Καταδίκη εκπαιδευτικού για δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση

Ποινή φυλάκισης 3 μηνών με 3ετή αναστολή επέβαλε χθες το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου στον εκπαιδευτικό κ Ιωάννη Τρικοίλη κρίνοντας τον ένοχο με ελαφρυντικά απλής δυσφήμισης και ψευδούς καταμήνυσης του πρώην προϊσταμένου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου κ Τ. Μαυρόπουλου.
Πρωτοδίκως ο κ Τρικοίλης είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Πρόκειται για την τελευταία δίκη στο σίριαλ της αντιδικίας των δύο εκπαιδευτικών. Οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την ανάκληση της συγκεκριμένης μήνυσης προ αλλά και κατά τη διάρκεια της δίκης δεν τελεσφόρησαν λόγω άρνησης του κ. Μαυρόπουλου ο οποίος δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου ότι έχει ταλαιπωρηθεί ενώπιον των δικαστηρίων από το έτος 2002.
Το ιστορικό της υπόθεσης σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση του δικαστηρίου έχει ως εξής:
«…Με την υπ’ αριθμ. 10/12-10-2000 απόφαση του Περιφερειακού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Δωδεκανήσου, επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο, καθηγητή στο 1ο Ενιαίο Λύκειο Ρόδου, η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως διαρκείας τεσσάρων (4) μηνών με πλήρη στέρηση αποδοχών, για το λόγο ότι αυτός παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα κατ’ οίκον. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο στις 20-11-2000 με το υπ’ αριθμ. 2517 έγγραφο της Διεύθυνσης Β’ βάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου, στο οποίο αναγραφόταν ότι κατά της απόφασης αυτής είχε δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εντός 60 ημερών από της κοινοποιήσεως, δεδομένου ότι δεν είχε συσταθεί ακόμη δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης της απόφασης αυτής. Παρά την υπόμνηση αυτή, ο κατηγορούμενος δεν προσέφυγε ενώπιον του ΣτΕ, αλλά αντίθετα άσκησε την από 13-12-2003 ένστασή του η οποία κατατέθηκε στην προαναφερόμενη Διεύθυνση και απευθυνόταν προς το Δευτεροβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο / Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων επί ενστάσεων Π.Υ.Σ.Δ.Ε. Κατά το χρόνο άσκησης όμως της εν λόγω προσφυγής, το όργανο προς το οποίο απευθυνόταν δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί νομίμως και δεν είχε αρχίσει να λειτουργεί, κάτι το οποίο έγινε από 1-1-2001, με αποτέλεσμα κάθε τυχόν ενώπιον αυτού κατατεθείσα ένσταση να μην επάγεται έννομες συνέπειες. Με το σκεπτικό αυτό, ήτοι ως απευθυνόμενη ενώπιον ανύπαρκτου δικαιοδοτικού οργάνου, η ένσταση αυτή απερρίφθη δυνάμει του υπ’ αριθμ. 9/29-5-2001 πρακτικού του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ηδη ο κατηγορούμενος είχε προσφύγει προς το ΣτΕ με την από 18-1-2001 προσφυγή με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ως άνω πράξης του ΠΥΣΔΕ, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 104/2002 απόφαση σύμφωνα με την οποία το ΣτΕ δεν αποφάνθηκε οριστικά επί της προσφυγής αλλά παρέπεμψε την υπόθεση στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, το οποίο ήταν ήδη αρμόδιο δυνάμει της διάταξης του άρθρου 4 του Ν. 2944/2001, το οποίο ίσχυε από 8-10-2001. Στη συνέχεια, η Διεύθυνση Προσωπικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας απέστειλε προς τη Διεύθυνση Δ.Ε.Ν. Δωδεκανήσου το υπ’ αριθμ. Φ277/130/58944-Δ2/6-6-2002 έγγραφό της με το οποίο ζητούσε να εκτελεσθεί η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή, δεδομένου ότι η ασκηθείσα ενώπιον του ΣτΕ προσφυγή δεν εκδικάσθηκε εντός 6 μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης, καθόσον η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της ποινής. Κατόπιν αυτού με την αριθμ. 3089/21-7-2002 απόφαση της Διεύθυνσης Β’ βάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου αποφασίστηκε η εκτέλεση της ποινής η οποία είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Και ενώ τα γεγονότα έλαβαν χώρα κατά τον παραπάνω τρόπο, ο τελευταίος υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την από 3-4-2003 έγκλησή του με την οποία κατήγγειλε τους Κωνσταντίνο Σάρλη, Αναστάσιο Μαυρόπουλο (εγκαλούντα) και Θ. Ζάγκο, για τα αδικήματα της ψευδούς βεβαιώσεως και της παράβασης καθήκοντος οι οποίες συνίσταντο αντίστοιχα α) στην κοινοποίηση προς αυτόν του 2517/20-11-2000 εγγράφου της Διεύθυνσης Β’ βάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου, στο οποίο αναγραφόταν ότι κατά της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε η ως άνω ποινή είχε δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και β) στο γεγονός ότι η απόφαση εκτελέστηκε σε επιλεγμένη ημερομηνία προκειμένου να αποκλειστεί από την υποψηφιότητά του για Διευθυντής του 1ου Λυκείου Ρόδου. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω αποδειχθέντα, τα αναφερόμενα στην έγκληση γεγονότα ήταν ψευδή, διότι κατά το χρόνο κοινοποίησης του ανωτέρω εγγράφου προς αυτόν, πράγματι το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής του, η δε αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καθιδρύθηκε περίπου ένα (1) έτος μετά και συγκεκριμένα από τις 8-10-2001. Ο ίδιος δε, είχε ήδη προσφύγει με την από 18-1-2001 προσφυγή προς το ΣτΕ και μάλιστα πριν από την εκδίκαση της προσφυγής του προς το (ακόμη ανυπόστατο κατά την κατάθεση της προσφυγής) Δευτεροβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, η απόφαση του οποίου εκδόθηκε στις 29-5-2001, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη γνώση του περί της αρμοδιότητος του ανωτάτου δικαστηρίου…»