Ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών προκάλεσε ισχυρή έκρηξη

Μια απίθανη υπόθεση με κατηγορούμενο για την πράξη της έκρηξης από πρόθεση, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και σε άνθρωπο έναν ιδιοκτήτη γραφείου τελετών και φερόμενο ως θύμα ιδιοκτήτη όμοιας επιχείρησης θα απασχολήσει την συνεδρίαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου την προσεχή Δευτέρα.
Στην Κάλυμνο, στην ενορία Ευαγγελίστριας, στις 24 Οκτωβρίου 2003 και περί ώρα 2:30 πρωινή σημειώθηκε έκρηξη στο με αριθμό κυκλοφορίας ΥΚΤ 9918 Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο κλειστού τύπου (κλούβα), μάρκας ΤΟΥΟΤΑ HIACE, ιδιοκτησίας του Π. Β., ο οποίος διατηρεί γραφείο τελετών. Το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο σε υπαίθριο χώρο, ο οποίος χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης στην ενορία Ευαγγελίστριας Καλύμνου.
Από την έκρηξη προκλήθηκαν υλικές ζημιές στο ανωτέρω αυτοκίνητο , καθώς και στο με αριθμό κυκλοφορίας ΚΧΒ 7507 ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της Μ. Κ., το οποίο ήταν σταθμευμένο πίσω από το αυτοκίνητο του Π. Β. και στο με αριθμό κυκλοφορίας ΡΕΒ 2844 ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του Ε. Σ., το οποίο ήταν σταθμευμένο απέναντι και παράλληλα απ’ αυτό του Π. Β..
Από το Α.Τ. Καλύμνου διενεργήθηκε προανάκριση σχετικά με την έκρηξη. Από την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι πίσω από το αυτοκίνητο του Π. Β σε απόσταση περίπου 28 εκατοστών από τον πίσω αριστερό τροχό υπήρχε κρατήρας διαμέτρου 20 και βάθους 7 εκατοστών, ο οποίος προφανώς δημιουργήθηκε από την έκρηξη και ήταν η αρχική εστία της. Δεν βρέθηκαν υπολείμματα του εκρηκτικού μηχανισμού και έτσι συμπεραίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός από εκρηκτική ύλη, τοποθετημένη σε μεταλλικό δοχείο με πυροκροτητή τοποθετημένο σε βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, το οποίο μετέδωσε τη φλόγα στην εκρηκτική ύλη.
Από τα ευρήματα στο χώρο της έκρηξης τα οποία εξετάστηκαν στα εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, προέκυψε ότι χρησιμοποιήθηκε αμμωνιοδυναμίτιδα.
Ο χώρος, όπου σημειώθηκε η έκρηξη, βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμοποιείται από τους κατοίκους των γύρω οικιών ως χώρος στάθμευσης οχημάτων, ενώ από εκεί διέρχονται άτομα πεζά ή επιβαίνοντα σε δίκυκλα, με αποτέλεσμα να προκληθεί κίνδυνος, εκτός των υλικών αγαθών και για τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή ανθρώπων.
Κατά την προανάκριση προσήλθε και κατέθεσε ο Ν. Κ., ο οποίος απασχολούνταν ως εργάτης στο άνοιγμα τάφων από τον Π. Β, αλλά και από τον κατηγορούμενο Π. Κ., ο οποίος διατηρεί γραφείο τελετών στην Κάλυμνο.
Αυτός, κατά την από 16-02-2004 ένορκη κατάθεσή του στο Α.Τ. Καλύμνου, κατέθεσε ότι το μήνα Αύγουστο του 2003 ο κατηγορούμενος του είπε «πώς να βγάλουμε από τη μέση τον Π.Β.», διότι ο τελευταίος είχε ανοίξει προ δύο ετών γραφείο τελετών και εξαιτίας αυτού οι δουλειές του είχαν μειωθεί.
Μάλιστα, στις αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (2003), πρότεινε στον νεκροθάφτη να του δώσει ένα σακουλάκι με χασίς και αυτός να το βάλει μέσα σε ένα φέρετρο απ’ αυτά που είχε στο γραφείο του ο Π. Β.. Μόλις θα γινόταν αυτό, ένας θείος του κατηγορούμενου θα τηλεφωνούσε στην αστυνομία από την Αθήνα για να μη φαίνεται ότι το τηλεφώνημα έγινε από την Κάλυμνο, για ν’ αναφέρει ότι ο Π.Β. κατέχει ναρκωτικά.
