Μηνυτήρια αναφορά κατά δύο αστυνομικών που υπηρετούν στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου και κατά παντός άλλου υπευθύνου που ενεπλάκησαν σε μια απίθανη υπόθεση καταδίωξης και τραυματισμού τριών πολιτών τους οποίους εξέλαβαν για διαρρήκτες και τους οποίους φέρονται να επιχείρησαν να σταματήσουν με τη χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων υπέβαλε χθες στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου ένας εκ των τριών θυμάτων.
Το θέμα που έφερε στο φως της δημοσιότητας η “δ” την 19η Αυγούστου 2009 αποτελεί ήδη αντικείμενο προκαταρκτικής εξέτασης που παρήγγειλε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου αλλά και Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης που παρήγγειλε ο Αστυνομικός Διευθυντής Δωδεκανήσου κ. Γ. Μεσοδιακάκης.
Το εξωφρενικό στην όλη υπόθεση είναι ότι οι αστυνομικοί αντί να αναγνωρίσουν το λάθος τους προχώρησαν παραπέρα σε υποβολή δικογραφίας σε βάρος των πολιτών για… απείθεια!!
Εν πάση περιπτώσει στη μήνυση που υποβλήθηκε από το δικηγόρο κ. Μ. Τεχνίτη χθες αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Στις 15 Αυγούστου 2009 και περί ώρα 5.30′ το πρωί, επί της λεωφόρου Ρόδου-Καλλιθέας στο ύψος αυτής μετά το Ξενοδοχείο “ΚΡΕΣΤΕΝ ΠΑΛΑΣ” οδηγούσα την με αριθμό κυκλοφορίας ΡΚΥ-440 δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας μου, χρώματος μαύρου, στην οποία επέβαιναν άλλα δύο άτομα.
Ενα Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο τύπου “NISSAN ALMERA” (παλαιό μοντέλο) χρώματος μπλε, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα (που όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ήταν οι παραπάνω εγκαλούμενοι αστυνομικοί, το δε αυτοκίνητο ήταν υπηρεσιακό της Αστυνομίας με συμβατικές πινακίδες), με πρόθεση (δόλο) προσέκρουσε στο οπίσθιο μέρος της μοτοσικλέτας μου, με απώτερο σκοπό τους την ανατροπή της τελευταίας και βεβαίως όλων των επιβαινόντων σ’ αυτήν, όπως πράγματι συνέβη.
Από την ανατροπή της μοτοσικλέτας και την πτώση μας στο κράσπεδο της λεωφόρου, τραυματιστήκαμε και οι τρεις επιβαίνοντες. Ειδικότερα εγώ υπέστην κάταγμα του αριστερού χεριού μου, καθώς και εκδορές και μώλωπες σε διάφορα μέρη του σώματός μου εξ αιτίας των οποίων μεταφέρθηκα (καθώς και οι άλλοι συνεπιβαίνοντες φίλοι μου) στο Νοσοκομείο της Ρόδου όπου μας προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες και μου ετέθη γύψος (τύπου αναρτοειδούς), ενώ μου συνεστήθη αναρρωτική άδεια έξι εβδομάδων και επανεξέταση. Επίσης η μοτοσικλέτα υπέστη υλικές ζημιές για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 350 ευρώ περίπου.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από την εσκεμμένη πρόσκρουση του παραπάνω αυτοκινήτου στο οπίσθιο μέρος της μοτοσικλέτας μου, τόσον εγώ όσο και οι φίλοι μου, ακούσαμε πυροβολισμούς, που όπως μου είπαν αργότερα οι συνεπιβαίνοντες φίλοι μου, προήλθαν από όπλο που κρατούσε ο δεύτερος από τους εγκαλούμενους αστυνομικούς, ο οποίος πυροβολούσε στον αέρα (τον είδαν και οι δύο φίλοι μου, ενώ εγώ δεν γύρισα να δω καθόσον οδηγούσα το δίκυκλο όχημα μου και είχα τεταμένη την προσοχή μου στην οδήγηση).
