Την τελευταία φορά που η περίπτωσή τους απασχόλησε την επικαιρότητα ήταν όταν ανέλαβαν τη σίτιση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των Σύρων προσφύγων της πλατείας Συντάγματος. Δημοτικά και κοινωνικά ιατρεία συνέστησαν κατά τη διάρκεια εκείνης της κρίσης ένα άτυπο δίκτυο κέντρων προληπτικής ιατρικής και πρωτοβάθμιας υγείας με ανομοιογενή χαρακτηριστικά.
Ομως, τα κοινωνικά ιατρεία είναι, σύμφωνα με τους εθελοντές που τα λειτουργούν, δομές έκτακτης ανάγκης που δεν μπορεί να συνεχίσουν τη λειτουργία τους για πολύ ακόμα, ενώ τα δημοτικά ιατρεία είναι ένας θεσμός που προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης, αλλά σήμερα αντιμετωπίζει πρόβλημα ταυτότητας. Χαρακτηριστικό του προβλήματος αυτού είναι το γεγονός ότι σε κανένα υπουργείο δεν υπάρχει καταγραφή τους, ενώ ούτε η ΚΕΔΕ ή οι Ιατρικοί Σύλλογοι της χώρας διαθέτουν σχετικά στοιχεία.
«Πιστεύουμε ότι στο 60% των 325 καλλικρατικών δήμων υπάρχουν δημοτικά πολυϊατρεία. Στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε εθελοντές ιατρούς και εξαρτώνται από την ευαισθησία κάθε δημάρχου και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει», λέει στην «Κ» ο κ. Γ. Πατούλης, πρόεδρος της ΚΕΔΕ και του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Στην Αθήνα πρόκειται να προστεθεί τους επόμενους μήνες ένα ακόμη πολυδύναμο δημοτικό ιατρείο, στα έξι που λειτουργούν αυτή τη στιγμή.
Αύξηση επισκέψεων
Στην πρωτεύουσα μιλούν τα στοιχεία: τo 2013 επισκέφθηκαν τα δημοτικά ιατρεία 32.471 ασθενείς, εκ των οποίων 21.919 ήταν ελληνικής καταγωγής, 7.701 ήταν αλλοδαποί και 2.851 δεν δήλωσαν καμιά εθνικότητα.
Κατά σειρά προτεραιότητας οι ασθενείς αυτοί επισκέφθηκαν τις ειδικότητες του παθολόγου, του δερματολόγου, του οδοντιάτρου, του γυναικολόγου και του παιδιάτρου. Κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2014, τα έξι ιατρεία δέχθηκαν 75% περισσότερους ασθενείς από όσους είχαν δεχθεί την ίδια περίοδο το 2013.
Ο λόγος για τον οποίο εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατακόρυφα η επισκεψιμότητα αυτών των υπηρεσιών είναι ότι έχουν πλέον τη δυνατότητα να συνταγογραφούν ηλεκτρονικά φάρμακα σε ασφαλισμένους του ΠΕΔΥ, εξαιρουμένου μάλιστα του πλαφόν που έχει επιβληθεί στους γιατρούς. «Τα ιατρεία αυτά παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, αφού εξυπηρετούν μεταξύ άλλων ανασφάλιστους, μετανάστες με ή χωρίς χαρτιά και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Διεκδικούμε τώρα τη συνταγογράφηση και για ανασφάλιστους, όπως γίνεται στα νοσοκομεία», λέει η κ. Μαρία Στρατηγάκη, αντιδήμαρχος κοινωνικής αλληλεγγύης και πρόνοιας του Δήμου Αθηναίων.
