“Φρένο” στις επιταγές “ευκολίας” σε αλληλόχρεους λογαριασμούς

“Φρένο” στη λειτουργία των αλληλόχρεων λογαριασμών τραπεζών και συγκεκριμένα στην τακτική ορισμένων συναλλασσόμενων μ’ αυτές να καταθέτουν σε πλαφόν και να προεξοφλούν επιταγές για τις οποίες δεν έχουν προσκομιστεί παραστατικά από τα οποία να αποδεικνύεται εμπορική ή άλλη συναλλαγή μεταξύ του εκδότη της και του κομιστή έθεσε με απόφαση που εξέδωσε το Ειρηνοδικείο Ρόδου.
Η απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως αναστολής και ανακοπής που υπέβαλε ο εκδότης της επιταγής κατά υποκαταστήματος τράπεζας που λειτουργεί στο νησί της Ρόδου θέτει παραπέρα φραγμό για διακίνηση επιταγών ευκολίας ή και τοκογλυφικών επιταγών μεταξύ κατόχων καρνέ επιταγών και σε “παιχνίδια” ανταλλαγής επιταγών που έχουν κατακλύσει την αγορά τα τελευταία κυρίως χρόνια, καθώς πλέον κρίθηκε ότι για να είναι νόμιμη η προεξόφληση μιας επιταγής απαιτείται πρώτα να γίνει έλεγχος από την τράπεζα ότι αφορά σε εμπορική συναλλαγή μεταξύ των δύο μερών.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ένεκα δεδικασμένου, οι τράπεζες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς για ακάλυπτες επιταγές του είδους καθώς οι σχετικές ανακοπές θα ευδοκιμούν ενώπιον των δικαστηρίων.
Εν πάση περιπτώσει ο δικηγόρος κ. Β. Καταβενάκης που χειρίστηκε τη συγκεκριμένη υπόθεση με την αίτηση ανακοπής και αναστολής που υπέβαλε για λογαριασμό ενός κατοίκου Φαληρακίου, οφειλέτη της τράπεζας δυνάμει ακάλυπτης επιταγής ύψους 5000 ευρώ που κατατέθηκε σε αλληλόχρεο λογαριασμό εξέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Σύμφωνα με σχετικές εγκυκλίους στις τράπεζες και τα συναλλακτικά ήθη, η καθής τράπεζα, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο περί μεταχρονολογημένης επιταγής, όφειλε προς διασφάλισή της (γεγονός που δεν έπραξε) να ζητήσει την προσκόμιση τιμολογίου ή άλλων στοιχείων από τα οποία θα αποδεικνυόταν η εμπορική συναλλαγή με την οποία θα συνδεόταν η μεταχρονολογημένη επιταγή από την εταιρεία (…). Δεν έγινε από την καθής τράπεζα ουσιαστικός έλεγχος έτσι ώστε να διασφαλιζόταν ότι η απαίτηση από την επίμαχη επιταγή εδράζεται σε γεγενημένη ήδη απαίτηση και δεν δόθηκε ως προκαταβολή για προϊόν που θα προσφερόταν μεταγενέστερα ή ως πιστοληπτική ευκολία. Μάλιστα, η καθής δεν ενήργησε έλεγχο σχετικά με την κτήση της επίδικης επιταγής εκ μέρους της πιστούχου της εταιρείας από εμένα προς διαπίστωση του αν υπήρχε αντίστοιχα αιτία εκδόσεώς της, αν δηλαδή είχαν υπάρξει αντίστοιχες συναλλαγές μεταξύ μας, έλεγχο που όπως προκύπτει ενεργούν όλες οι τράπεζες απαιτώντας την προσκόμιση σχετικών παραστατικών και ιδίως όταν πρόκειται για αφερέγγυες εταιρείες, όπως κατά τα παραπάνω ήταν η πιστούχος της για την οποία έχουν εκδοθεί πλήθος διαταγών πληρωμής. Κατ’ ακολουθίαν, συνάγεται ότι η καθής κατά την κτήση της επίμαχης επιταγής από την εταιρεία (…) τελούσε σε γνώση ότι αυτή η επιταγή ήταν ευκολίας, αφετέρου δε ενήργησε προς βλάβη μου (ΑΠ 1436/2003 Δνη, 46,772) γνώριζε δηλ. κατά την κτήση της επιταγής ότι με την μεταβίβασή της προς αυτήν είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή του ως άνω ισχυρισμού μου και να επιτευχθεί η πληρωμή της επιταγής η οποία δεν θα επιτυγχανόταν αν δεν είχε μεταβιβαστεί σε αυτή ως αξία ενεχύρου».
Το δικαστήριο με τις υπ’ αριθμ. 66/2008 και 47/2009 αποφάσεις που εξέδωσε δέχτηκε τα εξής:
«Η καθής τράπεζα όφειλε προς διασφάλισή της να ζητήσει από την εταιρεία (…) την προσκόμιση τιμολογίου ή άλλων στοιχείων από τα οποία θα αποδεικνυόταν η εμπορική συναλλαγή με την οποία θα συνδεόταν η μεταχρονολογημένη επιταγή. Επίσης, η καθής δεν έκανε ουσιαστικό έλεγχο έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η απαίτηση από την επίμαχη επιταγή εδράζεται σε γεγενημένη ήδη απαίτηση και δεν δόθηκε ως προκαταβολή για προϊόν που θα προσφερόταν μεταγενέστερα. Κατά συνέπεια, αφού δεν της προσκομίστηκαν ούτε της επιδείχθηκαν παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια-δελτία αποστολής) από τα οποία θα προέκυπτε συναλλαγή του αιτούντος με την εταιρεία (…), γνώριζε ότι ήταν δυνατόν να μην είχε εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή της οποίας γινόταν νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση. Η παράλειψη της καθής η αίτηση τράπεζα να ζητήσει από την εταιρεία (…), παραστατικά της συναλλαγής της με τον αιτούντα-εκδότη της επιταγής, κάτι που επιβάλλεται να πράξει για την ασφάλεια των συναλλαγών- ιδιαίτερα μία τράπεζα, όπως η καθής -οδηγεί στην πιθανολόγηση ότι η τελευταία, αν και γνώριζε ότι με τη μεταβίβασή της προς αυτήν ήταν δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή της ενστάσεως του αιτούντος-εκδότη της επιταγής κατά της εταιρείας (…) περί αδικαιολογήτου πλουτισμού της τελευταίας σε βάρος του, δέχτηκε να παραλάβει τη μεταχρονολογημένη επιταγή προκαλώντας βλάβη στον αιτούντα».