Κατατέθηκε και στη Ρόδο προσφυγή για την έκτακτη εισφορά

Η πρώτη προσφυγή στη Ρόδο για την ακύρωση της επιβολής έκτακτης εισφοράς κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου την Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009 ενώ τρεις δηλώσεις ρητής επιφύλαξης με όμοιο περιεχόμενο κατατέθηκαν χθες ενώπιον της ΔΟΥ Ρόδου από φορολογουμένους που είχαν δηλώσει το 2007 εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ.
Οι προσφυγές και ενστάσεις κατατέθηκαν συγκεκριμένα από τους δικηγόρους κκ Στ. Στεφανίδη, Βασ. Καβουριού και Μ. Καντιδενό.
Ο πρώτος προσέφυγε συγκεκριμένα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο ενώ οι λοιποί για λογαριασμό των ίδιων και ενός συμβολαιογράφου υπέβαλαν στην εφορία δήλωση ρητής επιφύλαξης με την καταβολή της εισφοράς κατά την χθεσινή καταληκτική ημερομηνία για την πληρωμή της πρώτης δόσεως.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι μόνο η κατάθεση της «δήλωσης ρητής επιφύλαξης» στη ΔΟΥ δεν έχει κανένα όφελος για τον φορολογούμενο, εάν δεν κατατεθεί στη συνέχεια και προσφυγή στα Διοικητικά Πρωτοδικεία.
Ακόμη, ο φορολογούμενος μπορεί να καταθέσει προσφυγή στα δικαστήρια χωρίς να έχει υποβάλει δήλωση ρητής επιφύλαξης στην Εφορία. Η προσφυγή πρέπει να κατατεθεί μέσα σε δύο μήνες από την ημέρα που ο φορολογούμενος θα παραλάβει την ειδοποίηση για την πληρωμή της εισφοράς.
Στη νομική επιχειρηματολογία κατά της εισφοράς οι ανωτέρω υπογραμμίζουν συγκεκριμένα ότι πρόκειται για αντισυνταγματική διάταξη καθώς παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς με την κλιμάκωση της εισφοράς ο φορολογούμενος που δήλωσε καθαρό εισόδημα 60.000 ευρώ δεν επιβαρύνεται με την εν λόγω εισφορά, ενώ αυτός που δηλώνει εισόδημα κατά μόλις ένα ευρώ μεγαλύτερο (60.001 ευρώ) υπόκειται σε εισφορά ποσού 1.000 ευρώ.
Τα σημεία τα οποία επιχειρηματολογούν για το παράνομο επιβολής της εισφοράς οι 4 προσφεύγοντες από τη Ρόδο είναι τα εξής:
Α. Επιδιώκεται το 2009 η επιβολή φορολογικής επιβάρυνσης για ήδη φορολογηθέντα εισοδήματα του έτους 2007, έτους σαφώς εκτεινόμενου πέρα από το προηγούμενο εκείνου από το οποίο επιβλήθηκε η εν λόγω εισφορά. Συνεπώς η επιβληθείσα εισφορά αντίκειται στη διάταξη της παρ. 2 αρ. 78 του Συντάγματος.
Β. Η καθιερούμενη στην άνω διάταξη κλίμακα προσκρούει στην κατοχυρωθείσα διά της παρ. 5 αρ. 4 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, κατά την οποία «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Και τούτο διότι ο φορολογούμενος που δήλωσε καθαρό εισόδημα 60 εκατ. ευρώ δεν επιβαρύνεται με την εν λόγω εισφορά, ενώ ο δηλώσας εισόδημα κατά 1 μόλις ευρώ μεγαλύτερο (60.001 ευρώ) υπόκειται σε εισφορά ποσού 1.000 ευρώ.
Γ. Η εν λόγω εισφορά καταλαμβάνει και έσοδα απαλλασσόμενα της φορολογίας επ’ ονόματι των φυσικών προσώπων ή αυτοτελώς φορολογηθέντα με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης (π.χ. μερίσματα, τόκοι κ.λπ.), τα οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εκάστου φορολογουμένου εάν θα περιληφθούν στην υποβαλλόμενη υπ’ αυτού δήλωση φορολογίας εισοδήματος του αντίστοιχου έτους.
Δ. Παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας αποτελεί ασφαλώς και η υπό της άνω διατάξεως επιβολή της εισφοράς μόνο σε φυσικά πρόσωπα, ενώ τα νομικά πρόσωπα, τα οποία κατά τεκμήριο έχουν ασυγκρίτως μεγαλύτερα φοροδοτική ικανότητα, δεν υπάγονται στην άνω εισφορά, εξαιρούμενα οιασδήποτε συμμετοχής στο εκτάκτως επιβαλλόμενο φορολογικό βάρος.
Το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να αναγκάσει τους φορολογουμένους να προσέλθουν στο δημόσιο ταμείο για την εξόφληση της εισφοράς, απειλεί με προσαυξήσεις που φτάνουν ακόμη και το 200% της αρχικής οφειλής.
Οι φορολογούμενοι εξοφλούν την εισφορά και αμέσως καταθέτουν την προσφυγή με την ελπίδα πως όταν δικαιωθούν θα τους επιστραφεί το καταβληθέν ποσό.

Η εισφορά, η οποία καθορίζεται από 1.000 ώς 5.000 ευρώ, ανάλογα με το δηλωθέν εισόδημα των φορολογουμένων, καταβάλλεται σε τρεις ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη ώς την τελευταία εργάσιμη για τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) μέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση της εισφοράς και η καθεμία από τις επόμενες ώς την τελευταία εργάσιμη για τις ΔΟΥ μέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα αντίστοιχα. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των 1.000 ευρώ για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από 60.000 ευρώ ώς 80.000 ευρώ, στο ποσό των 2.000 ευρώ για εισόδημα από 80.001 ώς 100.000 ευρώ, στο ποσό των 3.000 ευρώ για εισόδημα από 100.001 ώς 150.000 ευρώ και σε 5.000 ευρώ για εισόδημα άνω των 150.001 ευρώ. Αν οι φορολογούμενοι δικαιωθούν, το υπουργείο Οικονομικών θα αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα αφού τα 300 εκατ. ευρώ που ευελπιστεί να εισπράξει θα πρέπει να τα επιστρέψει.