Ενας νέος συνταγματικός θεσμός: το Συμβούλιο της Δημοκρατίας

Κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 διατυπώθηκαν έντονες επικρίσεις από την τότε αντιπολίτευση για τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες μάλιστα είχαν χαρακτηρισθεί «υπερεξουσίες».
Η συνταγματική πρακτική, όμως, που αναπτύχθηκε κατά τη δεκάχρονη εφαρμογή των συγκεκριμένων αυτών διατάξεων διέψευσε τις Κασσάνδρες. Διότι και οι δύο Πρόεδροι της Δημοκρατίας κατά την περίοδο εκείνη (1976-1986), οι Κωνσταντίνος Τσάτσος και Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν άσκησαν καμία από τις αρμοδιότητες αυτές.
Παρά ταύτα η αναθεώρηση του 1986, πρόχειρη και περιορισμένη, προχώρησε στην ουσιαστική κατάργηση όλων σχεδόν των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ετσι όμως οδηγηθήκαμε σε περαιτέρω ενίσχυση της κυβερνώσας εξουσίας και ο αρχηγός της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ο Πρωθυπουργός, αναδείχθηκε σε μοναδικό και ανεξέλεγκτο κέντρο ασκήσεως της πολιτικής εξουσίας.
Το κρίσιμο, κατά συνέπεια, ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορεί να ελεγχθεί η πολιτική παντοδυναμία του Πρωθυπουργού, με ποιους μηχανισμούς ή με ποιο άλλο κέντρο πολιτικής εξουσίας. Αλλά και πώς θα επανέλθει η ισορροπία που είχαν καθιερώσει οι σχετικές ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1975.
Μια εύκολη λύση θα ήταν η επαναφορά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όλων των αρμοδιοτήτων που καταργήθηκαν με την αναθεώρηση του 1986. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε αυτή τη λύση. Και τούτο γιατί η άσκηση στο μέλλον οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητες αυτές από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει απρόβλεπτες αντιδράσεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτειακή κρίση.
Χρειάζεται, επομένως, ένα άλλο όργανο, με αποφασιστική αρμοδιότητα, που και το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας θα προστατεύει αλλά και με το κύρος του θα περιβάλλει με τον χαρακτήρα του αδιάβλητου την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Καταλήγει, λοιπόν, κανείς στη δημιουργία ενός εκλεγμένου από τον λαό σώματος, που με τον τρόπο της εκλογής του θα περιβάλλεται με ιδιαίτερο κύρος, αλλά και θα διαθέτει ανεξαρτησία γνώμης και ψήφου. Κύρια αποστολή του θα είναι η διασφάλιση της δημοκρατικής ομαλότητας.
Το πρόβλημα της ονομασίας δεν είναι βέβαια το μείζον. Θα μπορούσε να ονομασθεί Γερουσία (όπως ο Γ. Ράλλης είχε προτείνει), Ανω Βουλή, Εθνικό Συμβούλιο, Σύγκλητος ή Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Ο τελευταίος αυτός όρος προκρίνεται τελικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλος ίσως περισσότερο δόκιμος.
Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας θα έχει τις εξής αυστηρά καθορισμένες από το Σύνταγμα αρμοδιότητες:
Θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του για να μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να προβαίνει στη διάλυση της Βουλής. Επειδή όμως η αρμοδιότητα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, θα απαιτείται για τη λήψη της συγκεκριμένης αποφάσεως αυξημένη πλειοψηφία (2/3 ή 3/4 του συνόλου των μελών του).
Ομοίως, η σύμφωνη γνώμη του θα είναι απαραίτητη προκειμένου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να προκηρύξει δημοψήφισμα.
Θα γνωμοδοτεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την αναπομπή νόμου.
Θα γνωμοδοτεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προκειμένου αυτός να απευθύνει διάγγελμα.
Θα επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία της Βουλής από την ερμηνεία διατάξεων του Συντάγματος (π.χ. ψήφος Αλευρά).
Θα παρέχει τη σχετική άδεια για την άρση της ασυλίας των βουλευτών.
Θα παραπέμπει τους υπουργούς στο Ειδικό Δικαστήριο.
Θα επιλέγει, ύστερα από πρόταση της κυβερνήσεως, τα πρόσωπα των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών (καθώς και τον Συνήγορο του Πολίτη).
Θα επιλέγει τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων (του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συμβουλίου, καθώς και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου).
Στις αρμοδιότητες αυτές, οι οποίες αναφέρονται ενδεικτικά, θα ήταν δυνατόν ο αναθεωρητικός νομοθέτης να προσθέσει και άλλες, όπως π.χ. ο έλεγχος της χρηματοδοτήσεως και των οικονομικών εν γένει των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Και ακόμη θα μπορούσαν να προστεθούν η επίλυση των εκλογικών αμφισβητήσεων και ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος.
