Είχε πρωτοστατήσει στην κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ!

Με μια γνωμοδότηση «φωτιά» του ενδιαμέσως εκλιπόντος διακεκριμένου καθηγητή του Διοικητικού και Δημοσιονομικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Αναστασόπουλου, την οποία προκάλεσε τον Ιούνιο του 1995, ο πρώτος τη τάξει δημοτικός σύμβουλος της πλειοψηφίας στο Δήμο Ροδίων, Αντιδήμαρχος Καθημερινότητας κ Γ. Γιαννακάκης, ενισχύθηκε το «νομικό οπλοστάσιο» του ΕΒΕΔ για την κατάργηση του Δημοτικού Φόρου Δωδεκανήσου (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.)!!!
Την ίδια ώρα που η δημοτική αρχή του Δήμου Ροδίων αναθεματίζει την προσπάθεια που καταβάλλει το ΕΒΕΔ για την κατάργηση του δημοτικού φόρου, ερχόμενη σε ευθεία ρήξη με τη διοίκηση του, διαπιστώνεται ότι ο κ Γιαννακάκης, ως έμπορος και πρώην μέλος της διοίκησης του Επιμελητηρίου, ήταν αυτός που είχε πρωτοστάτησει στον αγώνα για την κατάργηση του Δωδεκανησιακού φόρου…
«Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο κύριος Αντιδήμαρχος, ήταν εκ των πρωτεργατών της διαχρονικής προσπάθειας του ΕΒΕΔ για την κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ. Δεν μας εκπλήσσουν οι θέσεις που είχε εκφράσει γύρω από τη νομιμότητα του φόρου κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων του Επιμελητηρίου στο παρελθόν. Οι θέσεις του κ Γιαννακάκη είναι διατυπωμένες στα πρακτικά των συνεδριάσεων και με αυτές είμαστε απολύτως σύμφωνοι καθώς εκφράζουν τις ανησυχίες και την αγωνία του επιχειρηματικού κόσμου. Μας εκπλήσσει όμως το γεγονός ότι τις θέσεις του αυτές έπαυσε να υπερασπίζεται με το ίδιο πάθος σήμερα ως μέλος της δημοτικής αρχής, λαμβάνοντας μάλιστα θέση δημοσίως σε συνεδρίαση των Επιμελητηρίων υπέρ της διατήρησης του ΔΗΦΟΔΩ», δήλωσε χθες στη «δ» ο Πρόεδρος του ΕΒΕΔ κ Γ. Χατζημάρκος.
Όπως έχει αποκαλύψει η «δ» σε πολυσέλιδη γνωμοδότηση που συνέταξε η δικηγορική εταιρεία «ΖΕΠΟΣ & ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ» για λογαριασμό του ΕΒΕΔ στα πλαίσια σχετικής εντολής του διοικητικού συμβουλίου, που προσανατολίζεται να προσφύγει ενώπιον των Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων για την ακύρωση του Δωδεκανησιακού φόρου εντός του έτους διαπιστώνεται παράβαση τριών άρθρων του Συντάγματος και ασυμβατότητα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο περί φορολογίας στο ισχύον νομοσχέδιο και καθεστώς είσπραξης του Δημοτικού Φόρου Δωδεκανήσου.
Στη γνωμοδότηση του καθηγητή Αναστασόπουλου για το ίδιο ζήτημα, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν σχετικής παραγγελίας του κ Γιάννη Γιαννακάκη, ενισχύονται οι ως άνω διαπιστώσεις…
“Εχω τη γνώμη ότι μπορεί να αμφισβητηθεί βάσιμα το αν ο επίμαχος φόρος συνάδει προς του Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, ιδίως το κοινό σύστημα ΦΠΑ, και αφετέρου στους κανόνες της φορολογικής ισότητας και καθολικότητας που καθιερώνονται στο Ελληνικό Σύνταγμα, σε συνδυασμό με τις δικαιοκρατικές αρχές της αναλογικότητας, συστηματικότητας και αναγκαιότητας” καταλήγει στην πεντασέλιδη γνωμοδότηση του προς τον κ Γιαννακάκη ο καθηγητής!!.
Στη γνωμοδότηση αφού αρχικώς γίνεται επίκληση των διατάξεων εφαρμογής του ΔΗΦΟΔΩ αναφέρεται:
“Θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι ο επίμαχος φόρος, παρά το ότι δεν ορίζεται ως φόρος επί των πράξεων πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, λειτουργεί λόγω της λήψεως ως βάσεως επιβολής των ακαθαρίστων εσόδων από τη διενέργεια τέτοιων οικονομικών δραστηριοτήτων ως αληθινός φόρος επί των συναλλαγών της επιχείρησης. Με άλλα λόγια, ο δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου, που αντικατέστησε τον παλαιό Φόρο Δωδεκανήσου επί των πωλήσεων εισαγομένων και εξαγομένων αγαθών, φαίνεται ότι αντιστοιχεί στα χαρακτηριστικά ενός κατ’ αποκοπήν φόρου κύκλου εργασιών που μετακυλίεται στην κατανάλωση και έχει σωρευτικό και επαναληπτικό χαρακτήρα – αφού από τα ακαθάριστα έσοδα δεν εκπίπτεται η αξία των διενεργηθεισών αγορών μετά των αντίστοιχων φόρων”.
