Του Μάνου
Δ. Κόκκινου
Τιμώ και σέβομαι την ευρεία οικογένεια των ελεύθερων επαγγελματιών της Ρόδου μας. Τιμώ όλους εκείνους τους παλαίμαχους επαγγελματίες, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σήκωσαν τα μανίκια τους και μπήκαν με ενθουσιασμό, πίστη και αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο της Δωδ/σου στο μεγάλο αναπτυξιακό εργοτάξιο που στήθηκε τότε στη Ρόδο μας από αγνούς πατριώτες και δυναμικούς κοινοβουλευτικούς μας εκπροσώπους.
Είναι όλοι εκείνοι που παρέλαβαν μια οικονομία ερειπωμένη στα χαλάσματα μιας ξένης κατοχής 600 περίπου χρόνων και την ανέδειξαν σε υποδομή, πάνω στην οποία έχτισαν το τουριστικό και οικονομικό θαύμα της 10ετίας 1960-1970.
Τιμώ και τη νέα γενιά της επαγγελματικής οικογένειας της Ρόδου μας, που σήμερα κρατούν δυναμικά τη σκυτάλη της αναπτυξιακής πορείας του τόπου μας αναπτύσσουν θετικό και προοδευτικό βηματισμό και δικαιώνουν τη γνωστή ρήση, ότι είναι δυσκολότερο να διατηρήσεις και να συνεχίσεις, από το να αποκτήσεις.
Δεν μπορούμε όμως να τους ακολουθήσουμε στους πρόωρους πανηγυρισμούς, στους οποίους εκτρέπονται, ούτε δικαιούμαστε να δικαιολογήσουμε τον αυτοχειριασμό στον οποίο οδηγούνται άκριτα και απερίσκεπτα, βλέποντας μόνο το δένδρο και αποφεύγοντας να ατενίσουν το δάσος που απλώνεται μπροστά τους. Γιατί αποτελεί πράγματι απερίσκεπτο αυτοχειριασμό, όταν με τα ίδια τα χέρια σου τρως τις σάρκες σου, αυτοτραυματίζεσαι σοβαρά, αποδυναμώνεις το ανοσοποιητικό σου σύστημα απέναντι σε οικονομικές και κοινωνικές ιώσεις που απειλούν την τοπική μας οικονομία και την τοπική μας κοινωνία και χάνουν ένα μεγάλο μέρος της δύναμης που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν τις επικίνδυνες επιδημητικές καταστάσεις που μεταφέρονται από το εξωτερικό στη χώρα μας.
Γιατί υποτιμούν τη μεγάλη προσφορά του Δημοτικού μας φόρου στην μεταπολεμική πορεία της πόλης μας. Με το Δημοτικό φόρο το νησί μας ανέπτυξε δραστηριότητες και πρωτοβουλίες που ήσαν ανύπαρκτες στην υπόλοιπη Τοπική Αυτοδιοίκηση της χώρας μας.
Με το Δημοτικό φόρο ο αείμνηστος Μιχάλης Πετρίδης ανέδειξε τη Ρόδο μας σε σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, όταν η υπόλοιπη χώρα μας έδινε την εικόνα της εγκαταλελειμμένης επαρχίας. Με το Δημοτικό φόρο ο Δήμος της Ρόδου κάτω από την ανήσυχη και επαναστατική μορφή του ίδιου παραπάνω Δημάρχου ανέπτυσσε μέσα στη Ροδίτικη κοινωνία δράσεις και υπηρεσίες άγνωστες τότε ακόμη και στους δύο μεγάλους Δήμους της χώρας.
Γιατί όταν ο πολιτισμός, η πρόνοια, οι συγκοινωνίες ήσαν ανύπαρκτες στα οργανογράμματα των μεγαλύτερων Δήμων της χώρας, η Ρόδος διέθετε Δημοτική Φιλαρμονική, Δημοτικό θέατρο, Δημοτική χορωδία, Χορευτικό εργαστήρι, οργάνωνε Εορτές Ανθέων κ.λ.π.
Παρείχε υπηρεσίες πρόνοιας μέσα από τα Δημοτικά Ιατρεία και τα Δημοτικά συσσίτια. Προσέφερε τεχνική παιδεία μέσω από τις Τεχνικές Σχολές του Νηρέα. Μονοπωλούσε σε όλη την Ελλάδα το προνόμιο να εξυπηρετεί ολόκληρο το νησί με Δημοτική συγκοινωνία υψηλού επιπέδου, με φορέα το γνωστό «ΡΟΔΑ» και γενικά παρείχε υπηρεσίες καθαριότητας, φωτισμού και πράσινου, ισάξιες των προηγμένων τότε ευρωπαϊκών χωρών.
