Η αυξημένη, 7μελής σύνθεση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε κατά πλειοψηφία ότι οι περικοπές των κυρίων συντάξεων που χορηγούνται από τα ασφαλιστικά ταμεία είναι συνταγματικές, αλλά λόγω μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος η υπόθεση παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Αναλυτικότερα, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μαρκάτο, έκριναν κατά πλειοψηφία, με την υπ΄ αριθμ. 3410/2014 απόφασή τους, ότι οι περικοπές των κύριων συντάξεων δεν είναι αντίθετη στις επιταγές του άρθρου 22 του Συντάγματος. Τα αντίθετα υποστήριξε η μειοψηφία στην οποία περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος του Τμήματος, κ. Σακελλαρίου.
Η πλειοψηφία αναφέρει στην επίμαχη απόφασή της ότι επιτρέπεται στον νομοθέτη να προβαίνει στις αναγκαίες εκείνες επεμβάσεις σε περίπτωση «εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για τη διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών».
Παράλληλα, αναφέρει η πλειοψηφία: «Το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητα του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση τους, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και τη δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται, ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας που πλειοψήφησαν αναφέρουν, μεταξύ των άλλων, ότι «η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος».
Από την πλευρά της, η μειοψηφία αναφέρει: «Ακόμη και όταν επικρατούν στη χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται πέραν της διενέργειας εκτεταμένων πάσης φύσεως διαρθρωτικών μεταβολών στο κράτος και η ταυτόχρονη επιβολή για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αυστηρών φορολογικών και άλλης φύσεως μέτρων, που συνεπάγονται ιδιαίτερα σημαντικές επιβαρύνσεις για τους διοικουμένους, προκειμένου να είναι δυνατό να θεωρηθούν συνταγματικά ανεκτές επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του (διαρθρωτικές εν γένει μεταβολές στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ανακαθορισμός των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των πάσης φύσεως παροχών κ.λπ.), αυτόθροος συνέπεια των οποίων είναι ο περιορισμός της εκτάσεως και του ύψους των πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, πρέπει οι επεμβάσεις να επιχειρούνται μετά από σχεδιασμό, τηρουμένων των επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος και μετά από σχεδιασμό, πρέπει δηλαδή να επιχειρούνται με ορθολογικό τρόπο, που να αποτυπώνεται σε μια προηγούμενη, συνολική μελέτη που να έχει καταρτισθεί επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και μετά από στάθμιση των συνολικών επιπτώσεων, που έχουν οι επεμβάσεις αυτές στις παροχές των ασφαλισμένων».
Μετά από όλα αυτά η μειοψηφία καταλήγει: «Η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα να μειωθεί σε επίπεδο που να μην εξασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα, ακόμα και υπό τις παρούσες λίαν δυσμενείς για τη χώρα οικονομικές συνθήκες, η υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, στην οποία σημειωτέον ότι η συμβολή των ασφαλιστικών οργανισμών ήταν προ της κρίσεως πολύ σημαντική, να μετακυληθεί από το κράτος – το οποίο ήταν και παραμένει υπεύθυνο για τη χάραξη της εκάστοτε ακολουθούμενης ασφαλιστικής πολιτικής και την άσκηση της δέουσας εποπτείας στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως – καθ’ ολοκληρίαν ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους ασφαλιστικούς οργανισμούς».
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει συνταξιούχοι της Αγροτικής Τράπεζας και υποστήριζαν ότι οι περικοπές των συντάξεων τους είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ παράλληλα ζητούσαν να τους καταβληθεί αποζημίωση (σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα) για τη ζημιά που υπέστησαν από τις περικοπές των κύριων συντάξεων τους.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