«Ο Κυνηγετικός Σύλλογος Ρόδου ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας»

«Αστραψε και βρόντηξε» σε υπόμνημά του προς τη Διεύθυνση Δασών Δωδεκανήσου ο παραιτηθείς πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Ρόδου «Ροδία Έλαφος» κ. Δημήτριος Λερογιάννης, καταλογίζοντας σκοπιμότητες σε όσους επεδίωξαν να αφήσουν σκιά κακοδιαχείρισης στα οικονομικά του μεγαλύτερου Συλλόγου της Δωδεκανήσου, επί θητείας του.
Ο κ. Λερογιάννης αναφέρει εισαγωγικά ότι το μοναδικό θετικό συναίσθημα που έχει από τον έλεγχο των οικονομικών του Συλλόγου αρμοδίως, απορρέει κυρίως από την κατά λέξη αναφορά επί της εκθέσεως των ελεγκτών, «προσκομίστηκαν τα αντίγραφα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του Κ.Σ., ελέγχθηκαν και διασταυρώθηκε η ορθότητα των υπολοίπων με τις καταχωρήσεις στο βιβλίο ταμείου».
«Θεωρώ, λοιπόν, ότι η ανωτέρω πρόταση, εκτός από το γεγονός ότι πιστοποιεί ήδη γνωστά στους γνωρίζοντες, εκθέτει συνάμα ανεπανόρθωτα όσους πίστεψαν ότι «κάτι συμβαίνει» στον Κυνηγετικό Σύλλογο Ρόδου», τονίζει ο κ. Λερογιάννης, προσθέτοντας ότι υπήρξε μια γενικευμένη και συντονισμένη προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός του, η οποία όμως, δυστυχώς για αυτούς που την επιχείρησαν, έπεσε στο κενό… «Και λέω ότι έπεσε στο κενό, διότι οι, δίκην εισαγγελέως, επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της εκθέσεως επιθεώρησης, δεν κοινοποίησαν τίποτα άγνωστο στην υπηρεσία σας, τόσο σε οικονομικής φύσεως θέματα όσο και σε διαχειριστικού τύπου λειτουργικές διαδικασίες του Κυνηγετικού Συλλόγου. Τουναντίον μάλιστα, τολμώ να πω ότι ο τρόπος που διεξήχθη συνολικά ο έλεγχος και το ύφος της εκθέσεως επιθεώρησης, μου εγείρει σειρά ερωτηματικών, σε σημείο μάλιστα να αναρωτιέμαι για την πηγή προέλευσης της συνολικής έλλειψης πνεύματος συνεργασίας για την διεκπεραίωση του ελέγχου» προσθέτει.
Οι επισημάνσεις – τοποθετήσεις του κ. Λερογιάννη επί των αναφερομένων στην έκθεση επιθεώρησης της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου έχουν ως εξής:
«Α) Διαχρονικά υψηλό ταμείο: Το φαινόμενο του υψηλού ταμείου εις χείρας, υπάρχει από το έτος 2002. Εξυπηρετούσε ανάγκες πληρωμής προμηθευτών, σε περιόδους μάλιστα που δεν λειτουργούσε εκτροφείο, όπου για λόγους αποφυγής συχνών επισκέψεων στην τράπεζα, ο εκάστοτε ταμίας φρόντιζε να έχει κάποια χρήματα στη διάθεσή του για να μπορεί απρόσκοπτα να προβαίνει σε πληρωμές προμηθευτών. Και εν πάση περιπτώσει, μέχρι πρότινος ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο «οικονομικού σκανδάλου», παρά μόνον αποτέλεσε πρόβλημα στη δική μου θητεία. Αναρωτιέμαι λοιπόν προς τι τόσος θόρυβος…
