Το ενδεχόμενο υποβάθμισης του Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου εξαιτίας της πολιτικής που έχει επιβάλει στην χώρα η Τρόϊκα, ακόμα και κατάργησής του, ως δομής, είναι ορατό στο χρόνο που διανύουμε.
Η διοίκηση του επιμελητηρίου, παρακολουθεί τις εξελίξεις, αν και, όπως δείχνουν τα πράγματα, δύσκολα θα αποφευχθούν οι δυσάρεστες εξελίξεις.
Το πρώτο μέτωπο του Επιμελητηρίου είναι με το ΤΑΙΠΕΔ.
Ο κίνδυνος επέκτασης των αποκρατικοποιήσεων αλλά και μεταφοράς της έδρας του ΤΑΙΠΕΔ στο Λουξεμβούργο και η αλλαγή της διοίκησης με ξένους εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο.
Ο Μηχανισμός Στήριξης (ESM) έχει ζητήσει να επεκταθούν οι αποκρατικοποιήσεις σε όλα τα ακίνητα της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, στα κτήρια των νοσοκομείων που κλείνουν, στα κτήρια ιδιοκτησίας του υπουργείου Πολιτισμού, στα δικαστικά μέγαρα του υπουργείου Δικαιοσύνης, σε περιουσιακά στοιχεία ειδικής χρήσης, όπως είναι οι εκκλησίες και οι φυλακές, ακόμη και σε ακίνητα Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Βασικός στόχος της παραπάνω πρότασης είναι να μεγιστοποιηθεί η αξία της κρατικής ακίνητης περιουσίας της Ελλάδας, κάνοντάς την πιο ελκυστική για τους επενδυτές, να δημιουργηθούν νέες πηγές ρευστότητας για την Ελλάδα που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την αποπληρωμή του χρέους.
Η πληροφορία ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα διεκδικήσει τα τρία ιδιόκτητα ακίνητα του ΕΒΕΔ σε Ρόδο, Κω και Κάλυμνο, προκάλεσε τις αντιδράσεις της διοίκησής του, προληπτικά.
Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ωστόσο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο και θεωρούν πολύ πιθανόν να δημευθεί το ακίνητο του Επιμελητηρίου στην πλατεία Κύπρου.
Το δεύτερο μέτωπο αφορά τα αποθεματικά του Επιμελητηρίου. Η επιμελητηριακή κοινότητα της χώρας ενημερώθηκε ότι τα αποθεματικά των Επιμελητηρίων της χώρας, τα οποία τηρούνται σε λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ισχύει για κάθε ελληνικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), έχουν επενδυθεί σχεδόν στο σύνολό τους σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου (ομόλογα ή/και έντοκα γραμμάτια) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 11 του Ν. 2469/1997, συναποτελώντας (μαζί με αντίστοιχους πόρους άλλων ΝΠΔΔ) το λεγόμενο Κοινό Κεφάλαιο ΝΠΔΔ και Ασφαλιστικών Φορέων. Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, εάν τα Επιμελητήρια ζητήσουν, για λόγους κάλυψης ταμειακών αναγκών τους, χρήματα από αυτά τα αποθεματικά, το σχετικό αίτημα καλύπτεται από τα ρευστά διαθέσιμα του Κοινού Κεφαλαίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, τότε η κάλυψη γίνεται με ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Κοινού Κεφαλαίου, ήτοι των κινητών αξιών, όπου έχουν επενδυθεί οι πόροι των αποθεματικών, η οποία ρευστοποίηση γίνεται με βάση την αγοραία αξία των κινητών αυτών αξιών κατά την ημέρα ρευστοποίησης.
Τα αποθεματικά των Επιμελητηρίων έχουν από τον Ιανουάριο του 2012 μειωθεί κατά τα 2/3.
Το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου είχε κατορθώσει να σώσει τα κεφάλαια, διατηρώντας πλέον μεγάλο μέρος του αποθεματικού στην Alpha Bank.
