Ο θάνατος ενός άστεγου στον δρόμο δεν αποτελεί πλέον είδηση. Ο θάνατος, όμως ενός άστεγου από το κρύο, απέναντι από τη Βουλή της Ιρλανδίας φαίνεται σαν να ξύπνησε τη συνείδηση της χώρας κι έβαλε άλλη μια μικρή βόμβα στα θεμέλια μιας κυβέρνησης, που προσπαθεί απελπισμένα να ξανακτίσει τον μύθο της επιτυχίας, εγκαίρως μήπως και κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Ο 43χρονος Τζόναθαν Κόρι, άθελά του, βρέθηκε νεκρός σε ένα σημείο καθόλου «βολικό» για τον πρωθυπουργό Εντα Κένι, ο οποίος ξαφνικά, για έναν άγνωστο κι εντελώς «ασήμαντο» συμπατριώτη του, βρέθηκε υπόλογος απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνία, αφυπνισμένη πλέον, μετά τις γενικευμένες αντιδράσεις για την επιβολή τέλους σε ένα δημόσιο αγαθό: το νερό.
«Πόσο μακριά από τη Βουλή έπρεπε να πεθάνει ο Τζόναθαν Κόρι για να αντιμετωπιστεί ο θάνατός του ως μια προσωπική τραγωδία και όχι ως ένα πολιτικό σκάνδαλο; Λίγα μέτρα μακρύτερα; Στην άλλη πλευρά της πόλης;» έγραψε πολύ γλαφυρά στους Irish Times ο Σέναν Χάγκερτι.
«Δεν υπάρχει απάντηση. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πέθανε απέναντι από τη Βουλή […] και πριν ο κόσμος μάθει το όνομά του, έβγαλε συμπεράσματα. Πριν μάθουν οτιδήποτε για τη ζωή του, ο θάνατός του έγινε η εθνική ντροπή. […] Η ζωή ενός ανθρώπου τόσα χρόνια ανώνυμου -τον οποίον πολλοί άνθρωποι στο Δουβλίνο θα απέφευγαν να κοιτάξουν όταν τον προσπερνούσαν στον δρόμο όλα αυτά τα χρόνια- βρέθηκε στο επίκεντρο της εθνικής προσοχής».
Απλώς μονόστηλο άλλοι δύο νεκροί μετά τον Τζόναθαν…
Ετσι, την ώρα που τα μέσα ενημέρωσης και η κοινή γνώμη ασχολούνται με εμμονή με τον Τζόναθαν και την άτυχη ζωή του, πανικόβλητοι οι υπουργοί αποφάσιζαν ότι το ζήτημα των αστέγων στο Δουβλίνο -ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και δεκαετίες και δεν έχει λυθεί μέχρι τώρα- πρέπει οπωσδήποτε να διευθετηθεί μέχρι τα Χριστούγεννα!
«Η κρίση των αστέγων είναι σαν μια αυτοψία της ζωής μας, των προτεραιοτήτων μας» έσπευσε να δηλώσει ο πρωθυπουργός Κένι -μια μάλλον μελοδραματική κουβέντα δεδομένου ότι άλλοι δυο άστεγοι, που βρέθηκαν νεκροί λίγες ημέρες μετά τον Τζόναθαν, έγιναν απλώς μονόστηλα στον Τύπο, κανείς δεν ασχολήθηκε και κανείς δεν θυμάται καν το όνομά τους.
Παρ’ όλα αυτά η δήλωση του πρωθυπουργού -και η τρίωρη βόλτα του στους δρόμους για αν αποκτήσει προφανώς ιδίαν αντίληψη για τους αστέγους- δείχνει ότι η απελπισμένη κυβερνητική ρητορική κλιμακώνεται, όσο κλιμακώνεται, με οποιαδήποτε αφορμή- και η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, με φόντο βέβαια τις γενικές εκλογές σε 16 μήνες.
