Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου μετά από αίτημα για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την νομιμότητα επιβολής του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. σε συμβολαιογράφους και δικηγόρους αλλά και για τη διαγραφή ή μη καταλογισμών, προστίμων και προσαυξήσεων που έχουν επιβληθεί σε συμβολαιογράφο από τον Δήμο Πάτμου, αναμένεται να ανοίξει το δρόμο για όμοιες προσφυγές την ίδια ώρα που οι εκπρόσωποι της ΤΕΔΚ Δωδεκανήσου αρνούνται κατηγορηματικά την κατάργηση του φόρου.
Στην προσφυγή που εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου από το 2001 και χειρίζεται ο δικηγόρος κ Μ. Μπακαλούμας επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η μέση ποσοστιαία επιβάρυνση του ΔΗΦΟΔΩ είναι πολύ μεγάλη για τους επιτηδευματίες της Δωδεκανήσου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται θέματα και προβλήματα νομιμότητας και συνταγματικότητας του φόρου μιας και επιβάλλεται εις βάρος πολιτών μιας συγκεκριμένης και μόνο περιοχής.
Προτείνεται εξάλλου η κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ και η αύξηση κατά μια μονάδα του μειωμένου ΦΠΑ που ισχύει για τα νησιά σε αντιδιαστολή, με πρόβλεψη ώστε τα έσοδα από τον αυξημένο ΦΠΑ να διατίθενται στους ΟΤΑ της Δωδεκανήσου!!
Όπως τονίζεται στα σχετικά δικόγραφα με την παρ. 1 του άρθρου 60 του ν. 2114/1994 ορίζεται ότι επιβάλλεται φόρος υπέρ των ΟΤΑ νομού Δωδ/σου με την ονομασία «Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου», όμως πουθενά στο κείμενο του νόμου, που καθιερώνει και ρυθμίζει αυτόν, δεν υπάρχει σχετική διάταξη που να επιβάλλει τη διοχέτευση των εσόδων που προέρχονται από αυτόν στην εκτέλεση έργων ανάπτυξης, ώστε ο φόρος αυτός να είναι και στην πράξη μοχλός ανάπτυξης και όχι μόνον κατ΅ όνομα.
Σε καμία εξάλλου περίπτωση δεν καλύπτεται η παράλειψη αυτή, αφού με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών με αποφάσεις του καθορίζει μόνον τα διαδικαστικά θέματα με λεπτομέρεια εφαρμογής του, τίποτε δε περισσότερο.
Επισημαίνεται παραπέρα ότι με την παράγραφο 2 του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι ο φόρος αυτός επιβάλλεται μόνον στους επιτηδευματίες επί των ακαθαρίστων εσόδων που πραγματοποιούν από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στη Δωδ/σο, στη δε παράγραφο 5 αναφέρονται οι επιτηδευματίες που απαλλάσσονται και εξαιρούνται από την επιβολή του.
Η διάταξη αυτή όπως επισημαίνεται προσκρούει στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, με τις οποίες απαγορεύεται η επιβολή φόρου επί του κύκλου εργασιών, αφού από αυτήν εξαιρούνται οι λοιποί, εκτός των επιτηδευματιών, φορολογούμενοι πολίτες που αποκτούν εισόδημα στο νομό Δωδ/σου.
Στην ίδια προσφυγή τονίζεται ότι ο ΔΗΦΟΔΩ ως φόρος επί των ακαθάριστων εσόδων ο οποίος αντικατέστησε τον πρώην Δημοτικό Φόρο, ο οποίος κρίθηκε αντικοινοτικός (αποφάσεις ΔΕΚ C- 485/1993 και C- 486/1993 στις υποθέσεις Μαρίας Σιμιτζή και Δήμου Κω) τυγχάνει καθαρά Φόρος κύκλου εργασιών, του οποίου η επιβολή είναι αντίθετη με το άρθρο 33 της 6 κατευθυντήριας οδηγίας (DIRECTIVA) του Συμβολαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία ρυθμίζεται η επιβολή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με αποτέλεσμα να αντικαθίσταται σήμερα ένας μη νόμιμος – αντικοινοτικός φόρος με έναν άλλο επίσης μη μόνιμο – αντικοινοτικό. Είναι δε αδιάφορο για τον χαρακτήρα του φόρου το γεγονός αν αυτός μετακυλίεται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση.
Επισημαίνεται ακόμη ότι και στην περίπτωση που γίνει δεκτή η άποψη των δήμων ότι ο προτεινόμενος φόρος επί των ακαθάριστων εσόδων (Τζίρου) είναι άμεσος φόρος, πάλι δημιουργούνται οικονομικά, νομικά και συνταγματικά προβλήματα (παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας του φόρου – αρθ. 4 παρ. 1, 5 του Συντάγματος), αφού επιβαρύνει επιπρόσθετα ορισμένους μόνο φορολογούμενους με μέση φορολογική επιβάρυνση ίση με το 14% του φορολογητέου εισοδήματός τους.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και οι ακόλουθες απόψεις…
“Εξάλλου και στην περίπτωση αυτή (άμεσος φόρος) η θέσπισή του δεν είναι συνταγματικά ανεκτή, ως άμεσος φόρος, θεσπισμένος με τυπικό νόμο, δεν επιβάλλεται επί καθαρού εισοδήματος κατά την ορθή και σαφή έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στην κρατηθείσα άποψη της έννοιας του εισοδήματος ως καθαρή περιουσιακή αύξηση του φορολογούμενου με αποτέλεσμα να συνιστά ευθεία παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του νομοθετικού ορισμού του φόρου (αρθρ. 78 του Συντάγματος), ως επιβαλλόμενου επί καθαρού εισοδήματος, αφού με τον τρόπο αυτό δεν καλύπτεται από νόμο συνταγματικά ανεκτό.
