Eνώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς προσέφυγε συμβολαιογράφος ζητώντας την ακύρωση απόφασης του Διοικητικου Πρωτοδικείου Ρόδου που απέρριψε αίτημα της για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την νομιμότητα επιβολής του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. σε συμβολαιογράφους και δικηγόρους αλλά και για τη διαγραφή ή μη καταλογισμών, προστίμων και προσαυξήσεων που της έχουν επιβληθεί.
Η συμβολαιογράφος, όπως είχε γράψει η “δ”, υποστηρίζει ότι η μέση ποσοστιαία επιβάρυνση του ΔΗΦΟΔΩ είναι πολύ μεγάλη για τους επιτηδευματίες της Δωδεκανήσου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται θέματα και προβλήματα νομιμότητας και συνταγματικότητας του φόρου μιας και επιβάλλεται εις βάρος πολιτών μιας συγκεκριμένης και μόνο περιοχής.
Ζήτησε εξάλλου την κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ και πρότεινε την αύξηση κατά μια μονάδα του μειωμένου ΦΠΑ που ισχύει για τα νησιά σε αντιδιαστολή, με πρόβλεψη ώστε τα έσοδα από τον αυξημένο ΦΠΑ να διατίθενται στους ΟΤΑ της Δωδεκανήσου!!
Το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου με την υπ’ αριθμ. 571/2009 οριστική απόφαση του απόφαση κατήργησε τη δίκη.
Οπως αναφέρεται στα σχετικά δικόγραφα με την παρ. 1 του άρθρου 60 του ν. 2114/1994 ορίζεται ότι επιβάλλεται φόρος υπέρ των ΟΤΑ νομού Δωδ/σου με την ονομασία “Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου”, όμως πουθενά στο κείμενο του νόμου, που καθιερώνει και ρυθμίζει αυτόν, δεν υπάρχει σχετική διάταξη που να επιβάλλει τη διοχέτευση των εσόδων που προέρχονται από αυτόν στην εκτέλεση έργων ανάπτυξης, ώστε ο φόρος αυτός να είναι και στην πράξη μοχλός ανάπτυξης και όχι μόνον κατ΅ όνομα.
Σε καμία εξάλλου περίπτωση δεν καλύπτεται η παράλειψη αυτή, αφού με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών με αποφάσεις του καθορίζει μόνον τα διαδικαστικά θέματα με λεπτομέρεια εφαρμογής του, τίποτε δε περισσότερο.
Επισημαίνεται παραπέρα ότι με την παράγραφο 2 του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι ο φόρος αυτός επιβάλλεται μόνον στους επιτηδευματίες επί των ακαθαρίστων εσόδων που πραγματοποιούν από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στη Δωδ/σο, στη δε παράγραφο 5 αναφέρονται οι επιτηδευματίες που απαλλάσσονται και εξαιρούνται από την επιβολή του.
Η διάταξη αυτή όπως επισημαίνει η συμβολαιογράφος προσκρούει στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, με τις οποίες απαγορεύεται η επιβολή φόρου επί του κύκλου εργασιών, αφού από αυτήν εξαιρούνται οι λοιποί, εκτός των επιτηδευματιών, φορολογούμενοι πολίτες που αποκτούν εισόδημα στο νομό Δωδ/σου.
Στην ίδια προσφυγή τονίζεται ότι ο ΔΗΦΟΔΩ ως φόρος επί των ακαθάριστων εσόδων ο οποίος αντικατέστησε τον πρώην Δημοτικό Φόρο, ο οποίος κρίθηκε αντικοινοτικός (αποφάσεις ΔΕΚ C- 485/1993 και C- 486/1993 στις υποθέσεις Μαρίας Σιμιτζή και Δήμου Κω) τυγχάνει καθαρά Φόρος κύκλου εργασιών, του οποίου η επιβολή είναι αντίθετη με το άρθρο 33 της 6 κατευθυντήριας οδηγίας (DIRECTIVA) του Συμβολαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήδη Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την οποία ρυθμίζεται η επιβολή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με αποτέλεσμα να αντικαθίσταται σήμερα ένας μη νόμιμος-αντικοινοτικός φόρος με έναν άλλο επίσης μη μόνιμο-αντικοινοτικό. Είναι δε αδιάφορο για τον χαρακτήρα του φόρου το γεγονός αν αυτός μετακυλίεται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση.
Επισημαίνεται ακόμη ότι και στην περίπτωση που γίνει δεκτή η άποψη των δήμων ότι ο προτεινόμενος φόρος επί των ακαθάριστων εσόδων (Τζίρου) είναι άμεσος φόρος, πάλι δημιουργούνται οικονομικά, νομικά και συνταγματικά προβλήματα (παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας του φόρου-άρθ. 4 παρ. 1, 5 του Συντάγματος), αφού επιβαρύνει επιπρόσθετα ορισμένους μόνο φορολογούμενους με μέση φορολογική επιβάρυνση ίση με το 14% του φορολογητέου εισοδήματός τους.
Η συμβολαιογράφος ισχυρίζεται παραπέρα ότι η είσπραξη του φόρου αυτού αντιβαίνει σε ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, τόσο του πρωτογενούς, όσο και του παράγωγου. Το σημαντικό αυτό ζήτημα, θέτει ευθέως θέμα εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.
Η εφαρμογή του φόρου, όπως επισημαίνεται στην πορεία, επί του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών, πλην των ρητώς εξαιρουμένων, του προσδίδει τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών (ΦΚΕ) επιβαλλόμενου σε ένα ή περισσότερα στάδια, πράγμα που αντίκειται στο άρθρο 33 της 6ης οδηγίας ΕΟΚ, για το ΦΠΑ.
Προτείνεται παραπέρα να ζητηθεί από την κυβέρνηση να επιβληθεί μία πρόσθετη ποσοστιαία μονάδα πάνω στους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές όλων των νησιών του Αιγαίου, το οποίο πρόσθετο έσοδο θα αποδίδεται από το Δημόσιο στους Δήμους και στις Κοινότητες των νήσων αυτών.
Από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν υπάρχει κανένα νομικό, ούτε οικονομικό πρόβλημα, διότι πρόκειται περί διαθέσεως του προϊόντος της φορολογίας και είναι καθαρά εσωτερικό θέμα.
Επίσης για μία τέτοια επέκταση σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, καθιστά την επιβολή και την είσπραξη του δημοτικού Φόρου απλούστατη χωρίς κανένα γραφειοκρατικό πρόβλημα και χωρίς την ανάγκη αλλαγής εντύπων ΦΠΑ.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/ethese-thema-difodo-ke-esodon-apo-fpa/