Β) Μη προσκόμιση αντιγράφων κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών και υπολοίπου ταμείου στις 03/10/2013: Στις 03 Οκτωβρίου, αντί για τις αρχικώς 03 Νοεμβρίου, όπως μας κοινοποιήσατε με έγγραφό σας στις 01 Οκτωβρίου, μου ζητήθηκαν αντίγραφα των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών του Κ.Σ. και το υπόλοιπο του ταμείου με ενημερωμένο ανά ημέρα το σχετικό βιβλίο. Ως γνωστόν, και στην υπηρεσία σας ακόμη, για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας στη διακίνηση χρημάτων, το αντίτιμο των αδειών από την κυνηγετική περίοδο 2011-2012 καταβάλλεται από τους κυνηγούς σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί ο Σύλλογος σε 5 τράπεζες. Ως εκ τούτου, η σε ημερήσια βάση ενημέρωση του βιβλίου ταμείου, προαπαιτεί την καθημερινή επίσκεψη εκπροσώπου του Συλλόγου και στις 5 τράπεζες και στη συνέχεια την ενημέρωση του βιβλίου. Δηλαδή στ’ αλήθεια, οι ελεγκτές της υπηρεσίας σας, είχαν την εντύπωση ότι δεδομένα προς καταχώρηση 1200 εγγραφών περίπου, θα ήταν άμεσα διαθέσιμα από τις τράπεζες; Ή ότι ο Σύλλογος πληρώνει υπάλληλο για να τρέχει καθημερινά στις τράπεζες και να ζητάει αντίγραφα κινήσεων; Φαντάζομαι πως τουλάχιστον η υπηρεσία σας δεν είχε την αυτή εντύπωση και για αυτό μας χορήγησε την εύλογη προθεσμία για να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα στοιχεία από τις τράπεζες. Επιπλέον, αναρωτιέμαι προς τι η αναφορά των ελεγκτών στο «όχι» που απάντησε ο ταμίας στην ερώτησή τους για το υπόλοιπο του ταμείου, όταν επί της ουσίας απήντησε ως όφειλε. Και αυτό γιατί, το υπόλοιπο του ταμείου σε καθημερινή βάση, είναι γνωστό μόνο εφόσον έχουμε τα αντίγραφα των κινήσεων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς για να γνωρίζουμε πόσοι κυνηγοί έχουν καταθέσει χρήματα. Ελλείψει αυτών, οποιαδήποτε απάντηση του ταμία για το υπόλοιπο του ταμείου θα είναι εσφαλμένη. Εκτός βέβαια και αν το ζητούμενο τελικά ήταν να δώσει ο ταμίας εσφαλμένο υπόλοιπο ταμείου και συνάμα τροφή για άλλου είδους παρατηρήσεις στην έκθεση ελέγχου.
Γ) Κινήσεις και υπόλοιπο ταμείου στις 11/10/2013: Η αναφορά στις κινήσεις και το υπόλοιπο ταμείου της ημέρας εκείνης, εκτιμώ ότι αποσκοπεί στην ανάδειξη του γεγονότος ότι για κάποιες ομοειδείς δαπάνες γίνεται συγκεντρωτική καταχώρηση ανά ένταλμα πληρωμής. Ανάξιο σχολιασμού από πλευράς μου, μιας και η συγκεντρωτική καταχώρηση δεν οδηγεί σε εσφαλμένο υπόλοιπο ταμείου κατά την ημερομηνία καταχώρησής του.
Δ) Υπόλοιπο ταμείου στις 14/10/2013 και διακίνηση τραπεζικής επιταγής: Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει τον λόγο που η κατ’ αρχήν έκδοση τραπεζικής επιταγής για πληρωμή υποχρέωσης στην Κυνηγετική Συνομοσπονδία και η εν συνεχεία ακύρωσή της για τυπικούς λόγους αιτία τραπέζης, αποτελεί αντικείμενο παρατηρήσεως, εκτός βέβαια αν η παρατήρηση αυτή εξυπηρετεί ανάγκες δημιουργίας εντυπώσεων και προσθήκης σχολίων στην έκθεση ελέγχου.
