«Κωμικοτραγικά» πράγματα στη Νομαρχία!

Σε κακόγουστο σίριαλ έχει εξελιχθεί η διαδικασία πρόσληψης έμμισθων δικηγόρων από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου μετά και την νέα απόφαση του ΣτΕ που κρίνει ότι η σχετικός διαγωνισμός επιλογής με συνέντευξη των υποψηφίων θα πρέπει να επαναληφθεί και μάλιστα για τρίτη φορά από το έτος 1999 που ξεκίνησε!!.

Αρχικώς είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την πλήρωση δύο θέσεων νομικών συμβούλων στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου 40 περίπου δικηγόρων από την οποία αναδείχτηκαν μετά την ολοκλήρωση του πρώτου «διαγωνισμού» δύο οι οποίοι εργάζονται μέχρι σήμερα.
Η διαδικασία ωστόσο που είχε ακολουθηθεί είχε προσβληθεί αρχικώς από δύο συναδέλφους τους επιλαχόντες μετά το «διαγωνισμό». Το ΣτΕ έκρινε βάσιμες τις ενστάσεις τους και ζήτησε επανεξέταση και επανάληψη της διαδικασίας.
Όπερ και εγένετο, η διαδικασία επαναλήφθηκε, αλλά όπως προκύπτει και η νέα απόφαση της επιτροπής που ελήφθη το 2004 (60/9.1.2004 απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου) έπασχε νομικά με αποτέλεσμα να εκδοθεί πρόσφατα η υπ’ αρίθμ. 2558/2009 απόφαση του ΣτΕ που ζητά τη διενέργεια και νέου «διαγωνισμού»!!!
Κωμικοτραγικό φαντάζει μάλιστα το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ένδικης διαφοράς που ανέκυψε και συνέχισε επί 10ετία οι επιλεγέντες προέβαλαν ως επιχείρημα ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού για την απόρριψη του αιτήματος του συναδέλφου τους που επιθυμεί μια εκ των δύο θέσεων ότι έχει πλέον συμπληρώσει 35 έτη δικηγορίας και οδηγείται σε συνταξιοδότηση…
Εν πάση περιπτώσει το Γ’ τμήμα του ΣτΕ συνεδρίασε σε επταμελή σύνθεση μετά από προηγούμενη απόφαση (3369/2007) της πενταμελούς συνθέσεως του τμήματος που έκρινε εαυτό αναρμόδιο.
Οι παρεμβαίνοντες νομικοί σύμβουλοι της Νομαρχίας υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου ότι ο αιτών στερείται εννόμου συμφέροντος, διότι σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης, δεν θα έχει πλέον δικαίωμα να προσληφθεί στην επίδικη θέση, δεδομένου ότι από 9.10.2008 έχει συμπληρώσει 35 έτη δικηγορίας και ως εκ τούτου έχει τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης και δεν επιτρέπεται να προσληφθεί με πάγια αμοιβή.
Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος, διότι λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος των ακυρωτικών αποφάσεων η ακύρωση διοικητικής πράξης επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο εκδόσεως της πράξης που έχει ακυρωθεί, η δε νέα πράξη που τυχόν θα εκδώσει η Διοίκηση, ανατρέχει αναγκαίως στο χρόνο εκείνο και διέπεται, κατ’ αρχήν, από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε, και όχι από το τυχόν ισχύον κατά το χρόνο, κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενέργειες συμμορφώσεως προς την ακυρωτική απόφαση.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης το ΣτΕ έκρινε τα εξής:
«Με την ΔΔΟΥ 2622/ 15.4.1999 πράξη του Νομάρχη Δωδεκανήσου προκηρύχθηκαν δύο θέσεις δικηγόρων, με πάγια αντιμισθία, για την εκπροσώπηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ενώπιον των δικαστηρίων και την παροχή πάσης φύσεως νομικών υπηρεσιών.
Αιτήσεις συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής υπέβαλαν, μεταξύ άλλων, τόσο ο αιτών όσο και οι δύο συνάδελφοι του. Η επιτροπή του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 1649/1986 εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων και στη συνέχεια τους κάλεσε σε συνέντευξη. Μετά την ατομική συνέντευξη, η ως άνω επιτροπή κατάρτισε πίνακα αξιολόγησης των υποψηφίων (πρακτικό της 23.10.1999), σύμφωνα με τον οποίο πρώτος κατετάγη ο (…), δεύτερη η (…) οι οποίοι και προσελήφθησαν στις επίδικες θέσεις, και τρίτος ο αιτών.
Με την υπ’ αριθμ. 2989/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώθηκε η πράξη προσλήψεως των παραπάνω δικηγόρων μετά από αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο ήδη αιτών, αφού κρίθηκε ότι το πρακτικό επιλογής δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένο διότι η επιτροπή δεν είχε παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία όλων των υποψηφίων, και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση.
Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση ανασυγκροτήθηκε η επιτροπή του άρθρου 18 του ν. 1868/1989 ορίσθηκε δε ως νέα πρόεδρος αυτής σύμφωνα με το άρθρο 2 ν. 2993/2002, η Γ. Κοττά, δικαστική αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σε αντικατάσταση της πρωτοδίκου Ε. Χροναίου που είχε προεδρεύσει κατά την ακυρωθείσα κρίση της 23.10.1999, ενώ παρέμειναν τα λοιπά μέλη.
Η ανασυγκροτηθείσα επιτροπή συνήλθε στις 30.10.2003 και μετά από διαλογική συζήτηση αποφάσισε να μην καλέσει τους υποψηφίους σε νέα συνέντευξη, μειοψηφούσης της νέας Προέδρου και ενός μέλους της επιτροπής – δικηγόρου. Ακολούθως η επιτροπή, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, συνέταξε το από 10.12.2003 πρακτικό της, σύμφωνα με το οποίο επέλεγησαν και πάλι οι ίδιοι δικηγόροι, κατά παράλειψη του αιτούντος.
Στο εν λόγω πρακτικό γίνεται ειδική μνεία για την παρουσία των επιλεγέντων κατά την ατομική συνέντευξη, η οποία κρίθηκε ως “ιδιαίτερα αξιόλογη” για τον πρώτο και “αξιόλογη” για τη δεύτερη, αφού εκτιμήθηκαν από την επιτροπή “ο τρόπος έκφρασης, η αμεσότητα και η ευθύτητα των απαντήσεων τους, η εν γένει παράσταση, καθώς και η εμφανής επιθυμία τους να ασχοληθούν με θέματα δημόσιας διοίκησης”.
Με τα δεδομένα όμως αυτά, παραβιάστηκε, ουσιώδης τύπος της διαδικασίας επιλογής, διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η επανάληψη της συνέντευξης καθίσταται αναγκαία στις περιπτώσεις που ανασυγκροτείται, μετ’ ακύρωση η επιτροπή επιλογής.
Εν προκειμένω, αν και αντικαταστάθηκε η ορισθείσα αρχικώς Πρόεδρος της επιτροπής, δεν επαναλήφθηκε η συνέντευξη των τριών υποψηφίων ενώπιόν της ανασυγκροτηθείσας Επιτροπής ώστε να δοθεί η δυνατότητα και στο νέο μέλος της (τη νέα Πρόεδρό της) να διαμορφώσει τη δική του αντίληψη για την προσωπικότητα των κρινομένων. Επομένως, για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη διοίκηση για να επαναλάβει τη διαδικασία της συνέντευξης των υποψηφίων ενώπιον της νέας επιτροπής επιλογής, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως».