεστεί. Παρομοίασαν την κατάσταση με τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από γονέα, όπου το θύμα δυσκολεύεται να διακρίνει τα όρια.
– Η πραγματικότητα στο Νοσοκομείο Ρόδου: Οι μάρτυρες επιχείρησαν να παρουσιάσουν μία εικόνα απόλυτης τήρησης των κανόνων, ωστόσο, όπως τόνισαν οι συνήγοροι, τελικά παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν πλήρη επίβλεψη όλων των εξετάσεων και των διαδικασιών. Επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη πελατειακών σχέσεων, τηλεφωνικών ραντεβού εκτός πρωτοκόλλου και απογευματινών επισκέψεων που δεν καταγράφονταν.
– Η συγκρότηση των καταγγελιών: Ειδική μνεία έγινε στο επιχείρημα περί οργανωμένης σκευωρίας, καθώς επισημάνθηκε πως οι καταγγελίες είχαν έγγραφα και συνομιλίες που ανάγονταν έως και πέντε χρόνια πριν.
Η αγόρευση των συνηγόρων υπεράσπισης
Οι συνήγοροι υπεράσπισης κ.κ. Μανώλης Κουτσούκος και Κώστας Αβδελλής, επιχείρησαν να καταρρίψουν τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο σε βάρος του γιατρού.
Ανέφεραν ότι πολλές από τις καταγγέλλουσες ανήκαν σε μία κλειστή ομάδα στο Facebook, όπου συζητούσαν και σχεδίαζαν πώς να κινηθούν νομικά εναντίον του. «Αυτό από μόνο του δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα των καταγγελιών», τόνισαν.
Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι γυναίκες ήταν απολύτως σύμφωνες με τους ιατρικούς κανόνες, αλλά παρερμηνεύθηκαν από τις ασθενείς.
Υποστήριξαν ότι ορισμένες γυναίκες μπορεί να ένιωσαν άβολα ή να παρεξήγησαν τυπικές ιατρικές πρακτικές, δημιουργώντας εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η συνέχεια της υπόθεσης αναμένεται να εξελιχθεί στα ανώτερα δικαστήρια μετά την άσκηση εφέσεως.