Οριστικό τέλος στην εμπλοκή με την ποινική δικαιοσύνη 4 μετόχων γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας, που καταμηνύθηκαν από συγγενή τους για τα αδικήματα της απιστίας, της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και της υπεξαίρεσης ως εντολοδόχων συνολικής αξίας άνω των 73.000 ευρώ, έδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Η υπόθεση απασχολεί από το έτος 2008 την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου και για τη διαλεύκανσή της διενεργήθηκαν δύο οικονομικές πραγματογνωμοσύνες ενώ διορίστηκαν και δύο τεχνικοί σύμβουλοι.
Τον Ιούλιο του 2008 ένας εκ των μετόχων γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας υποστήριξε σε έγκλησή του ότι οι συγγενείς – συνέταιροί του προέβησαν σε παράνομες πράξεις τόσο σε βάρος του νομικού προσώπου της εταιρείας όσο και σε βάρος του ίδιου.
Ο μηνυτής, με τη σύζυγο και τις θυγατέρες του ήταν μέτοχοι σε ποσοστό 1/3 της ξενοδοχειακής εταιρείας, που συστήθηκε το 1979. Είχαν αναθέσει τη λειτουργία του ξενοδοχείου στους συγγενείς τους διότι οι ίδιοι διέμεναν εκτός Ελλάδος. Το έτος 2005, όπως υποστήριξαν, διαπίστωσαν ότι η πορεία της εταιρείας ήταν ζημιογόνα, ζητώντας διενέργεια εσωτερικού ελέγχου από ορκωτό λογιστή. Υποστήριξαν ότι ένα κονδύλι ύψους 2.999.039,44 ευρώ της εταιρείας το οποίο εμφανιζόταν στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού αποτελούσε σύνολο πλασματικών εγγραφών προς συγκάλυψη παρανομιών του διοικητικού συμβουλίου, η δε πλευρά των κατηγορουμένων ότι αποτελεί εισφορά ενός εξ΄αυτών προς την εταιρεία προερχόμενο από την πώληση ακινήτων.
Από την έρευνα που διενεργήθηκε προέκυψε ωστόσο ότι το υπό έρευνα ποσό των 2.999.039,44 ευρώ, που εμφανίζεται στο παθητικό του Ισολογισμού της ανώνυμης εταιρείας κατά την χρήση του έτους 2006, αποτελεί το προοδευτικό υπόλοιπο των τμηματικών χρηματικών καταβολών των μετόχων, που δίνονταν με σκοπό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας από το έτος 1992 και εντεύθεν, αφαιρουμένων των τμηματικών επιστροφών χρημάτων στους μετόχους στο ίδιο χρονικό διάστημα (1992-2006). Συγκεκριμένα, η εξέλιξη του ανωτέρω ποσού ξεκινά κατά τη χρήση του έτους 1992, στο οποίο εμφανίζεται καταβολή ποσού ύψους 547.959,68 ευρώ έναντι μελλοντικής αύξησης του κεφαλαίου της εταιρείας.
Τα επόμενα έτη συνεχίζονται οι καταβολές εκ μέρους των μετόχων με την αιτιολογία «προσωρινές καταθέσεις δι’ αύξηση κεφαλαίου», χωρίς όμως για τις καταθέσεις αυτές να προϋπάρχουν αντίστοιχες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας.
Ωστόσο, με τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου που έγιναν τα έτη 1994 και 1998, λόγω της διαμορφωθείσας υπεραξίας των ακινήτων της εταιρείας, τελικά επικυρώθηκαν οι ως άνω προηγούμενες καταβολές των μετόχων, χωρίς όμως να ενσωματωθούν στην αύξηση αυτή, με αποτέλεσμα μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου το έτος 1998 να παραμένει στον λογαριασμό «ποσά προορισμένα προς αύξηση κεφαλαίου» το ποσό των 3.366.691,76 ευρώ.