Για την υπόθεση είχε διενεργηθεί και ποινική προκαταρκτική δικογραφία για τη διερεύνηση τυχόν τελέσεως του αδικήματος της κλοπής, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άνω των 73.000 ευρώ), μετά από καταγγελίες του προέδρου του ΕΒΕ Δωδεκανήσου κ. Γ. Πάππου και του οικονομικού επόπτη κ. Γιώργου Αντώνογλου, για την «αφαίμαξη» σημαντικού μέρους των διαθεσίμων, που διατηρεί το Επιμελητήριο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο κ. Πάππου είχε καταγγείλει συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2012 ότι η κυβέρνηση «άρπαξε» το χρηματικό διαθέσιμο των Επιμελητηρίων, το μετέτρεψε σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και ταυτόχρονα ανακοίνωσε την ένταξη των ομολόγων αυτών στο PSI και στο «κούρεμα» των ομολόγων με αποτέλεσμα την αυτόματη απώλεια του 60% των κεφαλαίων αυτών. Επεσήμανε επιπλέον ότι η «κρατική αυτή παρέμβαση» δημιούργησε προβλήματα στην υλοποίηση δράσεων που είχαν προγραμματιστεί από το ΕΒΕΔ. Ταυτόχρονα η πλειονότητα των διοικήσεων των Επιμελητηρίων της χώρας προχώρησε σε επίθεση κατά της Τραπέζης της Ελλάδος, που λόγω της απομείωσης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, έχασαν πολύ μεγάλο μέρος των αποθεματικών τους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την άλλη, επικαλέστηκε τις αυστηρές διατάξεις του Νόμου 2469/1997, απαντώντας στις επικρίσεις που έχει δεχθεί αναφορικά με τις τοποθετήσεις των αποθεματικών σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, στο λεγόμενο “Κοινό Κεφάλαιο”.
Η δε μετατροπή σε ομόλογα ήταν αναγκαστική και όχι δυνητική για την Τράπεζα της Ελλάδος, η δε συμμετοχή του Κοινού Κεφαλαίου στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων και αναδιάταξης του ελληνικού χρέους (PSI) ήταν επίσης υποχρεωτική ενώ η μείωση της ονομαστικής αξίας της μερίδας κάθε συμμετέχοντος στο Κοινό Κεφάλαιο ήταν απόρροια του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε.
Το τρίτο και σοβαρότερο μέτωπο ωστόσο του Επιμελητηρίου αφορά την κατάργηση της υποχρεωτικής καταβολής των συνδρομών από τα μέλη του.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2015 διακόπτεται συγκεκριμένα η υποχρεωτική εγγραφή των επιχειρήσεων στα Επιμελητήρια της χώρας.
Η εξαγγελία είχε αιφνιδιάσει τους επιμελητηριακούς, οι οποίοι ωστόσο δηλώνουν ότι εδώ και χρόνια συζητιέται κάτι τέτοιο και ότι έπρεπε τα Επιμελητήρια να είναι ήδη έτοιμα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια εξέλιξη.
Ο υπουργός Ανάπτυξης ανακοίνωσε μέτρα για τη διευκόλυνση της ίδρυσης επιχειρήσεων, τη μείωση του κόστους λειτουργίας και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, που θα περιλαμβάνονται σε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που θα εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κατάργηση των υποχρεωτικών συνδρομών ίσως αντικατασταθεί με αύξηση της εισφοράς για εγγραφή-ανανέωση κάθε χρόνο στο ΓΕΜΗ (Γενικό Εμπορικό Μητρώο), που σήμερα είναι 10 ευρώ ανά έγγραφο, όταν αυτή γίνεται μέσω του Επιμελητηρίου, από τα οποία τα δύο κατευθύνονται στο Επιμελητήριο και τα οκτώ προς το Δημόσιο.
Ο κ. Πάππου δήλωσε χθες στη “δ” ότι δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε νέα ανακοίνωση επί της προκείμενης πρόβλεψης και ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος να υποβαθμιστούν τα Επιμελητήρια αδυνατώντας να εκτελέσουν το έργο τους, αφού οι συνδρομές αποτελούν και τον κύριο πόρο τους.