Ο ΣΥΡΙΖΑ Νότιας Δωδεκανήσου θέλοντας να συμβάλει σε τοπικό επίπεδο στο διάλογο για τη διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας, συνέστησε από νωρίς ομάδα εργασίας για την επεξεργασία κειμένου θέσεων για την τοπική αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού. Στην ομάδα συμμετείχαν μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, της Ν.Ε. του ΣΥΝ καθώς και τα αιρετά μέλη του ΣΥΝ στους ΟΤΑ της περιοχής. Αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτής ήταν η διοργάνωση ημερίδας με τη συμμετοχή όλων των φορέων της τοπικής κοινωνίας, στην οποία Κεντρικός Ομιλητής ήταν ο σ. Φώτης Κουβέλης. Στην ημερίδα οι φορείς συνέβαλαν καθοριστικά με τις απόψεις τους στην τελική διαμόρφωση της πρότασης για την διοικητική μεταρρύθμιση και που σήμερα σας καταθέτουμε.
Για την Αριστερά, το θέμα της περιφερειακής – ισόρροπης ανάπτυξης, με βάση τις αρχές της αειφορίας, της συμμετοχικής δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αποτέλεσε και θα αποτελεί ζήτημα θεμελιώδους σημασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή ανάπτυξη για μας είναι άρρηκτα δεμένη με την αποκέντρωση, την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα όργανα της λαϊκής βούλησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η βασική μας πολιτική κατεύθυνση είναι η επιτελική λειτουργία του κράτους με την αποκέντρωση και τη μεταφορά σημαντικών αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και λειτουργιών του κράτους, με τη δημιουργία ισχυρών περιφερειακών επιπέδων διοίκησης κοντά στον πολίτη και την παροχή υψηλής ποιότητας δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών με ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.
Η αιρετή περιφέρεια πρέπει να αποκτήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων που θα δίνουν τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να καθορίζουν την αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Αυτό μπορεί να γίνει με μεταφορά όλων των αρμοδιότητων της κρατικής Περιφέρειας και όλων των αποκεντρωμένων μονοκλαδικών δομών των Υπουργείων στην α’ και β’ βάθμια Αυτοδιοίκηση, με εξουσιοδοτήσεις των αντίστοιχων υπουργών, όπως ισχύει για τις πολεοδομίες. Οι Γενικές Διοικήσεις όπως ορίζονται από τον «Καλλικράτη» επειδή στην πραγματικότητα θα αποτελέσουν έναν μοχλό ελέγχου και επιβολής των κυβερνητικών επιλογών στους δυο βαθμούς αυτοδιοίκησης, δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Σε επίπεδο Περιφέρειας, οι κύριες ασκούμενες αρμοδιότητες πρέπει να αφορούν την αναπτυξιακή πολιτική, τον προγραμματισμό και συντονισμό, τον χωρικό σχεδιασμό και διαχείριση περιοχών (χωροταξία, φυσικό περιβάλλον, υδατικοί πόροι) και την κατασκευή και λειτουργία έργων υποδομής διανομαρχιακού επιπέδου. Σε επίπεδο Νομού, σημαντικά κρίνονται τα ζητήματα αρμοδιοτήτων νομαρχιακού επιπέδου, εφαρμογής περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής, της πολεοδομίας, του περιβάλλοντος, της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής προστασίας κ.λπ.
Προκειμένου οι αιρετές περιφέρειες να αποκτήσουν τη δυνατότητα να γίνουν ισχυρές και αυτόνομες με διακριτή εκπροσώπηση στα Ευρωπαϊκά όργανα, το γεωγραφικό τους εύρος θα πρέπει να οριστεί με κριτήρια αναπτυξιακά, γεωγραφικά και κοινωνικά. Σε καμία περίπτωση ο γεωγραφικός τους καθορισμός δεν πρέπει να μπει στη βάση εκλογικών σκοπιμοτήτων. Η αιρετή Περιφέρεια πρέπει να λειτουργεί στη βάση της αναλογικής συμμετοχής σε όλα τα όργανα της των Περιφερειακών Παρατάξεων και των τοπικών φορέων. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την εκλογή του Περιφερειακού Συμβουλίου με απλή αναλογική χωρίς επίπλαστες πλειοψηφίες. Οι πόροι της αιρετής Περιφέρειας πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και θεσμοθετημένοι. Θεωρούμε τέλος αναγκαίο το πέρασμα της διαχείρισης των πόρων του ΕΣΠΑ 2007 – 2013 στην αιρετή περιφέρεια, που θα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη κατανομή και απόδοση των κοινοτικών πόρων, που παραμένουν τουλάχιστον για τα επόμενα 5-6 χρόνια το βασικό χρηματοδοτικό αναπτυξιακό εργαλείο της περιφέρειας αλλά και των πόλεων.
Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η αιρετή Περιφέρεια δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ενιαίο Αιγιακό χώρο των δύο σημερινών Περιφερειών Νοτίου και Βορείου Αιγαίου. Η Περιφέρεια Αιγαίου, όπως προτείνεται, θα αποτελέσει μια ισχυρή νησιωτική Περιφέρεια που θα μπορεί να διεκδικήσει την εφαρμογή νησιωτικών πολιτικών σε εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο νέος Δήμος θα πρέπει να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες:
1. Στον τομέα της ανάπτυξης, ο Δήμος πρέπει να έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της εξειδίκευσης των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων της γεωγραφικής του περιφέρειας.
2. Το σύνολο της διαχείρισης και ελέγχου των περιβαλλοντικών παραμέτρων του Δήμου πρέπει να μεταφερθεί στην αρμοδιότητα των Δήμων όταν αυτές βρίσκονται χωροθετημένες στο σύνολο τους στη Γεωγραφική του Περιφέρεια, ενώ σε περίπτωση ευρύτερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων η αρμοδιότητα θα πρέπει να ανήκει στην αιρετή Περιφέρεια.
3. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποτελούν τον εγγύτερο θεσμό προς τον πολίτη. Παρ’ όλα αυτά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ένα μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών δεν ελέγχεται από τους Δήμους. Πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι κατεστημένες νοοτροπίες και οι πελατειακές σχέσεις κράτους- πολίτη και να μεταφερθούν αρμοδιότητες ουσιαστικές στους Δήμους σε ζητήματα βελτίωσης της ποιότητας ζωής.
Για να μπορέσει πραγματικά να υπάρξει ένας ισχυρός και αυτοτελής Δήμος πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να εξασφαλιστεί η οικονομική του αυτοτέλεια. Οι πόροι θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και θεσμοθετημένοι. Συνεπώς απαιτείται ριζική αλλαγή και εκδημοκρατισμός του φορολογικού συστήματος με αναδιανομή των φόρων που εισπράττονται δίχως επιβολή νέων, καθώς και ανακατανομή των πόρων που προέρχονται από το κράτος με όρους ισοτιμίας και εθνικής αλληλεγγύης προς τους Δήμους που για λόγους γεωγραφικής θέσης, οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής επιβάρυνσης κλπ. έχουν διαφοροποιημένες ανάγκες. Τα κριτήρια κατανομής τους πρέπει να επανακαθοριστούν σαφώς με βάση γεωγραφικά, αναπτυξιακά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, των νησιωτικών Δήμων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών (μεταφορές, υγεία, πολιτισμός κλπ.) δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με πληθυσμιακά κριτήρια, αλλά στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών του νησιού ανεξάρτητα από τον πληθυσμό του.
Η λειτουργία ενός ισχυρού Δήμου είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε ισχυρές Δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες θα διασφαλίζουν την ορθολογική διαχείριση και την αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των πολιτών στις λήψεις των αποφάσεων. Γι ‘αυτό προτείνουμε:
1. Την κατάργηση του Δημαρχοκεντρικού μοντέλου Διοίκησης και την ενίσχυση του ρόλου και της λειτουργίας των συλλογικών οργάνων του Δήμου.
2. Την κατάργηση της αναχρονιστικής σύνθεσης των Δημοτικών Συμβουλίων κατά τα 3/5 από την πλειοψηφούσα Δημοτική Παράταξη και την καθιέρωση της απλής αναλογικής σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των Δημοτικών εκλογών
3. Τη λειτουργία Συμβουλίων ανά Δημοτικό Διαμέρισμα, με συμμετοχή των προέδρων των τοπικών συμβούλων του Διαμερίσματος και των διαμερισματικών δημοτικών συμβούλων, τα οποία θα διαχειρίζονται καθημερινά ζητήματα του Δημοτικού Διαμερίσματος και συγκεκριμένο προϋπολογισμό για την υλοποίηση έργων στο Δημοτικό Διαμέρισμα, λαμβάνοντας υπόψη, για ένα μεταβατικό στάδιο, την υφιστάμενη οικονομική και διοικητική δομή του.