Ε) Τιμολόγιο Παροχής Υπηρεσιών 31/01-07-2013, εκδότη Π.Πρεσβύρη – Κάδη Ο.Ε.: Κατά τη γνώμη μου, ίσως το πιο σημαντικό σημείο επί των παρατηρήσεων των ελεγκτών, το οποίο, επίσης κατά τη γνώμη μου, ενισχύει την υποψία ότι ο έλεγχος κινήθηκε εντός προειλημμένων αποφάσεων περί πορίσματος. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσω, λοιπόν, την διαπόμπευσή μου στον τοπικό τύπο και την κοινωνία των κυνηγών για την πληρωμή του εν λόγω «ανύπαρκτου» τιμολογίου, με προϊόν από απόρρητο κείμενο προσωρινού ελέγχου που κατατέθηκε από τους ελεγκτές στην υπηρεσία σας, και την μετέπειτα αναφορά των ελεγκτών στην έκθεση επιθεώρησης, ότι «επεδείχθη» το ανωτέρω τιμολόγιο. Πρόκειται περί ασύστολου ψεύδους, τίποτα δεν επεδείχθη μεταγενέστερα, και αυτό διότι τα εντάλματα ήταν όλα στη διάθεση των ελεγκτών, από τα οποία, όλως περιέργως, δεν είδαν και το σχετικό ένταλμα που περιείχε το επίμαχο τιμολόγιο. Αν δε η παρατήρησή τους βασίζεται στο γεγονός ότι το τιμολόγιο ανέγραφε ως τρόπο πληρωμής «μετρητά», ενώ εξοφλήθηκε τμηματικά σε δύο δόσεις, σας παραπέμπω στην ξεκάθαρη αναφορά στο ένταλμα με το οποίο καταχωρήθηκε ως δαπάνη, ότι «δεν καταβλήθηκαν χρήματα», διότι απλούστατα δεν παρευρισκόμουν στον Σύλλογο, όταν ο προμηθευτής ήλθε με το προσυμπληρωμένο τιμολόγιό του για να πληρωθεί. Εξ ου και η μη καταχώρηση κίνησης πληρωμής στο ταμείο την εν λόγω ημέρα. Οι κινήσεις, λοιπόν, για την αποπληρωμή του σε δύο δόσεις καταχωρήθηκαν στο ταμείο του Συλλόγου με εντάλματα πληρωμής που είχαν επισυναπτόμενες και τις σχετικές αποδείξεις είσπραξης του προμηθευτή. Το οικονομικό έγκλημα δεν το κατάλαβα ακόμη». Ο κ Λερογιάννης εκφράζει παραπέρα τη λύπη και την απορία του, διότι οι ελεγκτές παρατηρούν «φαινόμενα κακοδιαχείρισης», με ενδεικτική αναφορά στο γεγονός ότι ελλείψει ταμία, χρέη αυτού εκτελεί ο Πρόεδρος, κάτι που κατά τους ελεγκτές, έρχεται σε αντίθεση με το Κεφ.Γ, άρθ.20, παρ.7, του καταστατικού. «Αυτό που ειλικρινά μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση, είναι η διαπίστωση ότι τελικά ένα έγγραφο όπως το καταστατικό του Συλλόγου, για λόγους πρόκλησης εντυπώσεων, μπορεί να ερμηνευτεί κατά το δοκούν και μάλιστα επιλεκτικά και επί συγκεκριμένων άρθρων. Επαναλαμβάνοντας το απόσπασμα του καταστατικού, όπως αυτό αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου «τον Ταμία απόντα ή κωλυόμενον, αναπληροί έτερος σύμβουλος οριζόμενος υπό του Διοικητικού Συμβουλίου», αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο οι ελεγκτές διαπίστωσαν «φαινόμενα κακοδιαχείρισης». Μήπως αναφέρεται κάπου στο καταστατικό η φράση «πλην Προέδρου»; Μήπως ο Πρόεδρος δεν είναι σύμβουλος; Μήπως δεν υπήρχε απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου για να εκτελώ χρέη ταμία; Ή μήπως στην υπηρεσία σας ήταν άγνωστο το γεγονός ότι επί σειράν ετών έκαστος ανελάμβανε καθήκοντα ταμία παραιτούντο αμέσως μόλις ελάμβανε γνώση για τις αμισθί «υπαλληλικές» υποχρεώσεις του, οι οποίες μάλιστα απαιτούσαν ενίοτε και γνώσεις της λογιστικής επιστήμης; Και εν πάση περιπτώσει, αφού γίνεται λόγος για «καταστατική διάταξη», τότε πως οι ελεγκτές κατά την ανάγνωση του καταστατικού, φτάνοντας στο εν λόγω άρθρο 20, δεν έκαναν «μία στάση» στο άρθρο 17, παρ.7, «Καθήκοντα μελών ΔΣ»; Γιατί βέβαια εκεί θα έβλεπαν ότι, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος «είναι υπεύθυνος δια την ομαλήν λειτουργίαν του Συλλόγου», και θα διαπίστωναν, εν κατακλείδι, ότι εκπλήρωσα την