Παράλληλα η είσπραξη του φόρου αυτού αντιβαίνει σε ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, τόσο του πρωτογενούς, όσο και του παράγωγου. Το σημαντικό αυτό ζήτημα, θέτει ευθέως θέμα εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενόψει του ότι η απόφαση θα εξαρτηθεί από την απάντηση στα προβλήματα που ανακύπτουν, τα οποία αναλύονται παραπάνω και στη συνέχεια.
Ειδικότερα με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ο υπό κρίση φόρος δεν συνιστά «ανταποδοτικό τέλος». Καθόσον δεν συνδέεται με ειδικές υπηρεσίες στους επιτηδευματίες που παρέχονται από την επιβάλλουσα αρχή.
Υπό την εκδοχή, συνεπώς, ότι ο φόρος αυτός επιβαρύνει μόνο τους επιτηδευματίες, προϊόντα και υπηρεσίες, η είσπραξή του συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου προς δασμό αποτελέσματος, με συνέπεια να προσκρούει στο άρθρο 13 παρ. 2 Συνθήκης ΕΟΚ”.
Η εφαρμογή του φόρου, όπως επισημαίνεται στην πορεία, επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών, πλην των ρητώς εξαιρουμένων, του προσδίδει τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών (ΦΚΕ) επιβαλλόμενου σε ένα ή περισσότερα στάδια, πράγμα που αντίκειται στο άρθρο 33 της 6ης οδηγίας ΕΟΚ, για το ΦΠΑ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Νομολογία του ΔΕΚ, τα βασικά στοιχεία του φόρου κύκλου εργασιών, είναι ότι αυτός α) συνιστά γενικό φόρο καταναλώσεως, που πλήττει δηλαδή τα αγαθά, πλην των ρητώς εξαιρουμένων, β) επιβαρύνει τα αγαθά κατ’ αναλογία της αξίας τους και γ) επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή, αν και υπόχρεος προς απόδοση είναι ο υποκείμενος στο φόρο (παραγωγός, έμπορος, ελεύθερος επαγγελματίας, κ.λπ.). Όπως μάλιστα διευκρίνισε το ΔΕΚ στις υποθέσεις Bergrandi και Lambert (όπου επρόκειτο για δημοτικό φόρο), η ιδιότητα του οργάνου που επιβάλλει το φόρο (Κράτος ή Δήμος), είναι άνευ σημασίας, αφού αυτό που μετρά είναι η δομή του φόρου, κατά πόσο δηλαδή υπάρχουν τα προαναφερθέντα στοιχεία του ΦΚΕ.
Προτείνεται εξάλλου με την ίδια προσφυγή για να μπορέσουν οι ΟΤΑ μετά την αντικατάσταση του δημοτικού φόρου να εισπράξουν ανώδυνα τα σημερινά εισπραττόμενα έσοδά τους, να επιβάλλουν ένα φόρο ευρείας βάσεως ενώ τονίζεται ότι δεν είναι δυνατή η καθιέρωση και επιβολή οποιουδήποτε φόρου ευρείας βάσεως πλην του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Επομένως, αν επιδιώκεται η αντικατάσταση του Δημοτικού Φόρου Κατανάλωσης με έναν άλλο φόρο ευρείας βάσεως που να είναι εναρμονισμένος με τις Κοινοτικές Διατάξεις, θα πρέπει αναγκαστικά να κινηθούν οι ΟΤΑ της Δωδεκανήσου και να τον αναζητήσουν μέσα στα πλαίσια του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, μιας και είναι ο μόνος φόρος ευρείας βάσεως που επιτρέπεται από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και ρυθμίζεται από τις Κοινοτικές Διατάξεις.
Προτείνεται παραπέρα να ζητηθεί από την κυβέρνηση να επιβληθεί μία πρόσθετη ποσοστιαία μονάδα πάνω στους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές όλων των νησιών του Αιγαίου, το οποίο πρόσθετο έσοδο θα αποδίδεται από το Δημόσιο στους Δήμους και στις Κοινότητες των νήσων αυτών.
Από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει κανένα νομικό, ούτε οικονομικό πρόβλημα, διότι πρόκειται περί διαθέσεως του προϊόντος της φορολογίας και είναι καθαρά εσωτερικό θέμα.
Επίσης για μία τέτοια επέκταση σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, καθιστά την επιβολή και την είσπραξη του δημοτικού Φόρου απλούστατη χωρίς κανένα γραφειοκρατικό πρόβλημα και χωρίς την ανάγκη αλλαγής εντύπων ΦΠΑ.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/protinete-i-katargisi-tou-difodo-ke-i-afxisi-tou-fpa-kata-mia-monada/