Σε ό,τι αφορά την αντίθεση του φόρου προς το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο στη γνωμοδότηση που συντάχθηκε για λογαριασμό του κ Γιαννακάκη αναφέρονται τα εξής:
«… Με αυτά τα χαρακτηριστικά, ο Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου προβληματίζει κατά πόσο συμβιβάζεται με το κοινό σύστημα ΦΠΑ που καθιερώθηκε με την 6η Οδηγία Συμβουλίου ΕΟΚ της 17η Μαϊου 1977 και εφαρμόστηκε στην Ελλάδα με τον ν. 1642/1986. Σημειώνεται ότι όπως έχει νομολογηθεί από το ΔΕΚ (Dansk Denkavit, C-200/90), το άρθρο 33 της 5ης Οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν φόρους, δικαιώματα ή τέλη που έχουν τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών και συνεπώς υπονομεύουν τη λειτουργία του ΦΠΑ.
Εν προκειμένω, παρ’ όλο ότι το εν λόγω Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου δεν επιβάλλεται επί αυτών καθαυτών των πράξεων παραδόσεων αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, και δεν αποτελεί αντικείμενο χωριστής ενδείξεως επί του τιμολογίου, όπως συμβαίνει με το ΦΠΑ, επιβαρύνει τη βάση του ΦΠΑ επί των πωλήσεων αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από υποκείμενους στο φόρο (ΦΠΑ) που είναι επιτηδευματίες εγκατεστειμένοι στο Νομό Δωδεκανήσου. Η βάση ΦΠΑ επιβαρύνεται περαιτέρω, κατά τρόπο σωρευτικό και επαναληπτικό, αφού δεν εκπίπτεται η αξία των διενεργηθεισών αγορών μετά των σχετικών φόρων, με το ποσό της μετακύλισης του επίμαχου φόρου, όπως αυτό επιμερίζεται με τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών. Η ανάλογη λειτουργία του φόρου του άρθρου 60 του ν. 2214/1994 προς τον ΦΠΑ τονίζεται και εξ αντιδιαστολής με την πρόβλεψη ανάλογων προσωπικών και πραγματικών απαλλαγών από τον φόρο.
Συνεπώς, αν γίνει δεκτό ότι ο επίμαχος φόρος αποτελεί κεκαλυμμένο φόρο κύκλου εργασιών, παραβιάζεται, αφενός, η ομοιομορφία της φορολογικής βάσης ΦΠΑ που καθιερώνει η 6η Οδηγία, ειδικά κατά τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων στον Νομό Δωδεκανήσου και αφετέρου διασπάται η καθιερούμενη από την ίδια Οδηγία αρχή του ενιαίου της εδαφικής εφαρμογής του φόρου (άρθρο 3 6ης Οδηγίας). Είναι δε εν προκειμένω αδιάφορο, και δεν επιτρέπει αναλογική ερμηνεία ως προς την αποδοχή της νέας αυτής έμμεσης πλην σαφούς «διάσπασης» του κοινοτικού εδάφους, αν για την Δωδεκάνησο αρχικά και στη συνέχεια και για άλλα νησιά του Αιγαίου εφαρμόζονται μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, δεδομένου ότι η ευνοϊκή αυτή ρύθμιση είναι ανεκτή κατά το κοινοτικό δίκαιο λόγω του σκοπού της ενίσχυσης των λιγότερο ευνοημένων από αναπτυξιακή άποψη νησιωτικών περιοχών της Ευρώπης, σε συνδυασμό (κυρίως) και με την έλλειψη κοινοτικής εναρμόνισης των συντελεστών ΦΠΑ.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ Dansk Denkavit, C-200/90, το άρθρο 33 της 6ης Οδηγίας ΦΠΑ γεννά υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν. Συνεπώς οι παραπάνω αιτιάσεις πρέπει να εξετασθούν από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, εφόσον ετίθεντο στην αγορά εντός του νομού και όχι τους επιτηδευματίες τους εγκατεστημένους στον νομό. Ο επίμαχος φόρος με την επιβάρυνση μόνον των τελευταίων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εις βάρος τους δυσμενέστεροι όροι ανταγωνισμού, έναντι άλλων επιτεδευματιών εγκατεστημένων σε άλλη περιοχή της χώρας, εκτός Δωδεκανήσου…»
Ιδιαίτερη ανάλυση γίνεται παραπέρα για την αντίθεση του ΔΗΦΟΔΩ προς τους συνταγματικούς κανόνες της φορολογικής ισότητας και καθολικότητας. Εντύπωση προκαλεί και η διαπίστωση στη γνωμοδότηση του καθηγητή ότι…

«η μετακύλιση του επίμαχου φόρου στην κατανάλωση και η αντίστοιχη διόγκωση της βάσης επιβολής ΦΠΑ, οδηγεί ασφαλώς σε μείωση της ενίσχυσης υπέρ της νησιωτικής και παραμεθορίου περιοχής που επιδιώκει η εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, εις βάρος δε αποκλειστικώς των υποκείμενων που είναι επιτηδευματίες εγκατεστημένοι στον νομό Δωδεκανήσου»!