Φυλάκιση 3 ετών με αναστολή για απάτη επί Δικαστηρίω

Σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή, καταδικάστηκαν χθες από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, δύο κάτοικοι της Ρόδου, που κρίθηκαν ένοχοι, με ελαφρυντικά, απάτης επί δικαστηρίω, που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Σε βάρος των κατηγορουμένων, που φέρονται να ενεπλάκησαν σε μια σκανδαλώδη υπόθεση υφαρπαγής ακινήτου με απατηλή αγωγή χρησικτησίας, είχε ασκηθεί αρχικώς δίωξη για ψευδορκία και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία που παρεγράφη.
Αθώος κρίθηκε στην ίδια υπόθεση ένας συνταξιούχος αστυνομικός, ο οποίος αγόρασε το ακίνητο που είχε χρησιδεσπώσει συγκατηγορούμενός του.
Ο ένας εκ των κατηγορουμένων φέρεται συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής, αρμόδιας να διενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς και ειδικότερα στη Ρόδο στις 5 Δεκεμβρίου 2006, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας κατά την εκδίκαση αγωγής χρησικτησίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, κατέθεσε ότι ακίνητο στο Κανδυλί έχει αξία μικρότερη των 12.000 ευρώ, ότι αυτό είναι ακαλλιέργητο και ότι ο συγκατηγορούμενός του το κατείχε από το έτος 1987, καλλιεργώντας εντός αυτού ελαιόδεντρα, συλλέγοντας βότανα, διατηρώντας μελίσσια και τοποθετώντας σκύλους για τη φύλαξή του.
Η αλήθεια, όπως είχε προκύψει από τη δικαστική έρευνα, ήταν ωστόσο ότι το ακίνητο έχει αξία τουλάχιστον 679.200 ευρώ, καλλιεργείται συνεχώς από το έτος 1993 έως σήμερα και ο συγκατηγορούμενός του δεν το κατείχε από το έτος 1987. Τα ως άνω κατέθεσε μάλιστα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου και με τον τρόπο αυτό παρείχε άμεση συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του ώστε να παραστήσει ψευδώς ότι όσα κατέθεσε ήταν αληθή και να παραπλανήσει με τον τρόπο αυτό την Ειρηνοδίκη η οποία και εξέδωσε απόφαση με την οποία αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του συγκατηγορουμένου του επί του ακινήτου.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, στην ιδιοκτησία του οποίου μεταγράφηκε το ακίνητο δυνάμει της δικαστικής απόφασης που εξασφάλισε, φέρεται με πειθώ και παραινέσεις να προκάλεσε τον συγκατηγορούμενό του να καταθέσει ψέματα.
Άσκησε δε την 3η Απριλίου 2006 αγωγή χρησικτησίας κατά του πραγματικού ιδιοκτήτη σχετικά με την κυριότητα του ακινήτου φέροντάς τον ως αγνώστου διαμονής και στη συνέχεια, στις 5 Δεκεμβρίου 2006, κατά την εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, προσκόμισε στο Δικαστήριο ως μάρτυρα αποδείξεως των ισχυρισμών του τον συγκατηγορούμενό του.
Ο τρίτος κατηγορούμενος, που απηλλάγη, αγόρασε το 2007 τα 21.000 (εκ των συνολικά 22.640) μερίδια εξ αδιαιρέτου του ακινήτου. Ο συγκατηγορούμενός του φέρεται να είχε συμφωνήσει με μία άλλη υποψήφια αγοράστρια την πώληση τμήματος του επίδικου, πλην όμως αυτός υπαναχώρησε, αποφασίζοντας την ολική μεταβίβασή του σε εκείνον που απηλλάγη. Στον ίδιο μεταβιβάστηκε τελικώς το έτος 2008 και το έτερο (εναπομείναν) τμήμα του ακινήτου, ήτοι τα 1.640 μερίδια εξ αδιαιρέτου. Από το πιστοποιητικό του Κτηματολογίου Ρόδου, προκύπτει ότι κατά το χρόνο της πρώτης μεταβίβασης το έτος 2007, ο κατηγορούμενος που το είχε αποκτήσει με την απατηλή χρησικτησία φερόταν ως κύριος του επίδικου ακίνητου, δυνάμει τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία αναγνωριζόταν στο πρόσωπό του ότι συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής, γεγονός που συνηγορεί ότι εκείνος που το αγόρασε δεν μπορούσε να γνωρίζει τυχόν άλλο ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του ακινήτου πέραν του αναγραφόμενου στο Κτηματολόγιο. Το ποσό που φέρεται να κατέβαλε ανέρχεται σε 60.000 ευρώ, ενώ ενεγράφη επ’ αυτού προσημείωση υποθήκης για διπλάσια αξία από τράπεζα.
Σημειώνεται ότι οι μηνυτές διατείνονται ότι η χρησικτησία ασκήθηκε με δικόγραφο στο οποίο εμφανιζόταν ως “αντίδικός τους” κάτοικος του νησιού που έχει αποβιώσει ενώ έγινε επίδοση της αίτησης χρησικτησίας και άλλες διατυπώσεις που τον εμφάνιζαν ως αγνώστου διαμονής. Είχε αποβιώσει μάλιστα το 1964 καταλείποντας κληρονόμους κατά τη νόμιμη διαδοχή.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Γ. Ρωμαίος, Γ. Χαρίτος και Μ. Κουτσούκος ενώ ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής οι δικηγόροι κ.κ. Π. Τσούλος και Γ. Φλεβάρης.