Η κυβέρνηση δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να αγνοεί τις φωνές των «εξεγερμένων» ψηφοφόρων, που μετά από πολλά χρόνια υπομονής υψώνουν ανάστημα στα πολιτικά αφεντικά της χώρας, αρνούμενοι να δεχθούν και το παραμικρό πρόσθετο μέτρο λιτότητας.
Ο άτυχος Τζόναθαν, λοιπόν, άναψε ένα ακόμα φιτίλι κι ο Κένι, που δείχνει να χάνει ολοένα και πιο πολύ την επαφή του με τη κοινή γνώμη, με εκείνα και με τούτα, βλέπει την εξουσία να γλιστράει μέσα από τα χέρια του.
«Εχουμε μια κυβέρνηση με μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή που προχωράει ως πρόβατο επί σφαγή προς τις επόμενες εκλογές», λέει ο Τομ Χίλι του Οικονομικού Ερευνητικού Ινστιτούτου Nevin, μια δραματική αλλαγή για το μεγαλύτερο από τα δυο κόμματα της κυβέρνησης σε σχέση με πέρσι, όταν η Ιρλανδία βγήκε από το δικό της μνημόνιο, με σύσσωμη την Ευρώπη να χειροκροτεί την «επιτυχία».
Αυτά, όμως…τότε. Τώρα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι άλλα είναι τα νούμερα στη Βουλή κι άλλα πιστεύουν οι ψηφοφόροι ότι θα πρέπει να είναι.
Τώρα, το Fine Gael, το κεντροδεξιό κόμμα του Εντα Κένι από πρώτο που ήταν, έρχεται τρίτο στις δημοσκοπήσεις, πίσω από το Σιν Φέιν και το Fianna Fáil, που κυβερνούσε μέχρι το 2011.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση των Irish Times στις αρχές Δεκεμβρίου, το ποσοστό του κυμαίνεται πλέον στο 19%, δηλαδή πιο κάτω από το μισό που απέσπασε προ τριετίας. Και το Σιν Φέιν δεν είναι η μόνη αντισυστημική δύναμη που ωφελείται από την κατάρρευση του κυβερνώντος κόμματος. Η μέτρηση έδειξε ότι σχεδόν το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος είναι έτοιμο να ψηφίσει ανεξάρτητους και μικρά ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς.
Κλίμα δυσαρέσκειας
Ενας από αυτούς τους ανεξάρτητους, ο βουλευτής Μάτι ΜακΓκραθ, υποστηρίζει ότι η διαμάχη για τα τέλη του νερού έχει γίνει σημαία αντίδρασης των Ιρλανδών, που όχι μόνο δεν βλέπουν στην καθημερινότητα τους την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά συνεχίζουν να νιώθουν τις επιπτώσεις με τις περικοπές μισθών και τους φόρους στις συντάξεις.
Λόγοι για αυτό το κλίμα δυσαρέσκειας -εκτιμούν οι Financial Times- είναι αφενός ότι η αποχώρηση της τρόικας εξέθεσε την τεχνοκρατική ανικανότητα των Ιρλανδών αξιωματούχων κι αφετέρου η δεινή θέση της πραγματικής οικονομίας, με τα νοικοκυριά να έχουν χάσει το 20% του διαθέσιμου εισοδήματος τους την τελευταία εξαετία.
Κατά τα άλλα ο Κένι μάλλον υποσχέθηκε πολλά, όταν παρουσίαζε το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων του το 2011. Και πραγματοποίησε πολύ λίγα.
Η «νέα εποχή» που έταξε στους Ιρλανδούς υποτίθεται ότι δεν θα βασιζόταν στον νεποτισμό και την πελατειακή σχέση, ότι θα επέβαλλε τη λογοδοσία και τη διαφάνεια και θα προωθούσε το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά. Δεν έγινε σχεδόν τίποτε από όλα αυτά.
