Αβάσιμη η μήνυση Γιαννόπουλου κατά Χατζηευθυμίου και επιθεωρητών

Να μην γίνει κατηγορία κατά του Δημάρχου Ροδίων κ Χ. Χατζηευθυμίου για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης του επικεφαλής της μείζονος μειοψηφίας στο δημοτικό συμβούλιο και πρώην Δημάρχου Ροδίων κ Γ. Γιαννόπουλου αποφάσισε με το υπ’ αρίθμ. 113/2009 βούλευμα που εξέδωσε την 22α Οκτωβρίου 2009 και επέδωσε την επόμενη ημέρα στους διαδίκους το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Το δικαστικό συμβούλιο με το ίδιο βούλευμα αφού εξέτασε την από 9 Μαρτίου 2006 μήνυση που είχε υποβάλει ο κ Γιαννόπουλος αποφαίνεται ακόμη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία στους Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης Κρήτης κκ Εμμανουήλ Μπιτσάκη και Αμαλία Κολτσίδα για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος από κοινού και της ψευδούς βεβαιώσεως πράξη η οποία όπως καταγγέλθηκε τελέστηκε στο Ηράκλειο στις 22 Ιουλίου του 2005 ενώ έκρινε ακόμη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά της δημοτικής συμβούλου και προϊσταμένης του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου κ Ρένας Μαντικού για την πράξη της παράβασης καθήκοντος η οποία φέρεται να τελέστηκε στη Ρόδο στο διάστημα από 1999 έως 2004.
Η δικογραφία που έχει σχηματιστεί έχει χωριστεί για την κ Μαντικού για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που φέρεται να τελέστηκε στις 3 Νοεμβρίου 2004. Πιθανολογείται ότι για την πράξη αυτή θα σχηματιστεί κατηγορητήριο κατά της κ Μαντικού καθώς μάλιστα σε 9 μέρες από σήμερα το αδίκημα για το οποίο της ασκήθηκε σχετική ποινική δίωξη παραγράφεται.

Για τις ως άνω πράξεις ασκήθηκε ποινική δίωξη στους ανωτέρω κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου προς τον κ Πταισματοδίκη την 4η Φεβρουαρίου 2009. Η δικογραφία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου λόγω αρμοδιότητας, ως εκ της ιδιάζουσας δωσιδικίας του Δημάρχου Ροδίων και λόγω συνάφειας για τους λοιπούς και επανήλθε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών με παραγγελία του την 22α Σεπτεμβρίου 2009 για την εισαγωγή της στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση ότι απαιτήθηκε χρονικό διάστημα 43 μηνών για να αποφανθούν οι τοπικές δικαστικές αρχές επί της ασκηθείσης μηνύσεως.
Στο διατακτικό του απαλλακτικού βουλεύματος αναφέρονται τα εξής:
«Με την υπ’ αρι. 9002/31.08.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου ανατέθηκε στους Οικονομικούς Επιθεωρητές Κρήτης Μπιτσάκη Εμμανουήλ του Γεωργίου και Κολτσίδα Αμαλία του Βάϊου η διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου της Δημοτικής Επιχείρησης Συγκοινωνιών Ρόδου ΡΟΔΑ (ΔΕΣ ΡΟΔΑ). Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, υποβλήθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. 3236/22.07.2005 Πορισματική Εκθεση Εκτακτου Διαχειριστικού Ελέγχου. Σύμφωνα με αυτή, διαπιστώθηκαν παρατυπίες σε θέματα που αφορούν προμήθειες, προσλήψεις – μετατάξεις – προαγωγές, ένταξη εσόδων σε απαλλασσόμενα από Φ.Π.Α., με συνακόλουθη επιβάρυνση της επιχείρησης με επιβολή προστίμου από τα ΠΕΚ Πειραιά κ.λπ. Για τη συναγωγή των σχετικών συμπερασμάτων, οι επιθεωρητές έλαβαν υπόψη, όπως ρητά αναφέρουν στο πόρισμά τους, τις ληφθείσες μαρτυρικές καταθέσεις την απαντητική επιστολή του Προέδρου του Δ.