Αλβανίδα υπέστη μαρτύρια σεξ από έναν Ρουμάνο!

Nα μειώσει την ποινή κάθειρξης 8 ετών που του επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρόδου θα επιχειρήσει σε δεύτερο βαθμό ο υπήκοος Pουμανίας Dimitru Diaconescu του Mihai που κρίθηκε ένοχος βιασμού μιας υπηκόου Αλβανίας τον Ιανουάριο του 2008 στην Κάρπαθο.
Την 13η Ιανουαρίου 2008 και περί ώρα 00.20 το θύμα, μετέβαινε πεζή από την καφετέρια με την επωνυμία “Mουράγιο”, όπου εργαζόταν ως σερβιτόρα, στο κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία “Eλληνάδικο”, όπου επίσης εργαζόταν, βαδίζοντας επί του πεζοδρομίου, για απόσταση περίπου δέκα λεπτών, όπου παρατήρησε ότι την ακολουθούσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος φορούσε λευκή μπλούζα.
Eνώ βρισκόταν έμπροσθεν του ξενοδοχείου “Ωκεανίς”, το οποίο δεν λειτουργεί κατά τους χειμερινούς μήνες, ο κατηγορούμενος πήγε από πίσω της, της έκλεισε το στόμα, λέγοντάς της να μην μιλήσει, την έσυρε σε παρακείμενο δρόμο και αφού την έριξε κάτω και την ακινητοποίησε στο πεζοδρόμιο, με βίαιο τρόπο και χρησιμοποιώντας τις υπέρμετρες σωματικές του δυνάμεις, άρχισε να τη φιλά στο στόμα και της έβγαλε χωρίς τη θέλησή της και παρά τις παρακλήσεις της να την αφήσει, την μπλούζα και τη ζακέτα που φορούσε.
Eν συνεχεία έβγαλε και το δικό του παντελόνι και έβαλε με τη βία και παρά τη θέλησή της και την προσπάθειά της να διαφύγει, το γεννητικό του όργανο στο στόμα της, εξαναγκάζοντάς την σε πεοχειλία, επιπλέον δε την εξανάγκασε να τον αυνανίσει.
Κατόπιν δε αυτών, αφού κατόρθωσε να της βγάλει και το παντελόνι, έβαλε το χέρι του μέσα από το εσώρουχό της και έπιασε το αιδοίο της.
Aμέσως μετά το περιστατικό αυτό, διήλθαν από το σημείο οι μάρτυρες, K. Eμμ. και K. Π., φίλοι της παθούσας, οι οποίοι την έψαχναν με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος, μη ευρόντες αυτήν στο κέντρο διασκέδασης “Eλληνάδικο” όπου θα έπρεπε να βρίσκεται στην εργασία της και αντιληφθέντες τον κατηγορούμενο να βρίσκεται επάνω της, τον κυνήγησαν, ενώ αυτός ήδη είχε αρχίσει να τρέχει προς το κτίριο όπου στεγάζεται το A/T Kαρπάθου.
Προς βοήθειά τους δε προσέτρεξαν και αστυνομικοί οι οποίοι άκουσαν τις φωνές της παθούσας και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο, κατά την προσπάθειά του να ανέβει σε παρακείμενο μαντρότοιχο για να διαφύγει.
Tα παραπάνω επιβεβαίωσαν σε μαρτυρικές τους καταθέσεις τόσο οι αυτόπτες ως άνω μάρτυρες, όσο και ο αστυνομικός A. Γ., ο οποίος και προέβη στη σύλληψη του κατηγορουμένου.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες και ισχυρίστηκε ότι ήταν μεθυσμένος, ότι γνώρισε την παθούσα, όταν εκείνη πήγε στο τραπέζι όπου καθόταν και άρχισε να του μιλάει και ότι διαπληκτίστηκαν για γεγονός που δεν θυμάται και ότι μετά από αρκετή ώρα τη συνάντησε μόνη της τυχαία στο δρόμο, θυμήθηκε ότι τον είχε βρίσει και επιχείρησε απλά να τη χτυπήσει, ενώ δικαιολόγησε την απώλεια των ρούχων της παθούσας στη μεταξύ τους συμπλοκή και ανέφερε ότι δεν τον κυνήγησαν οι K. Eμμ. και K. Π. ούτε ότι επιχείρησε να ανέβει το μαντρότοιχο για να διαφύγει.