Η δημοσιογραφία του “copy paste” και η εμφάνιση των “churnalistes”

Η έκρηξη της πληροφορίας που ακολούθησε την είσοδο των νέων τεχνολογιών στο χώρο της επικοινωνίας καλλιέργησε προσδοκίες όχι μόνο για τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, αλλά και για την πολυφωνία της ενημέρωσης. H πολυαναμενόμενη «διαδικτυακή επανάσταση» πραγματοποιήθηκε, αλλά δυστυχώς όχι μόνο δεν οδήγησε στην βελτίωση της ποιότητας της δημοσιογραφίας, αλλά φαίνεται ότι αποτέλεσε το όχημα για να αποκαλυφθούν οι χρόνιες παθογένειες των «λειτουργών» της δημόσιας ενημέρωσης. Όπως παρατηρεί η Russel, το ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τα Δελτία Τύπου και τα γραφεία Τύπου ως πηγές για τα άρθρα τους αποτελούσε πάντα το «βρώμικο, μικρό μυστικό της δημοσιογραφίας»[1]. Η κρίση όμως στα ΜΜΕ και οι συνακόλουθες περικοπές των δημοσιογράφων σε συνδυασμό με τη αυξανόμενη πίεση για περισσότερη και ταχύτερη ενημέρωση φανέρωσαν την επικράτηση των διαφημιστών ή «παραδημοσιογράφων» έναντι των αληθινών ρεπόρτερ.
Το 2008, ο δημοσιογράφος Nick Davies σε άρθρο του στον Guardian αναφερόμενος στην σύγχρονη εικόνα της δημοσιογραφίας τόνιζε χαρακτηριστικά: «Μια βιομηχανία, της οποίας κύριο έργο ήταν να φιλτράρει τις ψευδείς ειδήσεις, σήμερα έχει γίνει τόσο ευάλωτη στη χειραγώγηση, ώστε να συμμετέχει στην μαζική παραγωγή του ψεύδους, την διαστρέβλωση και την προπαγάνδα»[2]. Παρατηρούσε τότε, ότι οι δημοσιογράφοι δεν λειτουργούσαν ως ρεπόρτερ, αλλά ως «churnalists»[3], αναπαράγοντας ειδήσεις από δεύτερο χέρι, χωρίς πρώτα να έχει διασταυρωθεί το περιεχόμενό τους, στηριζόμενοι στα Δελτία Τύπου των διαφόρων φορέων και επιχειρήσεων.
Τρία χρόνια αργότερα με τη δημιουργία της πλατφόρμας του churnalism.com, η εικόνα της δημοσιογραφίας που παρουσιάζει ο Davies, επιβεβαιώνεται και εμπειρικά, καταδεικνύοντας και στην πράξη πως η σημερινή δημοσιογραφία έχει ως ένα βαθμό μετατραπεί σε «τέχνη του copy-paste».
To Churnalism.com είναι μια νέα ιστοσελίδα που ξεκίνησε από την Media Standards Trust, η οποία έχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο να προσδιορίσει σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί της Βρετανίας αντιγράφουν Δελτία Τύπου. Το κοινό, από την πλευρά του, μπορεί να εισάγει το περιεχόμενο ενός Δελτίου Τύπου στο ειδικά διαμορφωμένο παράθυρο της πλατφόρμας και στη συνέχεια η μηχανή αναζήτησης «churn» συγκρίνει το περιεχόμενο του καταχωρημένου κειμένου με περισσότερα από 3 εκατομμύρια άρθρα από τις διαδικτυακές εκδόσεις των βρετανικών εφημερίδων, του BBC News και του Sky News, αναζητώντας ομοιότητες. Αν η μηχανή αναζήτησης βρει άρθρα στα οποία υπάρχει ομοιότητα με το συγκρινόμενο κείμενο σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20%, τότε εμφανίζει τα άρθρα αυτά ως πιθανά προϊόντα churnalism(churn). Με τον τρόπο αυτό το κοινό μπορεί να διαπιστώσει σε τι ποσοστό ένα Δελτίο Τύπου έχει χρησιμοποιηθεί αυτούσιο σε ένα άρθρο, σε τι ποσοστό ένα άρθρο βασίζεται σε στοιχεία από ένα Δελτίο Τύπου, ενώ παράλληλα μπορεί να αντιπαραβάλλει ταυτόχρονα τα δύο κείμενα, προβαίνοντας σε μια πιο λεπτομερή ανάλυση των κοινών τους σημείων.
Πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του Churnalism.com αποτέλεσε σύμφωνα με το διευθυντή της Media Standards Trust, Martin Moore, το βιβλίο του Nick Davies «Flat Earth News»(2008). Στο βιβλίο του, ο Davies παρουσιάζει αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Cardiff σε δείγμα 2.000 άρθρων από τις τέσσερις μεγαλύτερες εφημερίδες της Βρετανίας (Times, Telegraph, Guardian, Independent), αλλά και από την Daily Mail, σύμφωνα με τα οποία το 80% των άρθρων που δημοσιεύονται στηρίζονται είτε καθ’ ολοκληρία είτε εν μέρει σε δευτερογενές υλικό, το οποίο έχει παραχθεί είτε από ειδησεογραφικά πρακτορεία είτε από τη βιομηχανία δημοσίων σχέσεων, δηλαδή στα Δελτία Τύπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν οι ερευνητές αναζήτησαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που οι δημοσιογράφοι αντλούσαν από τα Δελτία Τύπου, έχουν διασταυρωθεί προσωπικά από τους ίδιους, διαπίστωσαν ότι αυτό συνέβαινε μόνο στο 12 % των περιπτώσεων. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξε και η έρευνα του Reich(2010), σύμφωνα με την οποία το 73% των ειδήσεων σε εννιά ειδησεογραφικούς οργανισμούς του Ισραήλ στηρίζεται σε Δελτία Τύπου.
Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαίωσε αργότερα μέσω ενός ιδιότυπου πειράματος, ο κινηματογραφιστής Chris Atkins, ο οποίος άρχισε να στέλνει Δελτία Τύπου για ψευδή γεγονότα, περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις των ΜΜΕ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του “penazzle”, ενός τατουάζ για άνδρες, το οποίο εμπνεύστηκε ο Atkins για τις ανάγκες της έρευνάς του. Παρόλο που το προϊόν δεν υπήρχε και το site προώθησης του προϊόντος κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες ώρες, το θέμα άρχισε να αναδύεται στον βρετανικό Τύπο, με άρθρα που είχαν αντιγράψει σε μεγάλο βαθμό αυτούσιο το περιεχόμενο του Δελτίου Τύπου. Κανένας από τους δημοσιογράφους δεν κατέβαλε προσπάθεια για να διαπιστώσει αν πράγματι υπάρχει το προϊόν πριν αρχίσει να δημοσιεύει άρθρα γι’ αυτό.
Μεταξύ των πιο επιτυχημένων ψευδών ειδήσεων που αναπαράχθηκαν χωρίς διασταύρωση από τα ΜΜΕ αποτελεί η ιστορία για τον περίφημο «Larry», τον γάτο του πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας, ο οποίος φερόταν να το είχε σκάσει από την ιδιοκτήτριά του. Όταν εκείνη τον αναγνώρισε από τις εφημερίδες, όπου είδε δημοσιευμένη τη φωτογραφία του «πρωθυπουργικού γάτου» στενοχωρήθηκε και θέλησε να της επιστραφεί ο γάτος της. Ο ανιψιός της αποφάσισε να διεξάγει μια σχετική καμπάνια στο Facebook, μαζεύοντας υπογραφές για να επιστρέψει ο Κάμερον τη γάτα στη θεία του. Φυσικά, η ιστορία ήταν κατασκευασμένη. Ούτε ηλικιωμένη θεία υπήρχε ούτε κι ο γάτος ανήκε σε κάποια οικογένεια. Η ιστορία, όμως έτυχε κάλυψης τόσο από την Daily Mail, όσο και από την Μetro (οι οποίες όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια απέσυραν τα επίμαχα άρθρα από το αρχείο της διαδικτυακής τους έκδοσης) και από το ραδιόφωνο του BBC!