Στην ουσία, εν μέσω κρίσης στην Ιρλανδία ήταν μια εναλλαγή στην εξουσία δυο κεντροδεξιών κομμάτων: έφυγε το Fianna Fáil- που κράτησε τα ηνία της χώρας 61 από τα 79 τελευταία χρόνια και ήταν αυτό που συμφώνησε το μνημόνιο- και τη σκυτάλη παρέλαβε το ελάχιστα πιο δεξιό κόμμα του Κένι, που ανέλαβε να υλοποιήσει το μνημόνιο. Τώρα αναλυτές προβλέπουν άλλη μια ασταθή αναμέτρηση, με πιο δραματικές αλλαγές, εκτιμώντας ότι θα μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ Δεξιάς-Αριστεράς, με την αποσαφήνιση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των κομμάτων και την ανάδειξη της δύναμης των ανεξάρτητων, που ίσως παίξουν πιο καθοριστικό ρόλο στην επόμενη Βουλή.
«Εμείς και Αυτοί…»
Ανοιχτή επιστολή του πρώην άστεγου Μπράιαν Χαλουίν προς κάθε ενδιαφερόμενο
«Εφυγα από το Δουβλίνο το 1991 και επέστρεψα τον Φεβρουάριο του 2010. Είχα 700 ευρώ στο όνομά μου και τρύπες στα παπούτσια μου. Δεν αναγνώριζα την πόλη μου και είχα γκρεμίσει τόσο πολλές γέφυρες που δεν είχα σε ποιον να στραφώ για βοήθεια. Δούλεψα εργάτης στη Γαλλία, ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, και είχα έναν κανόνα: εάν δεν μπορούσα να βρω δουλειά μέσα σε τρεις ημέρες, θα έφευγα. Αυτός ο τρόπος ζωής στο Δουβλίνο της ύφεσης ήταν τελείως αποτυχημένος. Γύριζα από οικοδομή σε οικοδομή και μιλούσα με τον κόσμο. Με κοίταζαν σαν να ερχόμουν από άλλον πλανήτη.
Οσο το σκέφτομαι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τα χρήματά μου για να νοικιάσω ένα δωμάτιο. Αλλά δίστασα και πήρα τη λάθος απόφαση. Κοιμόμουνα στις καρέκλες στον χώρο υποδοχής των hostels, μπαίνοντας κλεφτά μέσα όταν κάποιος πελάτης άνοιγε την πόρτα. Σύντομα με τσάκωσαν και μετά βγήκα στους δρόμους. Αυτό με άλλαξε. Περνάς τον χρόνο σου παρατηρώντας τη διαύγεια του μυαλού σου να επιδεινώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Η απελπισία σε κατακλύζει. Νιώθεις ντροπή. Φρόντιζα να είμαι καθαρός και τακτοποιημένος. Τριγύριζα στον δρόμο. Αλλά αυτή η επικριτική “φωνή” στο κεφάλι μου πάντα με ακολουθούσε. Μια φωνή που τρεφόταν από την έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης και από την ντροπή.
Και μετά, τη νύχτα, ή θα ήμουνα στον δρόμο ή ξαπλωμένος με τα ρούχα μου σε κάποιο κρεβάτι καταφυγίου για αστέγους, κρατώντας σφιχτά το σακίδιό μου στο στήθος μου και τα παπούτσια μου κάτω από το μαξιλάρι. Μερικές φορές κάποιος ερχόταν να μας τσεκάρει μην έχουμε πεθάνει από υπερβολική δόση. Κανένας προσωπικός χώρος. Καμία ιδιωτική ζωή.
Πολλές οι άδειες ώρες που περνάς στους δρόμους. Συχνά μόνος σου, με μόνο τις σκέψεις σου για συντροφιά. “Τι μου συμβαίνει; Τι γίνεται τώρα; Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί είμαι εδώ; Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν σε ανθρώπους σαν κι εμένα”.
Σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές στεκόμουν στον δρόμο κι ένιωθα να έχω δύο επιλογές: η μία να πάω να αγοράσω ένα μπουκάλι ουίσκι και να ξεσπάσω. Και η άλλη να πέσω απαρατήρητος στο ποτάμι, εισπνέοντας μόλις βουλιάξω στο νερό. Οχι για να αναπνεύσω, αλλά για να ρουφήξω νερό. […]
Επί επτά μήνες ζούσα σε ένα hostel. Με διάφορους τύπους να προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα κλοτσώντας τη μέσα στη νύχτα. Με την πρέζα να περνάει από τη χαραμάδα. Αναρωτιόμουνα γιατί είμαι εκεί. Ηταν εξοντωτικό. Στο μεταξύ έχω μετακομίσει σε ένα σπίτι με ένα φίλο. Υπήρξαν φορές που έπρεπε να βγαίνω στους δρόμους και να ζητιανεύω για να μπορώ να πληρώνω το ενοίκιο. […] Νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη προς αυτούς που με βοήθησαν και μου έβαζαν προκλήσεις στον δρόμο μου. Από τότε έχω ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα για να ξεκινήσω μια δουλειά ως ξυλουργός. Για να ξαναχτίσω την αυτοπεποίθησή μου. Για να ξαναχτίσω τις γέφυρές μου. […]
Η αλήθεια είναι ότι είμαι ένας μορφωμένος, καλλιεργημένος και πολυταξιδεμένος άνθρωπος. Πάντα πίστευα ότι έχω το αθέμιτο πλεονέκτημα σε πολλαπλά επίπεδα. Είχα τις λέξεις, την ικανότητα να “συμπάσχω” με τις αρχές που συναλλασσόμουν και τον τρόπο να παλέψω για τα δικαιώματά μου. Μπορούσα να το κάνω αυτό χωρίς να υψώσω τη φωνή μου. Κι αυτό είναι το αθέμιτο πλεονέκτημα. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντούσα δεν γνώριζαν ότι υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες. Οι περισσότεροι- συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων υπαλλήλων- έχουν παγιδευτεί στην δυναμική τού “Εμείς και Αυτοί”. Κι αυτή η δυναμική βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος των αστέγων στην κοινωνία μας. […] Είναι αλήθεια ότι το στερεότυπο του αστέγου υπάρχει. Ενα άτομο εθισμένο στο αλκοόλ ή τα ναρκωτικά, πιθανώς μικροπαραβάτης, απρόβλεπτος στη συμπεριφορά και με τάσεις επιθετικότητας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι μια μικρή μειονότητα σε μια μεγάλη κοινότητα που η κοινωνία έχει βαφτίσει “αστέγους”. […]
Ενας άνθρωπος, λοιπόν, πέθανε στον δρόμο, μερικά μέτρα από το Κοινοβούλιο και ο πρωθυπουργός λέει ότι θα ετοιμάσει κρεβάτια για όλους μέχρι τα Χριστούγεννα. Ο Εντα Κένι πέρασε (μετά τον θάνατο του Τζόναθαν) τρεις ώρες στους δρόμους. “Είναι ντροπή μας”, είπε. Είναι αίσχος”.
Για μένα το αίσχος και η ντροπή είναι ότι βρίσκεται σχεδόν τέσσερα χρόνια στο αξίωμα κι αυτή ήταν η πρώτη νύχτα που βγήκε στον δρόμο. Οτι έπρεπε να πεθάνει ένας άστεγος από το κρύο για να μας προσέξει ο ηγέτης μας».
*Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2011, από τα 4,5 εκατομμύρια των κατοίκων, 3.808 άνθρωποι είναι άστεγοι. Εξ αυτών 457 είναι παιδιά κάτω των 14 (199 παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών και 154 από 5 ώς 9 ετών). Διακόσιοι οκτώ ήταν οι άστεγοι συνταξιούχοι, ένα τρίτο εκ των οποίων είναι άνω των 75. Σχεδόν τα δύο τρίτα των αστέγων είναι μεταξύ 20-59 ετών και το 60% του συνόλου ζει στο Δουβλίνο. Σημαντικό στοιχείο της απογραφής είναι ότι 98.000 νοικοκυριά αιτούνται στέγης σε εργατικές κατοικίες, αδυνατώντας να συντηρήσουν δικό τους σπίτι, πληρώνοντας ενοίκιο.
Συντάκτης: Ελλη Πάνου .efsyn.gr/