Την απόρριψη του αιτήματος πρώην υπαλλήλου της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου για την άρση του περιοριστικού όρου της καταβολής εγγυοδοσίας ύψους 10.000 ευρώ που της επιβλήθηκε ως περιοριστικός όρος με το υπ’ αρίθμ. 136/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου αποφάσισε σύμφωνα με τις πληροφορίες με νέα κρίση του το ίδιο δικαστικό συμβούλιο.
Σε βάρος της δημόσιας υπαλλήλου έχει ασκηθεί συγκεκριμένα ποινική δίωξη και της απαγγέλθηκε κατηγορία για πλαστογραφία από κοινού και απλή συνέργεια από κοινού σε απάτη καθώς φέρεται να εμπλέκεται στην υπόθεση της υφαρπαγής δημοσίων κτημάτων με τη χρήση ανυπόστατων αποφάσεων εκποίησης που φέρουν υπογραφή Νομαρχών που υπηρέτησαν στα Δωδεκάνησα.
Όπως έγραψε η “δ” η κατηγορούμενη φέρεται συγκεκριμένα την 22α Απριλίου 2009 από κοινού με το πρώην προϊστάμενο της υπηρεσίας να χρησιμοποίησε την τελευταία σελίδα της υπ’ αρίθμ. ΔΚ 2973/86/13.4.1989 απόφασης του Νομάρχη Δωδεκανήσου κ Ι. Μαχαιρίδη με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο εκποίησε σε έναν κάτοικο Ιαλυσού αγρό έκτασης 590 ντ.μ. στην περιοχή Κανδηλί, στην οποία είχε βαβαιώσει η ίδια την καταβολή του τιμήματος και των προσαυξήσεων θέτοντας στην τελευταία σελίδα δύο φορές τη σφραγίδα και την υπογραφή της, την προσάρτησε σε έντυπο που οπτικά ομοιάζει με την ως άνω απόφαση του Νομάρχη, και συμπλήρωσε στο έντυπο αυτό στοιχεία άλλου ακινήτου με έκταση 2.400 τ.μ. ιδιοκτησίας του δημοσίου ώστε να φαίνεται ότι εκποιήθηκε νόμιμα.
Στην πλαστή απόφαση φέρεται να έδωσε τον αριθμό πρωτοκόλλου ΔΚ3973/1986/ΒΚ και την παρέδωσε στον κάτοικο Ιαλυσού ο οποίος και την προσκόμισε προς μεταγραφή στο Κτηματολόγιο Ρόδου παραπλανώντας και τον κτηματολογικό δικαστή που διέταξε την καταχώρηση της.
Η ίδια από την πρώτη στιγμή αρνείται τις κατηγορίες τονίζοντας ότι η ανάμειξη του ονόματος της στην υπόθεση υπήρξε προϊόν κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και αυθαίρετων σκέψεων και συλλογισμών.
Αφού αναφέρθηκε απολογούμενη στη διαδικασία που ακολουθούσε η υπηρεσία για τη διεκπεραίωση αιτημάτων εκποίησης δημοσίων ακινήτων επεσήμανε ότι θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να απαγγελθεί κατηγορία τόσο κατά του Κτηματολογικού Δικαστή ο οποίος διέταξε την μεταγραφή μιας ανύπαρκτης απόφασης που υποβλήθηκε για μεταγραφή αφού στη σχετική αίτηση που υπέβαλε ο κάτοικος Ιαλυσού για μεταγραφή της πλαστής και ανύπαρκτης απόφασης δεν υπήρχε η δήλωση Φ.Μ.Α. και το πρωτότυπο του διπλότυπου πληρωμής του φόρου μεταβίβασης όσο και κατά του Δ/ντή και υπαλλήλου του Κτηματολογίου Ρόδου που εισηγήθηκαν στον Κτηματολογικό Δικαστή την μεταγραφή της παρά τις ΅’ελλείψεις” της αίτησης μεταγραφής.
Επεσήμανε ακόμη ότι αν πραγματικά σκόπευε να καταρτίσει την ανύπαρκτη απόφαση της εξαγοράς δεν χρειαζόταν να αποσπάσει το τελευταίο φύλλο από άλλη (γνήσια) απόφαση αλλά θα συμπλήρωνε κανονικά ολόκληρη την πλαστή απόφαση με όλα της τα στοιχεία και θα την υπέβαλλε για υπογραφή στον Νομάρχη ή υπογραφή του οποίου θα ετίθετο οπωσδήποτε γιατί οι σχετικοί φάκελοι με τα δικαιολογητικά δεν μετεφέροντο στην Νομαρχία (αφού για έλεγχο όλα τα δικαιολογητικά είχαν βεβαιωθεί και ελεγχθεί από τους αρμόδιους υπαλλήλους και τις αρμόδιες επιτροπές) και συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η πλαστογραφία.
Τονίζει ακόμη και αποδείχτηκε και με γραφολογική εξέταση ότι ο γραφικός χαρακτήρας του χειρογράφου κειμένου της πλαστής απόφασης εξαγοράς και των δύο αιτήσεων που υποβλήθηκαν στο Κτηματολόγιο Ρόδου για την μεταγραφή τόσο της πλαστής όσο και της γνήσιας απόφασης στην οποία ανήκε το τρίτο φύλλο που προσαρτήθηκε στην πλαστή απόφαση εξαγοράς ανήκουν γραφολογικά στο ίδιο πρόσωπο και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον δικό της γραφικό χαρακτήρα.
Για την ίδια υπόθεση, που αποτελούσε στην ουσία πρόκριμα για την τύχη όλων εκείνων που ακολούθησαν στο σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων που απεκάλυψε η “δ”, έχει παραγγελθεί η επίσπευση περαιτέρω κυρίας ανάκρισης από την Εισαγγελεία Εφετών Δωδεκανήσου.
Εκκρεμεί έτσι προς διερεύνηση αν η κατηγορούμενη με πρόθεση δέχτηκε στις 4-11-96 να συμπληρώσει, χειρόγραφα, τα κενά που υπήρχαν στο τέλος των τριών αντιτύπων της υπ’ αριθμ. 2973/13-4-87 απόφασης του Nομάρχη Δωδεκανήσου και αφορούσε την εκποίηση, ενός ακινήτου 590 τ.μ. στον κάτοικο Ιαλυσού.
Ζητήθηκε παραπέρα να εξακριβωθεί γραφολογικά με πραγματογνωμοσύνη εάν ο γραφικός χαρακτήρας της υπ’ αριθμ. 3546/23-4-97 απόφασης, της πλαστής απόφασης, για μεταγγραφή, ταυτίζεται με τον γραφικό χαρακτήρα της υπ’ αριθμ. 427/97 αίτησης, κατά την γραφή και υπογραφή του κειμένου τους από τον αιτούντα κάτοικο Ιαλυσού.