Οι εγκαλούμενοι, δεν πήραν δυστυχώς κάποιο μήνυμα, από τον άδικο χαμό του δεκαεξάχρονου μαθητή που πριν μερικούς μήνες έπεσε νεκρός στο κέντρο της Αθήνας από πυροβολισμούς συναδέλφων τους αστυνομικών (αλλά και άλλων θυμάτων εξ αιτίας άσκοπων πυροβολισμών από όπλα αστυνομικών), ούτε από τον οδυρμό και την θλίψη των γονέων του, ούτε από την αντίδραση της κοινής γνώμης, ούτε από τα γεγονότα που δυστυχώς ακολούθησαν.
Και σαν να μην αρκούσε ο τραυματισμός μας από την με δόλιο τρόπο πρόσκρουση του αυτοκινήτου, οι εγκαλούμενοι αμέσως μετά την πτώση μας, μας έθεσαν χειροπέδες, μας αφαίρεσαν ότι είχαμε στις τσέπες μας (κινητά, πορτοφόλια, τσιγάρα, αναπτήρες κ.λπ.), τον δε φίλο μας (…), ο εκ των εγκαλούμενων, χαστούκισε.
Και όλα τα παραπάνω έγιναν τόσο αιφνιδιαστικά που δεν κατάλαβε κανείς μας τι συμβαίνει. Μας είπαν ότι είναι αστυνομικοί και ότι μας συλλαμβάνουν διότι είμαστε ύποπτοι κλοπής(!!).
Παρά δε τις εκκλήσεις (και τα άλλοθί μας), ότι δεν έχουμε καμία σχέση με κλέφτες και το γεγονός ότι τους εκλιπαρούσαμε να μας μεταφέρουν λόγω του τραυματισμού μας στο Νοσοκομείο, οι εγκαλούμενοι χωρίς χρονοτριβή αντί να μας πάνε στο Νοσοκομείο, μας οδήγησαν αμέσως (παρά το σπασμένο χέρι μου τα αίματα που έτρεχαν από παντού, τα βογγητά από τους πόνους) στο ξενοδοχείο “ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΜΑΡΕ”, προκειμένου να υποδειχθούμε στους παθόντες της κλοπής για την αναγνώρισή μας ως δήθεν κλέφτες(!!!), που βεβαίως ουδεμία σχέση είχαμε με τους δράστες της κλοπής. Και κατόπιν αυτού μεταφερθήκαμε και οι τρεις στο Νοσοκομείο Ρόδου.
Οι εγκαλούμενοι με τις παράνομες και αυθαίρετες πράξεις τους εναντίον μου, ενήργησαν:
1) κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος, κατά τις οποίες ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας και ότι η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Οτι κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται, ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όπως και όταν ο νόμος ορίζει.
2) Δεν σεβάσθηκαν όπως είχαν υποχρέωση, σύμφωνα με το Νόμο (ΠΔ 254/2004, ΦΕΚ Α 238/3.12.2004), την αξία μας ως ανθρώπων και δεν μερίμνησαν για την προστασία των δικαιωμάτων μας ως ατόμων και ως μελών του κοινωνικού συνόλου.
3) Δεν ενήργησαν, όπως είχαν υποχρέωση, με βάση τις αρχές της νομιμότητας.
4) Δεν σεβάσθηκαν το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια μας ως ατόμων. Προκάλεσαν εναντίον μας (εμού και των φίλων μου) πράξεις απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, προβαίνοντας με τον τρόπο αυτό σε κάθε παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων μας.
5) Ενήργησαν την σύλληψη μας χωρίς αυτό να προβλέπεται από το Σύνταγμα και τους νόμους. Κατά δε την παράνομη σύλληψή μας δεν ενήργησαν με σύνεση, ενώ με τις πράξεις τους έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή μας και εν γένει πρόσβαλλαν την αξιοπρέπειά μας. Μας δέσμευσαν με χειροπέδες αν και δεν προβάλαμε καμία αντίδραση (με ποιο άλλωστε τρόπο θα προβάλλαμε αντίσταση αφού τόσον εγώ όσο και οι έτεροι δύο φίλοι μου σερνόμασταν από τους πόνους στο κράσπεδο της λεωφόρου, τραυματισμένοι από την πτώση της μοτοσικλέτας), ούτε είμαστε ύποπτοι φυγής».