Αμφισβητείται η ιδιοκτησία του Δημοσίου σε ακίνητα της Μεγίστης

Την πρώτη δικαστική απόφαση με την οποία τίθεται εν αμφιβόλω οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων της Μεγίστης, εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου.
Η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου ισχυρίζεται ότι μετά το 1932, χρονολογία έναρξης εφαρμογής του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας μετά από τριακονταετή συνεχή δημόσια ειρηνική και αναμφίβολη νομή του κτήματος ακόμη και για δημόσια ακίνητα από το 1942 και λόγω τροποποίησης του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, ο ως άνω χρόνος περιορίζεται στην εικοσαετία υπέρ του νομέως ο διαδρομών χρόνος πριν την 01-01-1932 αφού στο Οθωμανικό κράτος δεν αναγνωριζόταν ο θεσμός της χρησικτησίας.
Η συμπεριφορά αυτή είχε καταγγελθεί ότι παραβιάζει τα όρια του Κράτους Δικαίου…
«Και ενώ εμείς οι κάτοικοι της περιοχής ζούμε ξεχασμένοι από το κοινωνικό κράτος δικαίου, με ρυθμούς ανάπτυξης ασύγκριτα πιο αργούς από την ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, η πολιτεία και οι υπηρεσίες της, μας θυμούνται ξαφνικά για να μας ενημερώσουν πως τα σπίτια μας και οι περιουσίες μας δεν μας ανήκουν αλλά είναι ιδιοκτησία του κράτους”, ανέφερε μεταξύ άλλων σε επιστολή διαμαρτυρίας του στον Πρωθυπουργό της Χώρας κ. Αντώνη Σαμαρά, ο δήμαρχος Μεγίστης κ. Π. Πανηγύρης, που τελεί σε αργία.
Εν πάση περιπτώσει το Μονομελές Εφετείο επιλήφθηκε αντιδικίας του Ελληνικού Δημορίου με 4 κατοίκους της Μεγίστης, που εκπροσωπήθηκαν από το δικηγόρο κ. Ι. Βρούχο.
Με την υπ’ αρ. 7.007/18-6-1998 απόφαση του αναπληρωτή περιφερειακού διευθυντή Δωδεκανήσου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ Δ 634/3-7-1997 κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την κατασκευή λιμνοδεξαμενής, στη θέση «Κιόλια» στη Μεγίστη Δωδεκανήσου, έκταση συνολικού εμβαδού 22.223,91. τ.μ..
Η απόφαση αυτή μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μεγίστης. Στην ως άνω απαλλοτριούμενη έκταση περιλαμβάνεται και το ακίνητο των 4 κατοίκων.
Οι ενάγοντες με την από 13.03.2009 αίτηση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ζήτησαν να αναγνωριστούν δικαιούχοι της αναλογούσας στα ως άνω ακίνητα και προσωρινώς καθορισθείσας αποζημίωσης, πλην όμως το παραπάνω δικαστήριο με την 2/2010 απόφαση του, απέσχε, από την έκδοση αποφάσεως αναγνώρισης δικαιούχων της οριστικής αποζημίωσης, επειδή το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε δική του κυριότητα στα απαλλοτριωθέντα ακίνητα.
Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε, ότι η επίδικη έκταση, ως αγροτική και κείμενη εκτός του οικισμού Μεγίστης, υπαγόταν στις δημόσιες γαίες (αρζί μιρί) και ανήκε στο Ιταλικό Δημόσιο και στη συνέχεια περιήλθε στην ιδιοκτησία του, ενώ τόσο οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων όσο και οι ίδιοι ουδέποτε κατέστησαν κύριοι της επίδικης έκτασης με έκτακτη χρησικτησία, διότι από το χρόνο έναρξης ισχύος των Ιταλικών Κωδίκων του έτους 1865 και 1942, μέχρι την 10.1.1949, οπότε εισήχθη στη Δωδεκάνησο ο ΑΝ 1539/1939 (ο οποίος απαγορεύει την παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι του χρόνου τούτου), δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος νομής κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του ιταλικού ΑΚ του 1865 και 1942.
Από τα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι απώτερος ιδιοκτήτης του επίδικου, υπήρξε ο Γ. Α.. Το επίδικο ήταν παλαιότερα διαχωρισμένο σε δύο επιμέρους αγρούς, 5.000 και 23.000 τ.μ. αντιστοίχως, των οποίων ο Γ. Α. απέκτησε την κυριότητα από τον Ν. Σ. αφενός μεν με συμβόλαιο της δημογεροντίας Καστελόριζου, αφετέρου δε, με συμβόλαιο το οποίο καταστράφηκε σε πυρκαγιά. Έκτοτε, και συγκεκριμένα από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και εντεύθεν, αποδείχθηκε ότι άπαντα τα μέλη της οικογένειας του συννέμονταν το συγκεκριμένο ακίνητο ως ένα ενιαίο.
Επιπλέον δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της καταλυτικής της αγωγής ένστασης του εκκαλούντος-εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας έκτασης και επομένως παρανόμως και χωρίς δικαίωμα το εναγόμενο αμφισβητεί για το ίδιο λόγο την επί του επιδίκου συγκυριότητα των εναγόντων.
Τούτο δε καθόσον γαίες φύσης «εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί», δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεϊμάν (1522 μ.Χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο Τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη «σπάθη και το δόρυ».
Το δικαστήριο έκρινε ότι στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι και η Μεγίστη, που δεν ήταν «δορυάλωτα» δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο Τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε τη γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στις ιδιοκτησίες τους «γαίες μουλκ».
Σημειώνεται ότι η ίδια απόφαση δίνει λύση σε ανάλογα προβλήματα που έχουν ανακύψει και στο νησί της Σύμης.