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφώς, ότι οι άλλοτε υπερασπιστές της αλήθειας, οι μαχόμενοι δημοσιογράφοι, -οι οποίοι βρίσκονταν όλη μέρα εκτός γραφείου για να συνθέσουν τα κομμάτια του ρεπορτάζ-, τώρα έχουν μετατραπεί σε παθητικούς κειμενογράφους, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση συνθέτουν το υλικό που τους παρέχεται έτοιμο από τα Δελτία Τύπου. Μάλιστα, αρκετοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι οι επαγγελματίες της διαφήμισης γνωρίζουν πολύ καλύτερα τον τρόπο δουλειάς των δημοσιογράφων, απ’ ότι οι δημοσιογράφοι τον χώρο της διαφήμισης. Και βέβαια, χρησιμοποιούν αυτή την γνώση, προσφέροντας στους δημοσιογράφους Δελτία Τύπου, έτοιμα προς δημοσίευση.
Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν στα άρθρα τους δηλώσεις που αποδίδονται σε τρίτους, αυτούσιες, όπως εμφανίζονται στα Δελτία Τύπου, χωρίς βέβαια να αναφέρουν την προέλευση της πηγής τους, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για προϊόν προσωπικού τους ρεπορτάζ. Μάλιστα, κάποιοι δεν διστάζουν να αναπαράγουν ακόμα και τον τίτλο του Δελτίου Τύπου, με αποτέλεσμα σε μια σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο να συναντά κανείς τον ίδιο τίτλο σε άρθρα και ρεπορτάζ διαφορετικών ΜΜΕ. Υπάρχει όμως και μια έμμεση, αλλά περισσότερο επικίνδυνη συνέπεια της εξάρτησης της δημοσιογραφίας από τα Δελτία Τύπου: Σε μια εποχή, όπου οι δημοσιογράφοι δεν έχουν αρκετό χρόνο για να βρουν θέματα, τα καλογραμμένα, συνοδευόμενα από πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, Δελτία Τύπου, βρίσκουν εύκολα τον δρόμο τους προς τη δημοσιότητα, καθορίζοντας με άλλα λόγια την δημοσιογραφική ατζέντα.
Είναι σίγουρο πως η εμφάνιση του churnalism πυροδοτήθηκε από μια σειρά επιλογών των στελεχών της παγκόσμιας βιομηχανίας, η οποία αποσκοπούσε στη μείωση του κόστους παραγωγής των ειδήσεων και κατέστη πραγματικότητα χάρη στην εμφάνιση του διαδικτύου και τη συνεχή εξέλιξη των νέων τεχνολογιών. Όπως όμως παρατηρεί ο Philip Meyer , «στην εποχή της “αέναης ροής της πληροφορίας”, το διαδίκτυο παράγει δεδομένα με γρηγορότερο ρυθμό απ’ ότι παράγει ερμηνείες γι’ αυτά τα δεδομένα»[7] . Με άλλα λόγια, το ίντερνετ, όχι μόνο δεν υποκαθιστά την λειτουργία της ενημέρωσης που παραδοσιακά επιτελεί η δημοσιογραφία, αλλά δημιουργεί ένα νέο πεδίο αγοράς, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα της ερμηνείας και της σύνθεσης της συνεχούς ροής της πληροφορίας.
Το διαδίκτυο και η ανάγκη αέναης τροφοδότησης της πληροφόρησης δεν έθεσαν σε δοκιμασία μόνο την επαγγελματική δεινότητα των δημοσιογράφων. Πρωτίστως αποτέλεσαν ένα «stress- test» του δημοσιογραφικού ήθους. Οι δομικοί περιορισμοί στο επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν συνιστούν άλλοθι για την σημερινή εικόνα της δημοσιογραφίας. Οι δημοσιογράφοι φέρουν την απόλυτη ευθύνη για το τελικό «προϊόν» που υπογράφουν. Και ίσως το αντίδοτο να μην είναι τόσο περίπλοκο όσο κάποιοι φαντάζονται. Οι πολίτες δείχνουν τον δρόμο. Και ίσως τελικά ο Μeyer να έχει δίκιο όταν λέει ότι ίσως να μην χρειαζόμαστε περισσότερα «γεγονότα», αλλά περισσότερη αλήθεια για τα γεγονότα αυτά.
Ηλιάνα Γιαννούλη