Στην διοίκηση της Καζίνο Ρόδου ΑΕ για τη συλλογή πληροφοριών γύρω από τον καταλογισμό φόρων και προσαυξήσεων ύψους 16 εκατ. ευρώ περίπου στην εταιρεία από την ΔΟΥ Ρόδου παρέπεμψε τον δήμαρχο Ροδίων ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας Ορκωτών Λογιστών «Deloitte» κ Νίκος Σοφιανός.
Ο δήμαρχος όπως έγραψε η «δ» με επιστολή του είχε ζητήσει από την εταιρεία των Ορκωτών Λογιστών που ήλγξε την Καζίνο Ρόδου ΑΕ να του προσκομίζει στοιχεία για την παρατήρηση που περιλαμβάνει η έκθεση ελέγχου που συνοδεύει τον ισολογισμό της σύμφωνα με την οποία μετά από φορολογικό έλεγχο για τις χρήσεις 1999 και 2000 της έχουν καταλογιστεί φόροι και προσαυξήσεις ποσού ευρώ 16 εκατ. περίπου.
Όπως τονίζει ο δήμαρχος στην επιστολή του…
«Μη υπεισερχόμενοι κατ’ αρχήν στο θέμα της νομιμότητας μη καταγραφής στα αποτελέσματα χρήσης ανώνυμης εταιρείας καταλογισμένων φόρων και προσαυξήσεων, όταν ο φορολογούμενος εκφράζει μόνος του επιφυλάξεις μελλοντικής δικαίωσης στα Διοικητικά Δικαστήρια, θέτουμε υπόψη το εξής ζήτημα:
Όπως γνωρίζετε εκ της ελεγκτικής ιδιότητας σας, στην πλευρά των εκμισθωτών (Δήμου Ροδίων και δημοτικής επιχείρησης ΔΗ.ΤΟΥΡ.ΞΕ Α.Ε.) η ελεγχθείσα εταιρεία καταβάλλει μίσθωμα ύψους 2% επί των μικτών κερδών παιγνίων του καζίνο και 2% επί των ακαθαρίστων εσόδων από τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες και τις λοιπές (πλην του συγκροτήματος καζίνο) εκμεταλλεύσεις με επί πλέον προσαυξήσεις κ.λ.π., που αναλύονται στο άρθρο 9 του από 24-1-1997 Συμφωνητικού Υπομίσθωσης του ξενοδοχείου των Ρόδων.
Επί πλέον στα δημοσιονομικά οφέλη που περιέχονται στην προσφορά της ελεγχθείσας εταιρείας, με βάση την οποία έλαβε την άδεια καζίνο της Ρόδου προβλέπονται δημοσιονομικά οφέλη στα οποία περιλαμβάνονται και τέλη υπέρ του Δήμου Ροδίων.
Ύστερα από τα ανωτέρω και επειδή το ειδικό έννομο συμφέρον μας είναι προφανές, παρακαλούμε να μας γνωρίσετε αναλυτικά τα φορολογικά αντικείμενα επί των οποίων καταλογίσθηκαν φόροι και προσαυξήσεις ποσού 16 εκατ. ευρώ περίπου για τις χρήσεις 1999 και 2000, καθώς επίσης εάν προκύπτει η καταβολή μισθώματος και δημοτικών τελών γι’ αυτά».
Στην απάντηση της Deloitte αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Όπως ενδεχομένως γνωρίζετε οι έλεγχοι των οικονομικών καταστάσεων στην Ελλάδα διέπονται από τις διατάξεις του νόμου 3693/2008 το άρθρο 21 του οποίου ρητώς προβλέπει ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα της ελεγχόμενης οντότητας στα οποία έχει πρόσβαση ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ρυθμίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου αλλά και από τον Κώδικα Δεοντολογίας της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Λογιστών…»
Τονίζεται στη συνέχεια «… η σχετική έκθεση ελέγχου που εκδώσαμε η οποία ως γνωστόν αποτελεί δημόσιο έγγραφο, αναφέρει το γεγονός ότι ο φορολογικός έλεγχος για τις χρήσεις 1999 και 2000 έχει καταλογίσει φόρους και προσαυξήσεις ποσού ευρώ 16 εκατ. περίπου με τις οποίες η εταιρεία δεν έχει επιβαρύνει τα αποτελέσματα της επειδή εκτιμά ότι θα δικαιωθεί στα αρμόδια δικαστήρια.
Κατά συνέπεια εφ’ όσον θεωρείτε ότι τεκμηριώνεται το ειδικό έννομο συμφέρον σας θεωρούμε ότι το αίτημα για περισσότερες διευκρινίσεις ή πληροφορίες επί του περιεχομένου των ευρημάτων των φορολογικών αρχών θα έπρεπε να απευθύνεται προς τη διοίκηση της Εταιρείας, η οποία είναι η μόνη αρμόδια για το θέμα αυτό ή ενδεχομένως προς τις αρμόδιες φορολογικές αρχές και πάντως όχι προς εμάς».