Ο τρόπος αναδείξεως του σώματος αυτού αποτελεί το άλλο μεγάλο θέμα που θα προσδιορίσει και τη γενικότερη αποδοχή του.
Για να ανταποκρίνεται στην αποστολή του και να διασφαλίζει την αντικειμενικότητα που απαιτεί το έργο του, το σώμα αυτό θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συγκροτείται από όχι παραπάνω από 50 μέλη, τα οποία θα πρέπει να έχουν ορισμένη ηλικία (π.χ. άνω των 50 ετών και όχι μεγαλύτερη των 75. Εθεσα το τελευταίο όριο ηλικίας για να μη θεωρηθεί ότι προσβλέπω στη θέση αυτή) και θα εκλέγονται:
1. Με κοινό ψηφοδέλτιο όλων των κομμάτων και με σταυρό προτιμήσεως. Τούτο θα δίνει στον εκλογέα τη δυνατότητα να εκδηλώνει την προτίμησή του στους κατά τη γνώμη του αρίστους, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του ιδίου ή του υποψηφίου.
2. Για θητεία πέντε ετών μη ανανεώσιμη, ώστε να υπερκαλύπτεται η τετραετής περίοδος της Βουλής. Το γεγονός ότι η θητεία δεν θα είναι ανανεώσιμη μειώνει οπωσδήποτε την οποιαδήποτε εξάρτηση του Συμβούλου της Δημοκρατίας από το κόμμα στο οποίο ανήκει.
3. Σε εκλογές διεξαγόμενες παράλληλα με τις ευρωεκλογές (ώστε να μην υπάρχει πρόσθετη επιβάρυνση του προϋπολογισμού από τη διενέργεια χωριστών εκλογών). Για να αποκλεισθεί δε η κριτική ότι πρόκειται για σώμα αδρά αμειβόμενο εις βάρος του προϋπολογισμού, τα μέλη του δεν θα λαμβάνουν μηνιαία αντιμισθία ούτε θα έχουν κάποιο από τα προνόμια των βουλευτών. Θα δικαιούνται μόνον αποζημίωση κατά συνεδρίαση και για ορισμένο αριθμό συνεδριάσεων μηνιαίως.
Θα μπορούσε βέβαια να προβληθεί το επιχείρημα ότι τέτοιος θεσμός, προικοδοτημένος με τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες, δεν συναντάται σε κανένα γνωστό Σύνταγμα. Είναι πράγματι αλήθεια ότι σε κανένα από τα γνωστά τουλάχιστον Συντάγματα δεν υφίσταται όργανο αντίστοιχο με το Συμβούλιο της Δημοκρατίας, όπως αυτό ήδη διεξοδικά περιγράφηκε. Θα μπορούσε, όμως, κανείς να παρατηρήσει ότι κάθε χώρα εμφανίζει τις δικές της ιδιαιτερότητες, τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να επιχειρούν να υπηρετήσουν οι ανάλογοι θεσμοί.
Αλλωστε η ανάγκη τονώσεως των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας διαπιστώθηκε ήδη με ιδιαίτερη ενάργεια λόγω των γνωστών προβλημάτων του πολιτικού μας βίου κατά την τελευταία δεκαετία. Θεωρούμε, εν τούτοις, ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν απηχούν μια σπασμωδική αντίδραση στα συγκεκριμένα αυτά προβλήματα – τα οποία είναι πιθανόν να μην επανεμφανισθούν – αλλά ανταποκρίνονται σε βαθύτερες λογικές και δικαιοπολιτικές αναγκαιότητες που συνέχονται με τον χαρακτήρα του πολιτεύματός μας ως προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί για εμάς θεσμό ακατάργητο, καλό είναι να μην τον αφήσουμε στον σημερινό του διακοσμητικό ρόλο αλλά να επινοήσουμε τους τρόπους εκείνους με τους οποίους ο θεσμός μπορεί να αξιοποιηθεί θετικά προς όφελος του δημοκρατικού χαρακτήρα της Πολιτείας.
Οι σκέψεις αυτές δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο μου «Η αναγκαία αναθεώρηση» που εκδόθηκε το 2006 από τον εκδοτικό οίκο Αντ. Ν. Σάκκουλα. Αποτελεί δε κεφάλαιο του νέου μου βιβλίου «Συνταγματικοί Στοχασμοί» που πρόκειται να κυκλοφορήσει προσεχώς.

Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι πρώην υπουργός και υπήρξε γενικός εισηγητής της ΝΔ κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.