Ο νεκροθάφτης αντέδρασε λέγοντάς του «τι πράγματα είναι αυτά» και ο κατηγορούμενος του είπε να μη μιλήσει σε κανένα και να τον ειδοποιήσει μόλις ο Π. Β παραλάβει φέρετρα. Ο νεκροθάφτης στη συνέχεια ειδοποίησε τον Π. Β για όσα του είπε ο κατηγορούμενος και του ζήτησε να ενημερώσει αυτός το Α.Τ. Καλύμνου για να μη βρεθεί ο ίδιος μπλεγμένος, σε περίπτωση που ο Ν.Κ. του έδινε ναρκωτικά.
Στις αρχές Οκτωβρίου 2003 ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον νεκροθάφτη, για να τον πληρώσει για μία κηδεία, στην οποία ο τελευταίος είχε εργαστεί. Ο κατηγορούμενος του είπε να συναντηθούν στις 21:00 η ώρα στο λιμάνι, απέναντι από το δημοτικό φάρο. Οταν συναντήθηκαν εκεί, ο κατηγορούμενος φέρεται να είπε στο νεκροθάφτη να πάει στο δημοτικό φάρο και να πάρει κάτω από μία πέτρα μία νάιλον σακούλα που είχε βάλει εκεί, στη συνέχεια του αποκάλυψε ότι πρόκειται για ναρκωτικά. Ο νεκροθάφτης πήρε το σακουλάκι από το σημείο που του υπέδειξε ο κατηγορούμενος, το έκρυψε στο σπίτι του και τηλεφώνησε στον Π.Β., λέγοντάς του να τον φέρει σε επαφή με τον Διοικητή του Α.Τ. Καλύμνου για να το παραδώσει. Αφού πέρασαν μερικές ημέρες και δεν είχε απάντηση από τον Π.Β., ο νεκροθάφτης αναχώρησε για την Αθήνα για να επισκεφθεί οφθαλμίατρο. Μετά από τρεις ημέρες παραμονής στην Αθήνα θα επέστρεφε στην Κάλυμνο. Το πρωί της τρίτης ημέρας δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενος, ο οποίος επίσης βρισκόταν στην Αθήνα και συναντήθηκαν στον Πειραιά. Ο κατηγορούμενος φέρεται να του είπε ότι ήλθε στις 12 η ώρα το βράδυ της προηγούμενης ημέρας αεροπορικώς από την Κω και ότι θα ταξίδευαν μαζί το ίδιο απόγευμα με το πλοίο για την Κάλυμνο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο νεκροθάφτης δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Π.Β., ο οποίος του είπε ότι στις 2 η ώρα το πρωί έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητό του και τον ρώτησε αν είδε τον κατηγορούμενο. Ο νεκροθάφτης του απάντησε ότι τον είδε και ότι ταξίδευαν μαζί. Την 25-10-2003, όταν ο νεκροθάφτης έφτασε στην Κάλυμνο κατέθεσε στο Α.Τ. και παρέδωσε στους αστυνομικούς το σακουλάκι, το οποίο περιείχε έξι λευκούς φακέλους ευχετηρίων, μέσα στους οποίους υπήρχε ποσότητα κάνναβης βάρους 6 γραμμαρίων, όπως διαπιστώθηκε και από την εξέταση της Χημικής Υπηρεσίας.
Μετά την κατάθεσή του, ο κατηγορούμενος συνάντησε τον νεκροθάφτη και του είπε «δεν πιστεύω να με πρόδωσες» και ο νεκροθάφτης απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και είπε την αλήθεια.
Στο Α.Τ. Καλύμνου, στις 26-10-2003 προσήλθε και ο Η. Θ. και κατέθεσε ότι λίγες ημέρες πριν το Πάσχα του 2002 τον πλησίασε στο νεκροταφείο, όπου εργαζόταν ως οικοδόμος, ο κατηγορούμενος και του πρότεινε να του δώσει 100.000 δραχμές για να πάει στην αποθήκη που είχε ο Π.Β. στην περιοχή «Ποταμοί» και να κάψει το αυτοκίνητο – νεκροφόρα του τελευταίου. Αυτός αρνήθηκε και στη συνέχεια ενημέρωσε τον Π.Β. γι’ αυτό που του είπε ο κατηγορούμενος.