καταστατική μου υποχρέωση, όντας με την κατά γενική ομολογία ομαλή λειτουργία του Συλλόγου εις όλη τη διάρκεια της θητείας μου. Η αναφορά λοιπόν περί ανύπαρκτης αντιθέσεως σε καταστατική διάταξη, πείθει και τον πλέον δύσπιστο ότι ο έλεγχος ήταν προκατειλημμένος και κινήθηκε εντός στενών προαποφασισμένων πλαισίων περί πορίσματος. Η άποψη μου αυτή ενισχύεται τόσο από το γεγονός ότι οι ελεγκτές δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι η υπογραφή ταμία στον απολογισμό του 2012, τέθηκε εκ παραδρομής από τον Γενικό Γραμματέα, όσο και από το γεγονός ότι εκτός από την φυσική παρουσία του λογιστή, απέκλεισαν κατά τον έλεγχο και την τηλεφωνική ακόμα επικοινωνία μαζί του. Να σημειώσω δε ότι η πρόσληψη λογιστή για την συμπλήρωση του βιβλίου ταμείου του Συλλόγου, ήταν απόφαση της Διοικήσεως από το έτος 2005, η οποία ουδέποτε ανακλήθηκε από οποιαδήποτε Διοίκηση μέχρι και σήμερα, μιας και η ύπαρξη ανεξάρτητου λογιστή, διασφάλισε την εύρυθμη οικονομική λειτουργία του Συλλόγου, όπως διαπίστωσε και αποφάνθηκε προφορικώς και η υπηρεσία σας σε προγενέστερους ελέγχους. Η υπογραφή δε λογιστή στα εντάλματα πληρωμής, ήταν επιθυμία προγενέστερης Διοίκησης, και όχι υποχρέωση αυτού, προκειμένου, ελλείψει ταμία, οι καταχωρήσεις στο βιβλίο ταμείου να πραγματοποιούνται από ανεξάρτητο άτομο».
Ο κ. Λερογιάννης αναφέρθηκε και στα συμπεράσματα της εκθέσεως ελέγχου και συγκεκριμένα στη μη ύπαρξη προσφορών για αγορές άνω των 300¤:
«Εκτιμώ ότι η πραγματικότητα μιλάει από μόνη της. Η λήψη προφορικών προσφορών, η έλλειψη ατόμων για την ενασχόληση με λήψη γραπτών προσφορών, οι επαναλαμβανόμενες προμήθειες από τους ίδιους προμηθευτές και η ενίοτε ανυπαρξία δεύτερου έστω μειοδότη (πχ προμήθεια διαφορικού για ΦΙΧ, μεταφορική εταιρεία από και προς Κρήτη) αποτελούν σαφείς αιτιάσεις για τον τρόπο λειτουργίας του Συλλόγου σε επίπεδο αγορών. Εξάλλου, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Σύλλογος προμηθεύτηκε υλικά ή υπηρεσίες σε υπερβάλλον κόστος από αυτό των τρεχουσών τιμών στην αγορά, πολλώ μάλλον δε, όταν για αρκετές από αυτές τις αγορές είχαμε και την άποψη μελών του Συλλόγου που ασκούσαν ομοειδές ή παραπλήσιο επάγγελμα».
Τονίζει ότι η παραίτησή του οφείλεται σε λόγους πικρίας από τη συμπεριφορά ορισμένων υποτιθέμενων συνεργατών και όχι σε οποιονδήποτε άλλο λόγο…
«Αντιμετωπίστηκα σαν καταχραστής υπόλογος πρόεδρος κερδοσκοπικής επιχείρησης, και όχι σαν οικειοθελής υπηρέτης της νόμιμης θήρας, παραγνωριζομένου του γεγονότος ότι άπαντες υπηρετούντες το Σύλλογο, πράττουμε αυτό αμισθί, από διάθεση για προσφορά και ενίοτε, για κάποιους σαν εμένα, εις βάρος του προσωπικού ή οικογενειακού μας χρόνου. Αφήνω άπαντες λοιπόν, υπηρεσιακούς και μη, αντιμέτωπους με τις επερχόμενες συνέπειες της επιλογής τους να δημιουργήσουν κλίμα δυσπιστίας για τη λειτουργία του Κυνηγετικού Συλλόγου Ρόδου, φέρνοντάς τον στο σημερινό σημείο, ακέφαλος πλέον και με μειωμένα έσοδα, να ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Εξάλλου, στο άμεσο μέλλον θα αποκαλυφθούν κίνητρα και σκοπιμότητες, οπότε άπαντες θα κληθούν να λογοδοτήσουν τόσο στη συνείδησή τους, αλλά και κυρίως στους υγιώς σκεπτόμενους κυνηγούς. Τέλος, αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν και στάθηκαν αρωγοί στην προσπάθεια εύρυθμης λειτουργίας του Συλλόγου, στην ανάδειξη του φιλοθηραματικού του έργου και της εν γένει προσπάθειας για την προστασία και διαφύλαξη του περιβάλλοντος και της νόμιμης θήρας».