Και δεν δικαιολογούνται πανηγυρισμοί, όταν η απόφαση του ΣτΕ έχει ένα ακόμη και μάλιστα καθοριστικό στάδιο κρίσεως. Όταν βιώνουμε μια μακρόχρονη υφεσιακή πορεία της οικονομίας μας και μια συνεχιζόμενη ακραία και επικίνδυνη οικονομική και κοινωνική κρίση που οδηγεί αναπόφευκτα στο γκρεμό μιας όχι τακτικής αλλά άτακτης χρεωκοπίας.
Και όταν βλέπουμε τους ίδιους επαγγελματικούς χώρους που πανηγυρίζουν σήμερα, να μη προσφεύγουν με τον ίδιο ζήλο στο ανώτατο διοικητικό Δικαστήριο της χώρας μας για να ακυρώσουν τα μνημονιακά κρεματόρια που έστησαν στη χώρα μας η Μερκελική δεσποτεία με το γνωστό χαράτσι στα ακίνητα, με τις τρελλές αντικειμενικές αξίες με τις οποίες επιβάλλουν τους κεφαλικούς φόρους και που ξεριζώνουν το κοινωνικό κράτος και περιθωριοποιούν την υγεία και την παιδεία μας.
Δεκάδες φόροι αγνώστου αποτελεσματικότητος και αγνώστου ακόμη προορισμού πλήττουν την τελευταία τετραετία την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία, στραγγαλίζοντας και αποδομώντας όλες τις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις της τελευταίας 40ετίας και τους αποδεχόμαστε δυστυχώς μοιρολατρικά χωρίς ανάλογη αντίδραση, εχθρότητα και αντιπαλότητα.
Ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν καθημερινά την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονομία μέσα από μια συνεχιζόμενη ύφεση, μέσα από μια εκτοξευόμενη σε απαράδεκτα ύψη ανεργία, αφήνοντας πίσω τους σωματικά και ψυχικά τραύματα και αυτοκτονίες απελπισμένων φορόπληκτων πολιτών, ξεθωριάζοντας τα οράματα της νεολαίας μας και οδηγώντας την στην άρνηση, στην αμφισβήτηση, στη φυγή και στη μετανάστευση, ορφανεύοντας έτσι το αναπτυξιακό μας οπλοστάσιο από το πιο παραγωγικό δυναμικό του.
Ποια είναι η δυναμική αντίδραση του εμπορικού και βιομηχανικού μας κόσμου απέναντι σ΄αυτή τη φορομπηχτική καταιγίδα που απειλεί να σαρώσει στο πέρασμά της τις θυσίες και το μόχθο του λαού μας μισού περίπου αιώνα.
Δεν θέλω να υπεισέλθω στο έργο της Δικαιοσύνης, ούτε να υποκαταστήσω την κρίση του Ανωτάτου μας Διοικητικού Δικαστηρίου. Δικαιούμαι όμως να σχολιάσω την αιτιολογία της απόφασης και να τη χαρακτηρίσω έωλη και όχι σύννομη. Και αυτό γιατί:
Ο επιτηδευματικός χαρακτήρας του Δημοτικού φόρου σαν νομοθέτημα ήλθε ακριβώς να νομιμοποιήσει τον παλαιό Δημοτικό φόρο, να αποκαταστήσει αυτό που σήμερα επικαλείται σαν ελάττωμα το Συμβούλιο της Επικρατείας και να τον καταστήσει καθολικό, αφού μέχρι τη θεσμοθέτησή του επεβάρυνε μόνο τις στενά εμπορικές τάξεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο όλους τους σε ευρεία έννοια ελεύθερους επαγγελματίες.
Διότι ο Δημοτικός φόρος αποτελεί τοπικό φόρο, τον οποίο δικαιούται να επιβάλει κάθε τοπική κοινωνία στην περιοχή της και να νομοθετεί κάθε Δήμος στην αυτοδιοικητική περιφέρειά του, σε εφαρμογή σχετικής αυτοδιοικητικής νομοθεσίας.