Σ. και εγκαλούντος, τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων, των ενταλμάτων πληρωμής και το συσχετισμό εγγράφων και στοιχείων που περιήλθαν στην υπηρεσία. Μεταξύ άλλων, εξετάσθηκε ενόρκως η Μαντικού Ειρήνη του Μιχαήλ, Προϊσταμένη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Περιφέρειας Ν. Αιγαίου και Ελεγκτής της ΔΕΣ ΡΟΔΑ. Οι εξετασθέντες μάρτυρες επιβεβαίωσαν τη διενέργεια προμηθειών με απευθείας αναθέσεις κατά παράβαση του Κανονισμού της επιχείρησης και του νόμου, τις παράνομες προσλήψεις – μετατάξεις – προαγωγές, το εσφαλμένο της απαλλαγής εσόδων από Φ.Π.Α. Γενικότερα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι επιθεωρητές επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους και ιδίως από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Σύμφωνα με τον εγκαλούντα, οι επιθεωρητές κινήθηκαν με πολιτικές σκοπιμότητες, με αποτέλεσμα αφενός μεν να οδηγούνται σε αντιφατικά συμπεράσματα, αφετέρου δε να αποσιωπούν τις ευθύνες άλλων προσώπων, όπως είναι η ανωτέρω τέταρτη κατηγορούμενη κ. ΜΑΝΤΙΚΟΥ. Ωστόσο, από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της ορθότητας των συμπερασμάτων και της αλήθειας των στοιχείων πάνω στα οποία αυτά βασίστηκαν, τα συμπεράσματα δεν είναι αυθαίρετα, αλλά στηρίζονται σε λογική επεξεργασία στοιχείων. Οσον αφορά στην καταγγελία του εγκαλούντος ότι δεν αποδόθηκαν ευθύνες στην τέταρτη κατηγορούμενη, στο βαθμό που με την ιδιότητά της ως Ελεγκτού της ΡΟΔΑ επικύρωσε τις παρατυπίες που διαπιστώνονται στο πόρισμα, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αυτή δεν ήταν υπάλληλος της Δημοτικής Επιχείρησης, αλλά διορισμένη από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ροδίων (βλ. άρθ. 281 π.δ. 410/1995) και ως εκ τούτου δεν ενέπιπτε στο αντικείμενο της έρευνας των ελεγκτών. Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει ότι επιχειρήθηκε εκ μέρους των ελεγκτών η αποσιώπηση της ως άνω ιδιότητας της τρίτης των εγκαλουμένων, δεδομένου ότι στην από 3.11.2004 ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του πρώτου των εγκαλουμένων, καλείται να απαντήσει υπό τη διπλή ιδιότητά της, ήτοι «σαν αρμόδια προϊσταμένη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Νομού Δωδ/σου & ελεγκτής από το έτος 1999-2002-2003 της Δημοτικής Επιχείρησης ΔΕΣ ΡΟΔΑ». Οσον αφορά στην καταγγελία του εγκαλούντος ότι στο πόρισμα γίνεται, ως μη έδει, λόγος για τη φερόμενη πλαστογράφηση των υπ’ αρ. 153/2002 και 154/2002 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, λεκτέα τα εξής: Πρώτον, τα σχετικά στοιχεία προέκυπταν από τις σαφείς κατά τούτο καταθέσεις των μαρτύρων και ιδίως της τέταρτης κατηγορούμενης και μάλλον η αποσιώπησή τους θα ήταν αυτή που θα δημιουργούσε υπόνοιες μεροληψίας. Δεύτερον, οι συμβάσεις οι οποίες επικυρώνονταν με τις φερόμενες ως πλαστογραφημένες αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, είχαν καταρτισθεί μεταξύ Δημάρχου Ροδίων και Προέδρου της ΔΕΣ ΡΟΔΑ και με αυτή την έννοια ενέπιπταν στο αντικείμενο του ελέγχου. Τρίτον, ουδεμία νύξη γίνεται για το θέμα αυτό στα συμπεράσματα του ελέγχου. Τα ανωτέρω οδηγούν στο πρώτο συμπέρασμα ότι από επιθεωρητές κινήθηκαν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους και στηρίχθηκαν σε στοιχεία και λογικούς συλλογισμούς. Με αυτή την έννοια, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενόψει ιδίως και της προαναφερθείσας διάταξης του α. 30 παρ. 21 ν. 3296/2004, δεν ελέγχονται για τη γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν τυχόν αυτή ήθελε θεωρηθεί εσφαλμένη. Περαιτέρω και προκειμένου να διατυπωθεί αν τυχόν οι κατηγορούμενοι ελεγκτές ενήργησαν με δόλο προέκυψε σαφώς ότι γενικότερα, οι επιθεωρητές, οι οποίοι ως βάση τους έχουν