Μέρος του ποσού αυτού επιστρέφεται στους μετόχους το 2000 και το υπόλοιπο ποσό μεταφέρεται πλέον λογιστικά στο κονδύλι του παθητικού του ισολογισμού της εταιρίας «Πιστωτές Διάφοροι», μετά από υπόδειξη των Ορκωτών Ελεγκτών της Εταιρείας, δεδομένου ότι οι ανωτέρω καταβολές των μετόχων ουδέποτε ενσωματώθηκαν στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και κατά συνέπεια θα έπρεπε να μεταφερθούν στις οφειλές της εταιρείας προς τους μετόχους, στους οποίους θα έπρεπε να επιστραφούν οι οφειλές αυτές, εφόσον το επέτρεπε η οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Περαιτέρω, προέκυψε ότι το έτος 2002, ο ανωτέρω λογαριασμός διαμορφώνεται -μετά από καταθέσεις κι αναλήψεις- στο ποσό των 2.698.891,16 ευρώ, ενώ το ίδιο έτος αυξάνεται για τρίτη φορά το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, μετά από ομόφωνη έγκριση της γεν. συνέλευσης της εταιρείας, η οποία για μια ακόμη φορά με την απόφαση της αυτή επικύρωσε τις τμηματικές καταβολές των μετόχων, οι οποίες γίνονταν πλέον υπό μορφή δανεισμού προς την εταιρεία, αφού αυτές ουδέποτε ενσωματώθηκαν στις γενόμενες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
Ο δε ισολογισμός της εταιρείας της 31-12-2003, στον οποίο περιλαμβάνεται και το υπό έρευνα κονδύλιο, που το έτος αυτό είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 2.698.891,16 ευρώ, εγκρίνεται ομόφωνα απ’ όλους τους μετόχους της εταιρείας. Τα επόμενα έτη (2004-2005), οι μέτοχοι με τις ίδιες διαδικασίες συνεχίζουν τις τμηματικές καταβολές χρημάτων, υπό μορφή δανεισμού, με αποτέλεσμα το υπό έρευνα κονδύλιο να ανέλθει στο ποσό των 2.999.039,44 ευρώ και να παραμείνει ως τέτοιο έως και την χρήση του 2007. Το ποσό αυτό, όπως διαμορφώθηκε, προκύπτει ότι, προέρχεται από πραγματικές και τεκμηριωμένες καταβολές των μετόχων προς παροχή ρευστότητας στην εταιρία για τη κάλυψη των ταμειακών αναγκών της κατά τη διάρκεια των ετών (ταμειακή διευκόλυνση με την μορφή δανεισμού) και δεν συνιστά σύνολο πλασματικών εγγραφών προς συγκάλυψη παρανομιών εκ μέρους των κατηγορουμένων, όπως ισχυρίζεται ο εγκαλών.
Αντίθετα, μάλιστα, ολόκληρο το ανωτέρω ποσό τεκμηριώνεται και επιβεβαιώνεται αφενός από τις τραπεζικές καταθέσεις στους λογαριασμούς της εταιρείας (κατά το μεγαλύτερο μέρος του) και αφετέρου από καταθέσεις σε μετρητά απευθείας στο ταμείο της επιχείρησης, οι περισσότερες εκ των οποίων έγιναν κατά το έτος 1995, οπότε και ανεγέρθηκε το δεύτερο ξενοδοχείο της εταιρείας, σύμφωνα με όσα προέκυψαν από την τελευταία διενεργηθείσα λογιστική πραγματογνωμοσύνη.
¶λλωστε, η πραγματικότητα των καταβολών αυτών επιβεβαιώνεται κι από τους Ορκωτούς ελεγκτές της εταιρείας, που ελέγχουν την εταιρεία από το 1995 και μετά και εκδίδουν το αντίστοιχο πιστοποιητικό, χωρίς να διαπιστώνουν αμφισβητούμενες καταβολές, οι δε ισολογισμοί της εταιρείας μέχρι και το έτος 2003 εγκρίνονταν ομόφωνα από τους μετόχους -μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών-, στους οποίους (ισολογισμούς), μάλιστα, περιλαμβάνεται και το επίμαχο κονδύλιο.
Το ίδιο συμπέρασμα, εξάλλου, προκύπτει και από τον έλεγχο των οικονομικών της εταιρείας από το υπουργείο Οικονομικών (κατά το έτος 2006), το οποίο όταν εντόπισε το παραπάνω ποσό, το θεώρησε δανεισμό των μετόχων προς την εταιρία και γι’ αυτό το λόγο επέβαλε πρόστιμο μη καταβολής χαρτοσήμου. Πάντως, αυτή η φορολογική παρατυπία εκ μέρους της εταιρίας, όχι μόνο δεν αναιρεί το παραπάνω συμπέρασμα -όπως ισχυρίζεται ο εγκαλών-, αντιθέτως το ενισχύει, καθώς επιβεβαιώνει αυτό που συμβαίνει συνήθως στις ανώνυμες εταιρείες, στις οποίες συνιστά συχνό φαινόμενο οι καταθέσεις εκ μέρους των μετόχων να αποσκοπούν στην κάλυψη των ταμειακών αναγκών της ανώνυμης εταιρείας.
Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι δεν υπήρξε υπεξαίρεση κεφαλαίων από το ταμείο της εταιρείας από τους κατηγορουμένους ως εντολοδόχους κι ούτε συνεπώς και ζημία της εταιρείας και της περιουσίας του εγκαλούντος.
Ως συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων παρέστη ο δικηγόρος κ. Κ. Σαρρής ενώ την πολιτική αγωγή εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Τάσος Διάκος.