4. Τη λειτουργία Τοπικών Συμβουλίων με σύνθεση ανάλογη του μεγέθους των κοινοτήτων και με έμμεση εκλογή του προέδρου. Στα τοπικά συμβούλια εκτός από τους αιρετούς πρέπει να συμμετέχουν γνωμοδοτικά οι σύλλογοι και οι οργανωμένες κινήσεις των πολιτών που δρουν στην τοπική κοινωνία.
5. Σε όλα τα ανωτέρω επίπεδα απαιτείται η ενεργή συμμετοχή των πολιτών και ιδιαίτερα στις κοινότητες. Οι φορείς της αυτοδιοίκησης οφείλουν να επιζητούν την διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων και λαϊκών συνελεύσεων.
Με βάση τις παραπάνω προτάσεις είναι αυτονόητο ότι σαφώς ορισμένες γεωγραφικές ενότητες όπως είναι τα νησιά της Δωδεκανήσου δεν μπορούν παρά να αποτελούν ένα ΟΤΑ ανά νησί, δεδομένου ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο σε όλους τους τομείς οικονομικής-κοινωνικής- περιβαλλοντολογικής διαχείρισης.
Για τις νησιωτικές περιοχές, όπως είναι ο νομός μας, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα σε σχέση με το μέγεθος των νησιών και τις αναπτυξιακές τους ικανότητες. Αν και δεν προτείνεται η δημιουργία ενιαίων Δήμων από συμπλέγματα νησιών, προκειμένου να διατηρηθεί η αυτονομία τους, εν τούτοις είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση της αρωγής των μεγαλύτερων Δήμων στους μικρούς. Συγκεκριμένα, προτείνουμε να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση για τους μεγάλους Δήμους- νησιά και εναλλακτικά την αιρετή Περιφέρεια να παρέχουν υπηρεσίες Τεχνικών Υπηρεσιών, Πολεοδομίας, οικονομικών υπηρεσιών στους γειτονικούς μικρούς Δήμους- νησιά. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών θα κοστολογείται και θα χρηματοδοτούνται με επιπλέον πόρους από τους ΚΑΠ.
Στα πλαίσια της Διοικητικής Μεταρρύθμισης θα πρέπει να διασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων στους ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού, τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις τους. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θιγούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν το εχέγγυο της επιτυχίας του εγχειρήματος αυτού. Επί πλέον και δεδομένων δύο προβλημάτων, της υποστελέχωσης της αυτοδιοίκησης και της άνισης μισθολογικής κατάστασης του προσωπικού της, η μεταρρύθμιση πρέπει να συνοδευτεί με ένα ενισχυμένο πρόγραμμα προσλήψεων και με τη δημιουργία μιας ενιαίας και ικανοποιητικής μισθολογικής βάσης, για το προσωπικό, τουλάχιστον ίση με την ανώτερη από τις υπάρχουσες, ώστε να μπορούν να γίνουν οι μετακινήσεις-μετατάξεις από το ένα επίπεδο στο άλλο.
Τέλος είναι ουσιαστικό να επισημανθεί και πάλι ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη στις νησιωτικές περιοχές αν δεν σχεδιασθεί και υλοποιηθεί ένα επαρκές και προσβάσιμο από όλους σύστημα μεταφορών – επικοινωνίας τόσο με το κέντρο όσο και μεταξύ των νησιών, με μέριμνα του κράτους με έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές. Πρέπει επομένως να μελετηθεί, θεσμοθετηθεί και υλοποιηθεί ένα Δημόσιο Σύστημα Θαλάσσιων Μεταφορών στο οποίο βασικό ρόλο σχεδιασμού και υλοποίησης θα έχει η προτεινόμενη Περιφέρεια Αιγαίου καθώς και οι νησιωτικοί Δήμοι.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/i-thesis-tou-siriza-gia-ti-diikitiki-metarrithmisi/