την Κρήτη, ουδεμία σχέση διαπιστώθηκε να έχουν με τα τεκταινόμενα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση της Ρόδου. Σε αντίθεση λοιπόν με τους ανωτέρω αναφερθέντες μάρτυρες και κατηγορούμενους, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους έχουν ιδία αντίληψη για την κατάσταση της ΔΕΣ ΡΟΔΑ, οι επιθεωρητές δεν προέκυψε ότι γνώριζαν ή προέβλεπαν κάτι διαφορετικό από τα συμπεράσματα που διατύπωσαν στο πόρισμά τους, ακόμη κι αν τυχόν αυτά ήθελε θεωρηθούν εσφαλμένα ή ελλιπή. Οι περί του αντιθέτου καταγγελίες του εγκαλούντος, εντασσόμενες μάλλον σε ένα πλαίσιο πολιτικής τοποθέτησης, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνονται, ενώ προς επίρρωσή τους δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία πέραν κάποιων δημοσιευμάτων, καθώς και οι προταθέντες μάρτυρες περιορίστηκαν σε δηλώσεις εμπιστοσύνης στο ακέραιο του χαρακτήρα του μηνυτή και ουδέν εισκόμισαν σχετικά με την ουσία της υπόθεσης. Λογικό δε ακόλουθο αποτελεί ότι οι δεύτερος και τρίτη κατηγορούμενοι επιθεωρητές δεν προέβησαν σε ψευδή βεβαίωση δια του πορίσματος το οποίο κατέθεσαν, καθόσον ακόμα και αν κάποιες από τις παραδοχές του πορίσματος αποδειχθεί ότι αφίστανται της αλήθειας δεν υφίσταται δόλος τους που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή τους να βεβαιώσουν ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Εξάλλου σχετικά με τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο πρώτος κατηγορούμενος, νυν Δήμαρχος Ρόδου και κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης εκπρόσωπος της δημοτικής μείζονος αντιπολίτευσης, προέκυψε ότι επ’ ουδενί στοιχειοθετούνται τα αντικειμενικά στοιχεία των πράξεων όπως αναλυτικά διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς ο πρώτος κατηγορούμενος δεν προέβη σε μήνυση του εγκαλούντος. Η διαδικασία αντιθέτως κινήθηκε αυτεπάγγελτα, αφού έλαβε γνώση ο αρμόδιος Εισαγγελέας του πορίσματος του διαχειριστικού ελέγχου στη ΔΕΣ ΡΟΔΑ. Ο πρώτος κατηγορούμενος εκλήθη μόνο ως μάρτυρας στα πλαίσια των ανακριτικών δικογραφιών που δημιουργήθηκαν. Επιπρόσθετα για τα γεγονότα που καταγγέλλεται ότι αυτός διέδωσε ενώπιον τρίτων ουδέν προσκομίσθηκε πέραν κάποιων υπονοιών.
Το μόνο που εναργώς προέκυψε από τις εξηγήσεις του ίδιου του πρώτου κατηγορούμενου στα πλαίσια της προδικασίας είναι ότι αυτός στα πλαίσια και της πολιτικής του ιδιότητας σχολίασε τα τεκταινόμενα στην τοπική αυτοδιοίκηση, δίχως όμως να προκύπτει κάτι ειδικότερο. Τέλος, σε σχέση με την καταγγελλόμενη παράβαση καθήκοντος εκ μέρους της τέταρτης των κατηγορουμένων, με την έννοια ότι ως Ελεγκτής της ΔΕΣ ΡΟΔΑ επικύρωσε τις παρατυπίες που αναφέρονται στο πόρισμα, προκύπτει ότι αυτό το κείμενο της έγκλησης καθ’ εαυτό εμπεριέχει μία αντίφαση. Αφενός μεν ψέγει την τέταρτη κατηγορουμένη ως ανωτέρω και αναλυτικά στο κείμενο της εγκλήσεως, αφετέρου δε ρητώς αναφέρει ότι ουδεμία παράνομη πράξη τελέστηκε στην ΔΕΣ ΡΟΔΑ. Συνεπώς αν αληθεύουν αυτά που λέγει ο μηνυτής περί της ορθότητας των ενεργειών του στην εις βάρος του ανακριτική δικογραφία, δεν μπορεί να αληθεύουν τα όσα καταμαρτυρεί στην τέταρτη κατηγορουμένη, καθόσον αν δεν υπήρξε παρανομία δεν υπήρξε και παράβαση καθήκοντος της ελεγκτού τέταρτης κατηγορούμενης. Περαιτέρω δε ήδη εκκρεμούν ενώπιον του κ. Ανακριτή δικογραφίες για όλες τις πράξεις που αναφέρονται στο πόρισμα των ανωτέρω ελεγκτών και συνεπώς στα πλαίσια της εκεί διερεύνησης θα πρέπει να ελεγχθούν και τυχόν ευθύνες της τέταρτης κατηγορούμενης σχετικά με την υποχρέωσή της για έλεγχο».