Αθώος γνωστός ξενοδόχος μετά από μία μαραθώνια συνεδρίαση

Aθώος κρίθηκε χθες, μετά από μια μαραθώνια συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, που εξέτασε τρείς υποθέσεις στις οποίες ήταν κατηγορούμενος, για τα αδικήματα της απάτης, της πλαστογραφίας και της υπεξαίρεσης, γνωστός ξενοδόχος της Ρόδου, που είχε καταδικαστεί το Δεκέμβριο του 2011 σε ποινή κάθειρξης 24 ετών.
Η απόφαση του δικαστηρίου ελήφθη κατά πλειοψηφία καθώς δύο δικαστές έκριναν ότι και στις τρείς υποθέσεις έπρεπε να κριθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Όπως έγραψε ξανά η “δ”, ο ξενοδόχος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ως άνω κατηγορίες μετά από μηνύσεις που υπέβαλε σε βάρος του η σύζυγος του εκλιπόντος αδελφού του και κληρονόμος του, κάτοχος πλέον του συνόλου των μετοχών οικογενειακής ξενοδοχειακής εταιρείας μετά από διανομή της οικογενειακής περιουσίας.
Ο κατηγορούμενος ξενοδόχος μετά του αποβιώσαντος αδελφού του, σύστησε στη Pόδο δύο ανώνυμες τουριστικές – ξενοδοχειακές εταιρείες το έτος 1984 και 1986, με σκοπό την εκμετάλλευση των δύο συνιδιόκτητων ξενοδοχείων τους στη Λάρδο. Και στα δύο διοικητικά συμβούλια των ως άνω εταιρειών συμμετείχαν, μέχρι του θανάτου του αδελφού του, τα ίδια πρόσωπα με άλλους ρόλους και τούτο για τυπικούς και μόνον λόγους. Συγκεκριμένα στη μια ως πρόεδρος του Δ.Σ. είχε οριστεί ο εκλιπών ενδιαμέσως αδελφός του και ο ίδιος διευθύνων σύμβουλος, ενώ στην άλλη πρόεδρος ήταν ο ίδιος και διευθύνων σύμβουλος ο εκλιπών αδελφός του.
Mετά το θάνατο του αδελφού του, η σύζυγός του, νυν πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του Δ.Σ., υπέβαλε μηνύσεις και αστικές αγωγές εις βάρος του κουνιάδου της, υποστηρίζοντας ότι είχε τελέσει τα ως άνω αδικήματα σε βάρος της εταιρείας. Η αντιδικία κρατά χρόνια και οι προσπάθειες για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς δεν τελεσφόρησαν.
Στην πρώτη υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε ποινή κάθειρξης 10 ετών στον κατηγορούμενο, που κρίθηκε ένοχος απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και πλαστογραφίας κατ ́εξακολούθηση. Φερόταν συγκεκριμένα την 14η Nοεμβρίου 2002, διενεργώντας διαπραγματεύσεις με την χήρα, ενεργούσα ατομικώς και για λογαριασμό των 3 θυγατέρων της, με σκοπό την κατάρτιση εξωεταιρικής σύμβασης για τη διανομή της περιουσίας, που ανήκε στον ίδιο και στον αδελφό του και στην οποία περιλαμβάνονταν οι δύο ανώνυμες εταιρείες προκειμένου να πείσει την ανωτέρω ότι η μια εκ των εταιρειών η οποία θα περιερχόταν σε αυτές δυνάμει της εξωεταιρικής σύμβασης που επρόκειτο να καταρτισθεί, βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από την άλλη, η οποία θα περιερχόταν στον ίδιο και στη σύζυγό του δυνάμει της ίδιας σύμβασης της παρέστησε ψευδώς, ότι όφειλε στο Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων μόνον το ποσόν των 55.000 ευρώ.
Φερόταν συγκεκριμένα να της εμφάνισε αποσπάσματα του συγκεντρωτικού ημερολογίου γενικής λογιστικής, στα οποία είχαν καταχωρηθεί εικονικοί αριθμοί δήθεν γραμματίων είσπραξης, ότι η ανωτέρω εταιρεία είχε δήθεν προβεί σε καταβολές προς το IKA ποσού 528.246 ευρώ, και ανακριβείς (μηδενικές) βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας, παρ’ όλο που οι καταχωρήσεις ήταν εικονικές και οι βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας ψευδείς κατά περιεχόμενο και ότι η οφειλή της εταιρείας προς το IKA ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 530.837,24 ευρώ. Οι ανωτέρω αντισυμβαλλόμενες του εφέροντο να είχαν ζημειωθεί κατά το ποσόν των 475.837,24 ευρώ, υπό τη μορφή αύξησης του παθητικού τους.
Επιπλέον φερόταν να κατάρτισε πλαστό έγγραφο και συγκεκριμένα εντός του έτους 2000 να νόθευσε το συγκεντρωτικό ημερολόγιο γενικής λογιστικής της ανώνυμης εταιρίας καταχωρώντας σε αυτό 29 ανύπαρκτες καταβολές προς το ΙΚΑ αλλά και δύο πλαστές βεβαιώσεις του ΙΚΑ Αρχαγγέλου, στις οποίες βεβαιώνεται ότι η εταιρεία δεν οφείλει ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ο κατηγορούμενος και η υπεράσπιση του αντέτειναν στο δικαστήριο ότι πράγματι υπήρξαν εικονικές εγγραφές στα λογιστικά βιβλία αλλά αυτό έγινε για φορολογικούς λόγους. Σε ό,τι αφορά το ύψος των ασφαλιστικών οφειλών ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν σε γνώση των αντιδίκων τους και ότι σε κάθε περίπτωση ανάλογη ήταν η εικόνα με τις οφειλές και της έταιρης ξενοδοχειακής εταιρείας, που ανέλαβε ο κατηγορούμενος.
