Σφίγγει η θηλιά γύρω από το λαιμό των κατασκευαστών κτηρίων, καθώς το τέλος του τρέχοντος έτους τελικώς όχι μόνο δεν έχει φέρει την υπεσχημένη (από το έτος 2013) ανάπτυξη στην αγορά των ακινήτων, αλλά απεναντίας έχει προκαλέσει τεράστια βύθιση σε ακόμα πιο σκοτεινά, οικονομικά αδιέξοδα. Η σκληρή πολιτική διατήρησης των υψηλών αντικειμενικών αξιών είναι ασύμβατη με την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς και μοιραία εκμηδενίζει το ενδιαφέρον των λιγοστών αγοραστών.
Οι αντικειμενικές τιμές των ακινήτων σε αρκετά σημεία της πόλεως Ρόδου παραμένουν σε δυσθεώρητα επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές με τις οποίες υπολογίζει η εφορία τα ακίνητα, στην περιοχή γύρω από το παλαιό νοσοκομείο της Ρόδου, αγγίζουν τα 2.700 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Την ίδια στιγμή, οι τιμές των καινούργιων διαμερισμάτων, στην ίδια περιοχή, διαμορφώνονται γύρω στα 2.200 ευρώ το μέτρο. Αρα, ακόμα και μια πώληση διαμερίσματος στο ύψος των τιμών που ζητούν οι κατασκευαστές, αμέσως συνιστά ζημία για τους ίδιους.
Το παράδειγμα των τιμών της περιοχής του παλαιού νοσοκομείου Ρόδου αποτελεί απλώς ένα δείγμα για το τι ακριβώς ισχύει σε ολόκληρο το νησί. Ολοι εκείνοι που επένδυσαν μεγάλα χρηματικά ποσά για να κατασκευάσουν σπίτια και πολυκατοικίες, όλοι εκείνοι που χρεώθηκαν στις τράπεζες για να χτίσουν επάνω στο όνειρο μιας υγιούς εθνικής οικονομίας, σήμερα βρίσκονται σε απελπισία. Το κράτος και οι τράπεζες πιέζουν ασφυκτικά προκειμένου να εισπράξουν ποσά που κινούνται έξω και πέρα από κάθε ζωηρή φαντασία.
Την ίδια στιγμή, στην αγορά της Ρόδου (όπως και στην υπόλοιπη χώρα) υπάρχουν δύο ειδών αγοραστές:
Από τη μία πλευρά εκείνοι που εξακολουθούν (ακόμα και σήμερα) να θέλουν να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν μέχρι 70.000 ευρώ. Το χρηματικό αυτό ποσό αποτελεί σήμερα την «οροφή» για τη συντριπτική πλειοψηφία των αγοραπωλησιών ακινήτων. Ουδείς έχει, αλλά και ουδείς είναι διατεθειμένος να ξοδέψει περισσότερα για ένα σπίτι. Μάλιστα, τα μεσιτικά γραφεία της Ρόδου έχουν «γεμίσει» από τέτοιου είδους αιτήματα και αυτά θα ικανοποιούνταν πλήρως εάν και οι ίδιοι οι αγοραστές δεν είχαν γενικά υπερβολικά πολλές απαιτήσεις για το κεφάλαιο που διαθέτουν.
Σε μια άλλη πλευρά βρίσκονται οι αγοραστές που διαθέτουν κεφάλαια μέχρι 150.000 ή ακόμα και 180.000 ευρώ. Αυτοί είναι λίγοι, όμως υπάρχουν και σύμφωνα με τις περιγραφές των επαγγελματιών της αγοράς, οι αγοραστές αυτοί πιέζουν ώστε με το κεφάλαιο που διαθέτουν να αποκτήσουν ακίνητο διπλάσιας αξίας. Μονοκατοικίες και μεζονέτες στις παρυφές της Ρόδου, στην Ιαλυσό και στα Κοσκινού βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αυτών των κεφαλαιούχων. Το πρόβλημα είναι ότι οι απαιτήσεις τους είναι πολλαπλάσιες του κεφαλαίου που διαθέτουν κι έτσι είτε οι κατασκευαστές αρνούνται να διαθέσουν τα ακίνητά τους (διότι θα έχουν ζημία), είτε απλώς το κεφάλαιο δεν είναι αρκετό για να καλύψει το ύψος των προσημειώσεων, που έχουν εγγράψει οι τράπεζες. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις μικρών συγκροτημάτων κατοικιών (τρεις ή πέντε κατοικίες) που έχουν υποθηκευτεί ως σύνολο και σήμερα οι τράπεζες εγείρουν υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις προκειμένου να άρουν μερικώς την προσημείωση για να ολοκληρωθεί μια πώληση για την οποία συμφωνούν τόσο οι αγοραστές, όσο και ο πωλητής.
Δεν θα πρέπει να ξεχνιέται το γεγονός ότι σήμερα στην αγορά της Ρόδου ανθεί το «επάγγελμα» του τοκογλύφου και αυτοί λειτουργούν ως «κοράκια» για να κατασπαράξουν το «πτώμα» των οικονομικά κατεστραμμένων Ελλήνων. Σπίτια και καταστήματα πολύ μεγάλης αξίας, σήμερα βρίσκονται υπό την ασφυκτική πίεση δανειστών, ο οποίοι επισπεύδουν τις διαδικασίες προκειμένου να αποκτήσουν ακίνητα για την κάλυψη των δανεικών, που κάποια στιγμή είχαν δώσει. Τα πρόσωπα αυτά έχουν καταφέρει να επενδύσουν τη δραστηριότητά τους με απόλυτη νομιμότητα, καθώς στα χρόνια που έχουν περάσει, έχουν καταφέρει να εντοπίσουν τους τρόπους με τους οποίους ο παράνομος πλουτισμός ενδύεται το μανδύα της νόμιμης συναλλαγής.
Σε αυτό το νοσηρό κλίμα, οι νόμιμοι επαγγελματίες της αγοράς, οι νοικοκυραίοι και όλοι εκείνοι που δουλεύουν σκληρά (και σε αρκετές δουλειές) για να επιβιώσουν, βιώνουν στο πετσί τους την αδικία από μια χώρα που διοικείται μόνο από ξένες δυνάμεις και τηλεοπτικά παράθυρα.
Εξάλλου, το σύνολο των δανειοληπτών της χώρας παρακολουθούν με τρόμο το πέρασμα των ημερών, που οδηγεί ολοταχώς στην άρση του περιορισμού που προστάτευε την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς.
Το πρόβλημα αφορά δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, διότι το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, υπό το βάρος των πολιτικών εξελίξεων που προέκυψαν ως απότοκος των πιέσεων της τρόικας και επειδή οι δανειστές ήταν αδιάλλακτοι, δεν προχώρησε, όπως αρχικά είχαν υπάρξει υποσχέσεις, στη νομοθέτηση πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας, με αποτέλεσμα όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα κι αυτό του πλειστηριασμού κατοικιών, να παραμένουν ανοιχτά.
Με τη διευθέτηση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων να έχει προχωρήσει ήδη, η ρύθμιση των κόκκινων στεγαστικών δανείων φαίνεται πλέον να αποτελεί ένα θέμα που δεν εντάσσεται -περιέργως πώς- στις προτεραιότητες του νέου υπουργού Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα, παρά τις κυβερνητικές δεσμεύσεις στις αρχές Νοεμβρίου ότι θα υπάρξει ρύθμιση.