Το 2013 έφερε περισσότερους από 1,8 εκατομμύρια τουρίστες στην Ελλάδα. Το 2014 προγραμματίζει να τους φθάσει στα 2 εκατομμύρια, αυξάνοντάς τους κατά περίπου 10%. 0 όμιλος TUI αποτελεί τον ισχυρότερο ταξιδιωτικό οργανισμό στην Ελλάδα, διατηρώντας συνεργασίες με περισσότερα από 2.500 ξενοδοχεία στην επικράτεια. Πλέον το ενδιαφέρον του στη χώρα εξελίσσεται. Στο τραπέζι μπαίνουν σχέδια για επενδύσεις με κατασκευή νέων σύνθετων τουριστικών υποδομών στην Κρήτη και στη Ρόδο και η προτεραιότητα για την ανάπτυξη θεματικών προϊόντων σε εγχώριους προορισμούς, έχοντας ως στόχο την ποιοτική διαφοροποίηση και την επέκταση της σεζόν. Οι συναντήσεις εξάλλου του διευθύνοντος συμβούλου της TUI Travel PLC κ. Πίτερ Λονγκ με τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά και την υπουργό Τουρισμού κυρία Ολγα Κεφαλογιάννη στα μέσα Οκτωβρίου «επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον της TUI Travel για στρατηγική συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και ενισχύουν το κοινό όραμα για την ποιοτική ανάπτυξη του τουρισμού» τονίζει στο «Βήμα» ο διευθύνων σύμβουλος της TUI Hellas (θυγατρικής της TUI Travel PLC) κ. Μιχάλης Μαυρόπουλος. Το πλαίσιο της κοινής συνεργασίας έχει τρεις άξονες, την αύξηση του αριθμού επισκεπτών, την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου σε επιλεγμένους προορισμούς και τις κοινές προωθητικές ενέργειες, «μέσα από ένα συγκεκριμένο, ρεαλιστικό, μετρήσιμο και, κυρίως, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα σχέδιο δράσης» προσθέτει, με την ατζέντα να περιλαμβάνει θέματα όπως τα τέλη των περιφερειακών αεροδρομίων και ζητήματα συνδιαφήμισης.
«Η εφετινή χρονιά ήταν πολύ σημαντική» τονίζει ο κ. Μαυρόπουλος, επισημαίνοντας την «εντυπωσιακή τουριστική ανάκαμψη που εκφράστηκε με αύξηση των αφίξεων και των εσόδων» στη χώρα. Για τον ίδιο «καθοριστικός παράγοντας είναι η εθνική συνεννόηση μεταξύ όλων των φορέων του τουρισμού», αναγνωρίζοντας επίσης πως «η ανάκαμψη στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι η χώρα μας ακολουθεί πλέον μια πορεία σταθερότητας». Ενας ακόμη από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο της εφετινής χρονιάς ήταν και οι τιμές, οι οποίες «διατηρήθηκαν ανταγωνιστικές σε σύγκριση με άλλες χώρες της Μεσογείου, με εξαίρεση την Τουρκία που συνεχίζει να προσφέρει πολύ καλό value for money προϊόν, με υψηλή ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών» σημειώνει. Ωστόσο ζητούμενο είναι η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, αναδεικνύοντας την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητα των διακοπών στη Ελλάδα. «Με απλά λόγια, ένας πελάτης θα πρέπει να μπορεί άμεσα και εύκολα να ξεχωρίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας ή της Ισπανίας. Αυτές οι γραμμές διαφοροποίησης δεν είναι ακόμη απολύτως διακριτές σήμερα» εξηγεί.
Οι προοπτικές για το 2014 είναι ευοίωνες, καθώς σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού (ETC) η τουριστική κίνηση προς τη Μεσόγειο αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,6%. «Η Ελλάδα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη Μεσόγειο και να ξεπεράσει ακόμη και τις πιο ευοίωνες προβλέψεις εφόσον συνεχίσει να επενδύει στον τουρισμό ως την κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να εστιάσουν στη βελτίωση των υποδομών, όπως είναι τα περιφερειακά αεροδρόμια, τα λιμάνια καθώς και το οδικό δίκτυο, στην τουριστική εκπαίδευση αλλά και στην τουριστική συνείδηση των πολιτών, στοχεύοντας στη διαφοροποίηση του τουριστικού της προϊόντος, τόσο στο μοντέλο “Ηλιος και Θάλασσα” όσο και πέρα από αυτό» τονίζει και επικαλείται την έκθεση της McKinsey η οποία επιβεβαιώνει αυτή τη θεματική στρατηγική (συνέδρια, «city breaks», πολιτισμός, θαλάσσιες εμπειρίες και ιατρικός τουρισμός ευεξίας).
Οι κύριες αγορές της Βορειοδυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, το Βέλγιο, οι σκανδιναβικές χώρες, «είναι ώριμες αγορές που θα συνεχίσουν να αποτελούν τον κορμό της τουριστικής κίνησης και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης» αναφέρει.
Σύμφωνα με το Euromonitor, «την επόμενη πενταετία οι επισκέπτες από τις αναδυόμενες αγορές Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας και Κίνας (BRIC) θα αυξάνονται περίπου 7% σε ετήσια βάση και αναμένεται ως το 2017 να αποτελέσουν περισσότερο από 30% του εισερχόμενου τουρισμού στην Ευρώπη. Ο στόχος μας αφενός είναι να αυξήσουμε τους παραδοσιακούς πελάτες μας, κυρίως από τη γερμανική αγορά, και αφετέρου να εντείνουμε τις προωθητικές ενέργειες στις αναδυόμενες αγορές, όπως π.χ. η Ρωσία, η οποία έδειξε θεαματική άνοδο την εφετινή χρονιά» συμπληρώνει.