Απόφαση “σταθμός” του Εφετείου Δωδεκανήσου που εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής ενός κατοίκου Αρχαγγέλλου που εργαζόταν με διαδοχικές αλλά διακεκομμένες συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον οικείο Δήμο εισάγει πρώτη πανελληνίως στο Ελληνικό Δίκαιο σχετική κοινοτική οδηγία που επιτάσσει να αναγνωριστεί η εργασιακή του σχέση με τον συγκεκριμένο ΟΤΑ ως αορίστου χρόνου.
Την απόφαση αυτή του Εφετείου Δωδεκανήσου χαρακτήρισε χθες “ανάσα για τους συμβασιούχους” ο δικηγόρος κ Μ. Κόκκινος, που χειρίστηκε τη συγκεκριμένη υπόθεση, τονίζοντας παραπέρα ότι αναμένεται να προκαλέσει και αναθεώρηση σχετικών απόψεων του ΑΣΕΠ που απορρίπτουν για τυπικούς λόγους προσφυγές εργαζομένων, που διεκδικούν την υπαγωγή τους στους αορίστου χρόνου.
Εν πάση περιπτώσει το Εφετείο Δωδεκανήσου με την απόφαση του ερμηνεύει, τις εφαρμοστέες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις ρήτρες της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και κρίνει ότι, δυνάμει του Νόμου 2121/1920, ως ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου, σε συνδυασμό με την κοινοτική οδηγία 1999/70/ΕΚ, ο συμβασιούχος έχει πλέον καταστεί αορίστου χρόνου.
Η απόφαση του ΔΕΚ, άφηνε εξάλλου τα ελληνικά δικαστήρια απολύτως ελεύθερα να εφαρμόσουν αντί για το περιοριστικό ΠΔ 164/04, το νόμο 2112/20 που επιτρέπει τη μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, εφόσον κρίνουν -κατά περίπτωση- ότι είναι αναγκαία η εφαρμογή για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των συμβασιούχων.
Το ΔΕΚ τόνισε ξεκάθαρα, ότι αποκρούεται η θέση της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και η ταυτόσημη κρίση της Ολομέλειας του ΑΠ (στην απόφαση 20/07), που υποστήριζαν ότι δεν μπορεί να ισχύει ο Ν2112/20 αλλά μόνο το Π.Δ 164/04.
Το ΔΕΚ είχε εκδώσει την από 23-4-2009 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις, όπως το ελληνικό προεδρικό διάταγμα 164/2004, το οποίο επιγράφεται «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» και προβλέπει, κατά την ειδική μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στο εσωτερικό δίκαιο με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεών της στο δημόσιο τομέα, την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή μια εθνική ρύθμιση, όπως το προεδρικό διάταγμα 164/2004, η οποία, αντίθετα από ό, τι συνέβαινε με προϊσχύοντα κανόνα του εσωτερικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, αφενός δεν προβλέπει πλέον, σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ή επιβάλλει ορισμένες αθροιστικές και περιοριστικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή αυτή και αφετέρου αποκλείει από τα μέτρα προστασίας που προβλέπει τους εργαζομένους που έχουν συνάψει μια πρώτη ή μία και μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν, περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/apofasi-stathmos-gia-tous-simvasiouchous/