Το παράδοξο είναι ότι παρά την αδυναμία προσανατολισμού τους, οι δομές αυτές προσφέρουν τόσο σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας (ανασφάλιστοι που χρειάζονται ιατρική φροντίδα), όσο και σε επίπεδο πρόληψης και προστασίας της δημόσιας υγείας. Πριν από λίγες μέρες, τα δημοτικά ιατρεία της Αθήνας έκαναν δωρεάν τεστ ΠΑΠ σε γυναίκες άνω των 25 ετών, ανεξαρτήτως της ασφαλιστικής τους κάλυψης. Τα στατιστικά δείχνουν ότι μόνο το 30% των γυναικών πραγματοποιεί το τεστ κάθε τρία χρόνια, όπως θα έπρεπε. Ο στόχος της καμπάνιας του δήμου ήταν να εντοπίσει γυναίκες που μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα ασθενειών, όπως ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας. Η προηγούμενη καμπάνια του Δήμου Αθηναίων αφορούσε σε σπιρομετρήσεις και αποκάλυψε ότι ένα ποσοστό της τάξης περίπου του 25% των ανθρώπων που εξετάστηκαν δεν γνώριζε ότι πάσχει από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια.
Η ιδέα της μετατροπής των δημοτικών ιατρείων σε κέντρα πρόληψης βασίζεται σε μια αναλυτική μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που έγινε για λογαριασμό του υπουργείου Υγείας προ πενταετίας με τίτλο: «Ανοικτά Κέντρα Προστασίας της Υγείας». «Δεν πρέπει να διασπάσουμε την εθνική προσπάθεια για τη δημιουργία συστήματος πρωτοβάθμιας υγείας. Εκεί που υπάρχει πεδίο δράσης για τα δημοτικά ιατρεία είναι στη συμβουλευτική, στην προληπτική ιατρική, στη νοσηλευτική και στη χρήση νέων τεχνολογιών», λέει ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος, τέσσερις φορές κοσμήτωρ της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας, τα δημοτικά ιατρεία θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στο να μειωθούν οι εκτρώσεις (η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στην Ευρώπη), να καταπολεμηθεί η παχυσαρκία, να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των επισκέψεων στις δομές υγείας (το 75% αυτών αφορά σε συνταγογράφηση για χρόνια νοσήματα και απλές πράξεις, όπως ενέσεις) κ.ά. Η πρόταση των Ανοικτών Κέντρων εδράζεται στη φιλοσοφία των one stop shops και αυτό ακριβώς έχει αξιοποιήσει μια άλλη πρόταση του κ. Πατούλη, η οποία υλοποιείται από 14 δήμους αυτή τη στιγμή: τα ΚΕΠ Υγείας. «Σκοπός είναι η ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και πρόληψη των επτά θανάσιμων νοσημάτων, όπως ορίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας», καταλήγει.
Πρωτοεμφανίσθηκαν το 1930, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη
Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά ο θεσμός των δημοτικών ιατρείων ιδρύθηκε κατά τη δεκαετία του 1930, επί δημαρχίας Σπυρίδωνος Μερκούρη στην Αθήνα, ο οποίος και εγκαινίασε τρία κεντρικά ιατρεία και τρία «λαϊκά» (στις γειτονιές). Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η προσφορά τους κατά τον πόλεμο του ’40, ενώ η μόνη περίοδος κατά την οποία έπαυσαν να λειτουργούν ήταν η περίοδος της δικτατορίας. Επαναθεμελιώθηκαν ως Συμβουλευτικοί Σταθμοί Υγείας επί δημαρχίας Μιλτιάδη Εβερτ το 1987 και από τότε δεν έχει αλλάξει πολύ η φιλοσοφία που προτείνεται για τη λειτουργία τους. «Κατά τη δεκαετία του ’80 βρεθήκαμε με τρία παράλληλα δημόσια συστήματα υγείας, το ΕΣΥ, το ΙΚΑ και τα δημοτικά ιατρεία. Αυτό ήταν βολικό για τους δημάρχους που έκαναν την πολιτική τους και για τους γιατρούς που ήθελαν να αλιεύουν πελατεία», λέει στην «Κ» ο κ. Γεώργιος Ντουνιάς, καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας. «Αυτός είναι όμως και ο λόγος για τον οποίο εγκαταλείφθηκαν σε πολλές περιοχές, όπως στον Πειραιά, όπου διαθέτουν εξοπλισμό και εγκαταστάσεις μεν, έχουν ελλιπές προσωπικό δε», τονίζει ο ίδιος.
Καθημερινή