Στη δεύτερη υπόθεση είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 8 ετών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Ο ξενοδόχος φερόταν κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Ιανουαρίου 2001 έως την 14 Νοεμβρίου 2002, ως διευθύνων σύμβουλος και διαχειριστής της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, εκμεταλλευόμενος, πρώτον, την απουσία ουσιαστικού ελέγχου από τον πάσχοντα από βαριά και ανίατη ασθένεια αδελφό του, ο οποίος απεβίωσε στις 17.1.2002 και δεύτερον, τον αποκλεισμό με εντολή του οποιασδήποτε δυνατότητας πρόσβασης των κληρονόμων του αποβιώσαντος, αφού εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας εννέα επιταγές ποσού 311.437.113 δραχμών του πρακτορείου 1-2 Fly Gmbh δεν εισήγαγε το σύνολο των εισπραχθέντων χρημάτων σε μετρητά στο ταμείο ούτε και κατέθεσε το σύνολο των χρημάτων στους δύο τραπεζικούς λογαριασμούς όψεώς της, ούτε παρέδωσε τα χρήματα στο νέο Δ.Σ. αλλά το ιδιοποιήθηκε.
Φερόνταν ακόμη να μην εμφάνισε καθόλου στο λογιστήριο μια εκ των επιταγών ποσού 32.605.700 δραχμών και λογιστής να ενέγραψε στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ως έσοδο το ποσό των 187.359.011 δρχ. από άλλες επιταγές το οποίο δεν κατατέθηκε στους λογαριασμούς της και επιπλέον ως έξοδο του λογαριασμού «ταμείο» του έτους 2001 του βιβλίου απογραφών και ισολογισμών το ποσό των 648.569,33 ευρώ προς την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως «ΕΤΒΑ».
Το παραπάνω ποσό δεν αφορούσε πληρωμή προς την ΕΤΒΑ, αφού η ΕΤΒΑ είχε παραιτηθεί στις 10.12.2001 από απαιτήσεις της έναντι της πολιτικώς ενάγουσας, συνολικού ποσού 689.141,78 ευρώ, προερχόμενη εκ δανείων και θα έπρεπε το ποσό των 221.000.000 δρχ. να καταχωρηθεί στα έσοδα της εταιρείας στον λογαριασμό «ταμείο» και όχι να μειωθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού των εσόδων του έτους 2001 κατά 221.000.000 δρχ..
Και στην υπόθεση αυτή τονίστηκε ότι οι λογιστικές αλχημείες έγιναν προκειμένου να μην υπάρξουν συνέπειες με καταδιωκτικά μέτρα κατά των εταιρειών και με τα χρήματα που αντλήθηκαν καλύφθηκαν οφειλές των εταιρειών.
Στην τρίτη υπόθεση είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 6 ετών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας.
Φερόταν συγκεκριμένα, έχοντας λάβει εκτός των άλλων επιταγών και τρεις επιταγές που είχαν εκδοθεί από το γερμανικό πρακτορείο τουρισμού «1-2-FLY GmbH», οι οποίες αφορούσαν προκαταβολές της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου του έτους 2003, έναντι των κρατήσεων δωματίων που θα πραγματοποιούσε το πρακτορείο, να έδωσε εντολή να καταχωρηθούν στα λογιστικά βιβλία της πολιτικώς ενάγουσας τα ποσά των επιταγών ως εισπράξεις-έσοδα από το παραπάνω πρακτορείο, ώστε να απεικονίζονται μόνο ως λογιστικά μεγέθη στα βιβλία της πολιτικώς ενάγουσας και δεν κατέθεσε στο ταμείο της, είτε συγχρόνως με την καταχώρηση των εισπράξεων, είτε μεταγενέστερα και μέχρι την 14.11.2002, ημερομηνία κατά την οποία παραιτήθηκε από διευθύνων σύμβουλος και διαχειριστής της, ούτε τα κατέθεσε στους τραπεζικούς λογαριασμούς, που τηρούσε η πολιτικώς ενάγουσα, όπως όφειλε να πράξει.
Του αποδόθηκε συγκεκριμένα ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 214.172,46 ευρώ.
Η πλευρά του κατηγορούμενου αντέτεινε ότι τα χρήματα μπήκαν σε κοινούς λογαριασμούς με αποτέλεσμα να μη νοείται υπεξαίρεση, ενώ διατέθηκαν για δαπάνες των εταιρειών. Τον κατηγορούμενο εκπροσώπησαν οι δικηγόροι κ.κ. Νίκος Κωνσταντόπουλος, Φ. Χατζηδιάκος και Βασ. Υψηλάντης και την πολιτική αγωγή οι δικηγόροι κ.κ. Μ. Βλάχος, Κ. Ασλάνης, Δ. Σακάλογλου και Eλ. Παπαμιχαήλ.