Αποτελεί υλοποίηση του μεγάλου συνταγματικού αυτοδιοικητικού θεσμού που μέσα από το θεσμικό οπλοστάσιο της κοσμογονικής επανάστασης της 10ετίας του 1980 και μέσα από τους γνωστούς αναπτυξιακούς Νόμους 1416 και 1622 και άλλα συναφή νομοθετήματα, ήλθε να κατοχυρώσει τη διοικητική αυτοτέλεια και προπάντων την οικονομική αυτοδυναμία της μέχρι τότε δοκιμαζόμενης, χειμάζουσας και φυτοζωούσας τοπικής αυτοδιοίκησης.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Δημοτικός φόρος πρέπει να λειτουργεί κατ΄εξοχήν ανταποδοτικά. Να επιστρέφεται στο Ροδίτη πολίτη και Ροδίτη επαγγελματία σε υπηρεσίες και σε έργα κοινωνικής, τουριστικής και αναπτυξιακής υποδομής. Και μπορεί στον τομέα των υπηρεσιών και των έργων υποδομής να μην υπήρξε ακριβής έλεγχος αυτής της ανταποδοτικότητας με συγκεκριμένο προγραμματισμό και αναπτυξιακή στόχευση. Όμως υπήρξε απόλυτα ανταποδοτικός, όταν ολόκληρο σχεδόν το ποσό του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. διαχέετο ως εισοδηματικό κίνητρο σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία, όταν εθέρμαινε την αγορά της Ρόδου με ζεστό χρήμα ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη του καταναλωτικού κοινού που στήριξε έτσι μια ανθούσα οικονομία, και οικοδομική δραστηριότητα αλλά και ένα σφριγηλό εμπόριο που κράτησε όρθια όχι μόνο την κοινωνία αλλά και το ίδιο το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη δυναμική της κατανάλωσης.
Ας μη διαμαρτύρονται και μάλιστα τόσο έντονα οι επαγγελματίες που αγωνίζονται για την κατάργηση του Δημοτικού φόρου, γιατί δεν τον επιβαρύνονται προσωπικά οι ίδιοι ως άνω επαγγελματίες, αφού καταλήγει στην κατανάλωση και τον επιβαρύνεται ολόκληρος ο Ροδιακός λαός, ο οποίος έχει επίγνωση αν όχι του αναπτυξιακού τουλάχιστον του κοινωνικού χαρακτήρα του και τον θεωρεί απαραίτητο εργαλείο στην κοινωνική του ανάπτυξη και ευημερία. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που τη σημαία της ανταρσίας δεν την σήκωσαν όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και μάλιστα αυτοί που για πρώτη φορά κλήθηκαν να συνεισφέρουν σ΄αυτό το κοινωνικό έσοδο. Τη σήκωσαν αυτοί που ήσαν οι αρχικοί υπόχρεοι που επιζητούσαν την καθολικότητά του, την οποία και κατοχύρωσε το σημερινό επιτηδευματικό θεσμικό καθεστώς του Δημοτικού φόρου, το οποίο σήμερα και μάλιστα ύστερα από μια ολόκληρη 20ετία ανεκάλυψαν για να ζητήσουν την κατάρτησή του.
Ας αφήσουμε λοιπόν αυτούς τους πρόωρους και αψυχολόγητους πανηγυρισμούς και ας δούμε πάνω από το προσωπικό και το συμφέρον της πόλης μας. Καθημερινά βομβαρδίζεται η αγορά από φόρους και τέλη αγνώστου προελεύσεως, φιλοσοφίας και αγνώστου προοπτικής.
Αντί της μονομερούς δράσης, αντί της αντιπαράθεσης και της μονομαχίας υπάρχει και ο τρίτος δρόμος του συμβιβασμού. Οι βεντέτες δεν λύνουν τα προβλήματα. Αντίθετα τα διαιωνίζουν και τα οξύνουν. Στη μονομαχία υπάρχει πάντα και νικητής και ηττημένος. Στην περίπτωσή μας όμως δεν δικαιολογούμεθα να υπάρχει ηττημένος, γιατί και ο ηττημένος είναι κομμάτι της κοινωνίας μας, είναι ο ίδιος ο εαυτός μας.
Οι καιροί δεν επιτρέπουν βεντετισμούς. Ενώ ο εχθρός είναι απέναντί μας και μας απειλεί, εμείς πολεμάμε τον διπλανό μας. Η όποια νίκη και αν υπάρχει στον εμφύλιο αυτό πόλεμο θα είναι πύρρειος, θα συνοδεύεται από τραύματα και ερείπια και βαρειές κοινωνικές απώλειες.
Ο Δημοτικός μας φόρος με όλα τα ελαττώματά του είναι ο μοναδικός φόρος που μένει στο νησί μας. Ας τον κρατήσουμε κοντά μας και ας φροντίσουμε να του δώσουμε κοινωνικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα, για να στηρίξουμε πάνω του ένα καλύτερο μέλλον για τη Ρόδο μας.